Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Λατρεύω

 


Απασχολημένη να γράφω για το Κουρδικό, ψαχνω τη βικιπαίδεια, ψάχνω άρθρα να καταλάβω τι συμβαίνει στον κόσμο. Άσχετη από ιστορία, άσχετη από πολιτική. 

Χτυπάει μήνυμα. 

- Κοιμάσαι; 

- 'Όχι.

Χτυπάει κουδούνι. 

- Να τα πούμε; 

- Ναι.

Βιντεοκλίση. 

- Πήρα βιντεοκλίση για να σε δω λίγο... Μετά θα πήξω στη δουλειά.

Όλοι μαζί. Τα τσιγγανάκια και η αγάπη μαζί. 

"Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει 

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει".

Τα τσιγγανάκια δεν το είπαν, τα κάλαντα που λένε είναι φύρδην μίγδην. Το λέω εγώ τώρα. Είναι το σημείο που μου αρέσει καλύτερα. 

Η αγάπη γελάει. Νευριάζει μόνος του για τα κάλαντα γιατί ενώ προσπαθεί να δουλέψει κάθε τόσο έρχονται "να τα πούνε". Φέτος χαίρεται που έχει απαγόρευση και ησυχία.

Μετά φοράει τα ρούχα της δουλειάς. 

Ανοίγει το παράθυρο στο πατάρι. 

Ψιχαλίζει έξω, λέει. 

Λέει κι άλλα. Γελάμε. Φουσκώνει το στομάχι του μπροστά στην κάμερα. Γελάμε. Τον φωτογραφίζω με φουσκωμένο στομάχι. Γελάμε. Θα του στείλω τις αστείες φωτογραφίες του μετά. 

Στη μισή οθόνη το φουσκωμένο του στομάχι στην άλλη μισή εγώ που λύνομαι στα γέλια. 

Βρέχει έξω παραμονή Πρωτοχρονιάς. 

Ομπρέλα πήρες; 

Ίδρωσα. 

Έκανα μπάνιο το πρωί. 

Τι έφαγες;

Σπίτι είσαι; 

Πονάει η μέση μου. 

Έχουμε κοτόσουπα.

Τι κάνεις; 


Λατρεύω. 









Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Πρωινή προσευχή



 Καλημέρα δημιουργική

Πέντε σειρές και αυτό φτάνει για να ξεκινήσει η μέρα καλά

Πρωινό ξύπνημα σε ζεστό διπλό κρεβάτι

Να μπορείς να απλωθείς

Κάτω από πουπουλένιο πάπλωμα

Να νιώθεις πλούσιος άμα τη αφυπνήσει

Η πρώτη σκέψη ευχαριστώ το Θεό για τα πλούτη που μου έχει δώσει

γιατί την ίδια στιγμή που εγώ ξυπνώ στο ζεστό μου κρεβάτι, άνθρωποι κρυώνουν, πεινάνε, διψούν, τουρτουρίζουν στο δρόμους κάτω από χαρτόκουτα κι έχουν κοιμηθεί χωρίς γάλα το βράδυ, και δεν κάνουν δίαιτα γιατί δεν τη χρειάζονται αφού καθημερινά πεινάνε...

Ευχαριστώ το Θεό για τα πλούτη που μου χαρίζει.

Την υγεία μου και την υγεία των δικών μου ανθρώπων

Το σπίτι

Το ζεστό σπίτι, το διπλό κρεβάτι, το πουπουλένιο πάπλωμα

Τους πολύτιμους φίλους μου που υπάρχουν στη ζωή μου

Την αγάπη μου που υπάρχει στη ζωή μου

Το χρήμα που χρειάζομαι για να πορεύομαι

Το μυαλό που μου έδωσε για να σκέφτομαι

Τη δημιουργικότητα που μου χάρισε και που με κάνει ευτυχισμένη

Τον καφέ που πίνω το πρωί 

Όλα αυτά που μπορώ ένα ένα να περιγράψω

Όλα τα δώρα Του Θεού; Του Σύμπαντος; 

Όπως θες πές το. 


Για όλα τα δώρα Σου σε ευχαριστώ. 

Φώτιζε τους ανθρώπους στο Καλό

Άνοιγέ τους τα μάτια στο Καλό

Κάποιοι δεν ξέρουν το δρόμο

Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν πόση ευγνωμοσύνη Σου χρωστάνε

"Εγώ ειμί το φως", είπες.  Φώτισέ τους.  

 

«Εγώ ειμί το Φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄ έξει το Φως της ζωής» (Ιωάν. η΄ 12).










Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Δεξαμενή από μέλι

 


Χτες ήταν η επέτειος του γάμου που είχα κάνει κάποτε. Κοίτα που τελικά δεν το ξεχνάω. Θυμάμαι βέβαια την ημέρα, ξεχνάω ωστόσο τη χρονιά. Η χρονιά είναι συγκεχυμένη στο μυαλό μου. '83; '84;  Δεν με νοιάζει κιόλας. Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα, τι θα πει αν είναι λίγα ή πολλά. 

Για δεύτερο γάμο δεν το βλέπω. Ωστόσο θα ήθελα να ξυπνάω μαζί με κάποιον, κι ύστερα να φεύγει για τη δουλειά του. Και να μένω μόνη στο σπίτι και να τον περιμένω να γυρίσει. Αυτό πολύ θα ήθελα να το ζήσω. 

"Τι όμορφο να σ' αγαπώ και να σε καρτεράω

να σου γλυκαίνω τον καημό, να σε παρηγοράω..."

Αρχέτυπο. 

Ο άντρας στο κυνήγι, η γυναίκα στη σπηλιά να προσέχει τα παιδιά τους. 

Όχι, αυτό δεν το έχω ζήσει ποτέ. Να περιμένω τον άντρα να γυρίσει. 

Όλο έτρεχα στο κυνήγι κι εγώ, όλο δούλευα. 

Θλιβερή ανάμνηση ένας χαλασμένος γάμος. Όπως και να το κάνεις είναι ένα γκρέμισμα. 



Δεξαμενή από μέλι



Κι ύστερα τι θα τα κάνω τόσα φιλιά; 

πολλαπλασιάζονται κι εγώ θέλω να θυμώσω

πλέω σε δεξαμενή από μέλι

τόση γλύκα, Θεέ μου, τόση γλύκα δεν την αντέχω 

τόση γλύκα που από το πρωί γίνεται η μέρα γαλάζια

και τα λουλούδια μοσχοβολούν

τόσο μέλι λιγώνει

τόσα ζαχαρένια λόγια

φοβάμαι για την υγεία μου πια

αφού άγνωστες ουσίες με ποτίζουν

αμφισβητώ την καθαρότητα

ακόμα κι αν η ποιότητα μοιάζει καλή

τι λέω; από καλή καλύτερη

αλλά εγώ θέλω να θυμώσω

θέλω να οργιστώ

να ζηλέψω 

να βρίσω

να ισορροπήσω

καραδοκεί το ζάχαρο βλέπετε.










Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Τα πρωινά φιλιά



Καφές φτηνός, σήμερα...

Αραιός και νερόβραστος. Υποφέρω αλλά τον πίνω. "Το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι", έλεγε ο παππούς μου. Σήμερα -και μέχρι να τελειώσει αυτό το πακέτο του καφέ-, θα τρώω φτηνό κρέας. Φτηνό καφέ και άγευστο. Σαν σκύλος. 

Έχω δύο σκύλους. Δεν ξέρω αν τους αγαπώ. Είναι φορές που δεν τους αγκαλιάζω. Είναι φορές που νευριάζω μαζί τους. Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αν τους αγαπώ; Πώς μπορείς να καταλάβεις την αγάπη και το εάν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτήν; Μπορώ να ζήσω χωρίς τα σκυλιά μου; Μπορώ. Θα έμεναν στην καρδιά μου με αγάπη αλλά θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτά. 

Συγκρίνω την αγάπη που έχω στα σκυλιά με την αγάπη κάποιων ανθρώπων που θεωρώ ότι αγαπώ. Μπορώ να ζήσω χωρίς κάποιους ανθρώπους; Χωρίς ή μακριά τους; Έρχεται μόνο του το ερώτημα. Η αγάπη δεν είναι καθόλου δεσμευτική. Μπορείς να ζήσεις μακριά από ό, τι αγαπάς, αρκεί να ξέρεις ότι είναι καλά, ή ότι είναι σε καλά χέρια, όπως τα δικά σου. Αυτό και για τα σκυλιά και για τους ανθρώπους. Η αγάπη είναι κάτι ήσυχο. 

Ο έρωτας είναι διαφορετικός. Στον έρωτα νιώθεις ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς το συναισθηματικό σου αντικείμενο. Νιώθεις ότι αν το αποχωριστείς θα σου κοπεί η ανάσα, ότι η ζωή σταματάει πάνω του, ούτε καν περνάει από το μυαλό σου ότι μπορεί να βρεθεί σε καλύτερα χέρια από τα δικά σου, κι ότι μακριά από σένα θα περνάει καλά.  

Ο έρωτας είναι κάτι ανήσυχο. 

Αν ωστόσο αγάπη και έρωτας μπορούσαν να τεθούν σε κλίμακα, ενώ η δύναμη και των δύο θα ανέβαινε στο ίδιο ύψος, στην πραγματική ζωή, ο έρωτας, ως πιο θορυβώδης, δίνει εντύπωση υπέρτερης δύναμης. Αυτό συμβαίνει επειδή στον έρωτα όλοι μα όλοι νιώθουν ανασφαλείς. Το αντίθετο από την αγάπη που σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια. 

(Εντάξει, δεν ανακάλυψα και την Αμερική αλλά και το ότι βάζει κάποιος τη σκέψη του σε τάξη κι αυτό είναι μια θετική ενέργεια για το Σύμπαν... Οι δονήσεις που εκπέμπουμε προς τα έξω είναι καλό να είναι τακτικές και θετικές. Τι;  Όχι; ) 





 









Μαζεύω τα πρωινά φιλιά σε φακελάκια. 

Όλα μαζί χορταίνουν την πείνα μου. 

Ήσυχη και καλή μέρα. 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Τα κάλαντα

 



Παραμονή Χριστουγέννων. 

Εφτάμιση το πρωί το κουδούνι χτυπάει ακόμα κι εδώ στο ασκηταριό. Τρία τσιγγανάκια με μάσκες χρωματιστές. 

-Να τα πούμε; 

-Βρε, είναι πολύ πρωί, βρε, ο κόσμος κοιμάται! Γκρίνιαξα. Να τα πείτε. 

-Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά... άρχισαν να λένε και τα τρία. Λάθος κάλαντα, λένε, είπα μέσα μου. Ο Μίδας γαύγιζε τόσο δυνατά που σκέπαζε τις φωνές τους. 

Μετάνιωσα που κρατούσα δίευρο για τρία παιδιά. Ο μικρός το πήρε στη χουφτίτσα του και το κοίταξε. Την πραγματική αρχιμηνιά που θα έρθουν, θα τους δώσω περισσότερα. Και χωρίς να γκρινιάξω. 





"Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος"

Fly me 

Το "καλημέρα μωρό μου" μόλις ξυπνάς 

Εκείνο το "τι κάνεις καρδιά μου;"

Εκείνο το "μωρό μου όμορφο" με θαυμαστικό.

Εκείνο το "μου έλειψες"

Κάνουν τα πόδια μου σηκώνονται πάνω από το έδαφος.

Πού και πού πετάω. 



Στο όνειρό μου κάποιος μου χάιδευε τα γυμνά πόδια. Είδα πως σε κάποιο σημείο δεν ήταν τόσο καθαρά. Ντράπηκα. Πήγα στο μπάνιο. Ανέβασα ένα ένα στο νιπτήρα και τα σαπούνισα όμορφα. Τα σκούπισα. Τώρα μοσχοβολάνε, είπα. Ξαναπήγα και του έδωσα τα πόδια μου να τα χαϊδέψει. 

Καλημέρα μας 

Ας πετάξουμε μέρα που είναι.

Η Ρενάτα είπε πως οι ουρανοί αυτές τις μέρες είναι ανοιχτοί. Ζητείστε ό, τι θέλετε. 







Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το μεγάλο μας καφενείο



Μέρα τη μέρα σου γράφω. Ένα προσωπικό ημερολόγιο που εδώ μέσα χάνει τη μυστικότητά του χωρίς όμως να χάνει τα βαθιά του μυστικά. Και πόσο βαθιά είναι τα μυστικά μου, φιλαράκι; Ξέβαθα μάλλον. Αλλά ποιον να πειράξει αυτό; Εκθέτουμε πια τον εαυτό μας στα midia, έχουμε προφίλ στο instagram, στο facebook, στο twitter, στο tik-tok, βάζουμε φωτογραφίες μας παντού, κάποιοι δημοσιοποιούν ακόμα και τι τρώνε, τι μαγειρεύουν, πότε κάποιος δικός τους πεθαίνει, πότε μπαίνουν για εγχείρηση, πότε αλλάζουν γκόμενα,πόσο κλαίνε όταν τελειώνει μια σχέση. Φωτογραφίζουν τους μυς τους, τις γυναίκες τους, τα αυτοκίνητα και τις μηχανές τους, τους σκύλους τους, δημοσιοποιούν ακόμα και τα φετίχ τους: είμαι ποδολάγνος δηλώνει ο άλλος,  ανεβάζουν ποιηματάκια, φιλοσοφίες δικές τους, αστεία άλλων, τα midia είναι πια μία μεγάλη γειτονιά με πολλούς γείτονες. Παλιά στις γειτονιές τα απογεύματα βγαίναν οι νοικοκυρές σε καρεκλίτσες στο πεζοδρόμιο ή στις αυλές και κουτσομπολεύανε. Τα ίδια κι άντρες στα καφενεία. Καφεδάκι, πρέφα και λίγο κουτσομπολιό. Τώρα στο κουτσομπολιό των midia, το μόνο που έχει αλλάξει είναι οι ηλικίες. Μετακινήθηκε ηλικιακά. Κουτσομπολεύουν οι πιο νεαρές ηλικίες αν και ξεπέφτει ανάμεσά τους και κανείς μεγαλύτερος που τον έχει φάει η μοναξιά και θέλει να κουβεντιάσει για να τον συμπονέσει κάποιος ας είναι και άγνωστος. Ας μην τον έχει δει και ποτέ. 

Είμαστε ένα μεγάλο καφενείο πια, και είμαστε οι γειτόνισσες που βγαίνουν με το πλεκτό τους στις καρεκλίτσες. Που δεν χρειάζεται να είμαστε χτενισμένοι και πλυμένοι γιατί κανένας δεν μπορεί να μυρίσει τη φωτογραφία μας. Δεν χρειάζεται να περιποιηθούμε τον εαυτό μας παρά μονάχα τη στιγμή που φωτογραφιζόμαστε για να ανεβάσουμε τη φωτογραφία μας στο facebook. Ενώ δεν είμαστε αυτό. Αυτό που βλέπει ο άλλος - ο εαυτός που εμείς θέλουμε να δει ο άλλος- καμιά σχέση δεν έχει με το ότι το πρωί που ξυπνάς μπορεί να μυρίζει το στόμα σου τσιγαρίλα, ότι μέχρι να πας στο μπάνιο για την πρώτη ούρηση κουτσαίνει το δεξί σου πόδι. 

Και τα κορμιά στεγνώνουν λίγο λίγο. Γιατί τον χρόνο που περνάμε μόνος στο σπίτι του ο καθένας ασχολούμενος με την midia-κή εικόνα του, ίσως θα ήταν καλύτερα να στρώσει τη χωρίστρα και να βγει στο αληθινό καφενείο και στην αληθινή γειτονιά. Αυτό το χέρι που θα άγγιζε, αυτή η πλάτη που θα χτυπούσε συντροφικά, μια αγκαλιά σε κάποιον που έχει να δει μέρες, αυτό θα έκανε καλό στο κορμί του. Και στην ψυχή του, βεβαίως, βεβαίως. 






Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ηλίας

 Την επόμενη μέρα που μπήκα στην τάξη του μου έδωσε ένα σημείωμα. Ένα μικρό χαρτάκι γραμμένο με στυλό και πολύ μικρά ορθογραφημένα γράμματα. 

"Από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε έχω ερωτευτεί".

Ντράπηκα μόλις το διάβασα. Χαμογέλασα. Εκείνος περίμενε την αντίδρασή μου. Με κοιτούσε με αγωνία στα μάτια. 

"Ηλία μου, τι είναι αυτά; Δευτέρα Γυμνασίου πηγαίνεις ακόμα!" τον μάλωσα στοργικά. "Βγες σε παρακαλώ στο διάλλειμμα". 

Γύρισε την παχουλούτσικη πλάτη και τα ξανθά του μαλλιά και έφυγε χωρίς να μιλήσει. Δεν ξαναείπε τίποτα γι' αυτό. Μονάχα τον ένιωθα να με παρακολουθεί με τα μάτια σε ό, τι έκανα. Προσπαθούσε να είναι καλός μαθητής και συμμετείχε σε όλα τα προγράμματα που ξεκινούσα στο σχολείο. Πάντα όμως εκεί πίσω, μαζί, κοντά. 

Έφυγα από το σχολείο, τα χρόνια πέρασαν. 

Με βρήκε πέρυσι στο internet. 

Χάρηκα που τον άκουσα. 

"Πόσων ετών είσαι τώρα, Ηλία;" αστειεύτηκα μαζί του μια μέρα.

"Τριάντα εφτά!" απάντησε περήφανος. "Και είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί σου. Ποτέ δεν σε έχω ξεχάσει. Θέλω να βρεθούμε". 

Τον ξαναμάλωσα. Μου μίλησε για ένα καφέ που θα άνοιγε, πως πραγματικά ήθελε να πάω να τον βρω ή να έρθει εκείνος, μου έστειλε φωτογραφίες του καφέ, της αδελφής του, δικές του. Γινόταν όλο και πιο επίμονος, και πιο προκλητικός. Καθόλου μυαλό, ο άτιμος.

Μια μέρα που είχε ξεπεράσει τα όρια κι εγώ δεν του απαντούσα, έγραψε μόνος του: 

"Ωχ! Πηγαίνουμε για μπλοκ".    

Τον μπλοκάρισα την ίδια μέρα. 

Χτες βράδυ για κάποιο λόγο, ο ύπνος δεν ήθελε να έρθει. Άναβα φως, κοιτούσα κινητό για να νυστάξω, το έσβηνα, στριφογύριζα, προσπαθούσα, και ξανά το φως και ξανά το κινητό μπας και έρθει ο ρημάδης.

Και πέφτω σε μιαν ανάρτηση που είχε κάνει το Ολγάκι. Με την Όλγα υπηρετήσαμε στην Ιτιά μαζί. Ήταν η φιλενάδα μου, η συντροφιά μου. Ήξερε για τον Ηλία, τον έβλεπε που βρισκόταν τριγύρω από τα πόδια μου άλλωστε, ήξερε για το σημείωμα. 

Η ανάρτηση άρχιζε κάπως έτσι: "Έκλαψα για σένα Ηλία..." και την είχε προσθέσει στη σελίδα του "Ηλίας Λέκκος". Βγάζω το όνομα στη φόρα, τι σημασία έχει πια. 

Δεν πίστεψα στα μάτια μου. Μπήκα στη σελίδα του Ηλία. Κεριά, συλληπητήρια, σύντομα πένθιμα σημειώματα, πόνος. 

Ο Ηλίας έφυγε. Πριν προλάβω να τον δω στο καφέ του. Πριν δει ότι του έλεγα αλήθεια ότι παραμεγάλωσα. Πριν με κεράσει τον καφέ που μου υποσχέθηκε. 

Ο Ηλίας έφυγε κι εγώ δεν μπορω να βρω το γαμημένο σημείωμά του. 




Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ὥσπερ τὸ διαλελυμένον σχῆμα δεινότητα ποιεῖ

 

"ὥσπερ τὸ διαλελυμένον σχῆμα δεινότητα ποιεῖ"

                                                                                    Δημητρίου ρήτορος

Ξυπνώ. Ντύνομαι. Βγαίνω στην κουζίνα. (Βγαίνω ή μπαίνω; Ίσως το σωστό ρήμα να είναι "μπαίνω", ωστόσο μπορώ το ίδιο λογικά να χρησιμοποιήσω τον όρο  "βγαίνω" επειδή "βγαίνω" από την κρεβατοκάμαρα). (Συλλογισμός φιλοσοφικός, παρόμοιος με του Ρολάν Μπαρτ. Αγαπώ Ρολάν, pardonnez moi).
Ετοιμάζω καφέ. (Μπορώ να ξεφύγω αν θέλεις. Μπορώ να ξεφύγω και να με κοιτάς από κάτω. Όταν με πληγώνεις, σου φεύγω. Λίγο λίγο. Επειδή το να χρησιμοποιείς τα φτερά σου μετά από χρόνια ακινησίας είναι κοπιαστικό και η απόφαση ακόμα πιο κοπιαστικό να την πάρεις. Αλλά μπορώ).
Ο Δημήτρης χτες μελέτησε τους πλανήτες μου. Είδε λέει πως οι πλανήτες, μου έχουν χαρίσει πολλά δωράκια. Χάρηκα. (Αγαπώ δωράκια πλανητών. Εδώ μπαίνει ο καυγάς μου με το χρόνο. Δεν δουλεύω πια, ωστόσο, η μέρα ολόκληρη, νομίζω ότι δεν μου φτάνει).
Πέφτει η ματιά μου στο ρολόι του τοίχου. Πέντε. Τι κάνω εγώ ξύπνια, στις πέντε το πρωί; (Πραγματικά νομίζω ότι η μέρα δεν φτάνει). 
Έχω project. Σήμερα θέλω να επεξεργαστώ μια ιδέα για μια φωτογραφία και έπειτα έχω να παρακολουθήσω το σεμινάριο για τις σχέσεις (χτες επιτέλους πέρασα το δεύτερο τεστ αν και πήρα μόνο 80% (κι αυτό με μεγάλη δυσκολία, ενώ στο πρώτο τεστ είχα πάει σαφώς καλύτερα και το πήρα με την πρώτη), και μετά από το σεμινάριο να φτιάξω την καταραμένη τρύπα στον τοίχο και μετά να μαγειρέψω και μετά να διαβάσω και μετά να κάνω μια μικρή έρευνα για το επόμενο μεγαλεπήβολο σχέδιο που ετοιμάζω και thanks God που ο Δημήτρης με τους πλανήτες μου είπε ότι μπορεί και να πάει καλά). (Κοροϊδεύεις αλλά χτες απόκτησα προσωπικό αστρολόγο. Βήμα τώρα χωρίς αυτόν!)
Με τον καφέ μπαίνω στο γραφείο. Το σχέδιο για την επεξεργασία της φωτογραφίας πάει πίσω γιατί με το που με φωτίζει η οθόνη του υπολογιστή νιώθω την ακατανίκητη παρόρμηση να γράψω. (Σχεδόν ανεξέλεγκτη η παρόρμηση, σχεδόν ανεξέλεγκτα τα γραφόμενα, ωστόσο νιώθω ευτυχής). 
Μ' αυτά και μ' αυτά η ώρα έχει πάει 6:32. (Δεν μου φτάνει η μέρα, όχι). 

Είμαι ένα διαλελυμένο σχήμα, Δημήτρη με τους πλανήτες σου... Και ποιώ ό,τι μπορώ...
Συγχωράτε με.



Υ.Γ. 
"Τρέχει, τρέχει, τρέχει το νερό 
τρέχει το νερό, το νερό στ' αυλάκι
σ' άλλον έδωσες φιλάκι."




 


 



 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες

 

Να σε βασανίζει πρώτα μια ανάρτηση που εκ των υστέρων τη βρήκες άκρως επιθετική και λες να προλάβω να την κατεβάσω κι ύστερα να σε βασανίζει ενα όνειρο και μετά να ξυπνάς για δουλειά και για να διορθώσεις όλα αυτά που θεωρείς κακώς κείμενα και με το που κατεβαίνεις από το κρεβάτι να πατάς σε νερά;;;;;

Τι καλύτερο!  Όχι πες μου!

Να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Λίμνη η κρεβατοκάμαρα.

Πριν πιω καφέ σφουγγαρίζω...





 

 




























 




Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Μα ω πεπρωμένο ανήκεστο




Ορθογώνια και φωτισμένη εμπρός σου. Καρτερεί. Καρτέρι. Καρτέρι. Λέω πολλές φορές τη λέξη. Επαναλαμβάνω. Καρτέρι. Την επαναλαμβάνω τόσες φορές, που χάνει το νόημά της. Την κομματιάζω. Τη σπάζω στα δύο στα τρία, τη συλλαβίζω. Της ξανα-επιτρέπω να αποκτήσει το νόημά της: Καρτέρι. Αυτοί που μας στήνουν καρτέρι. Εμείς που στήνουμε καρτέρι σε άλλους. Ποιοι στήνουν καρτέρι; Αυτοί που δεν έχουν καλό σκοπό.  Διαφορετικά θα έβγαιναν μπροστά. Ούτε καρτέρι ούτε τίποτα. Καρτέρι στήνει αυτός που περιμένει να δει κάτι που ο άλλος δεν θέλει να μαρτυρήσει. Άλλη λέξη γι' αυτόν που στήνει καρτέρι: παρακολουθεί. Καρτέρι στήνει το ζώο που περιμένει το θήραμα να περάσει για να το φάει. Καρτέρι στήνει ο δολοφόνος στο θύμα του. Καρτέρι είναι στην ουσία λέξη κακή, δεν προμηνύει κάτι καλό, αντίθετα έχει χρησιμοποιηθεί ως κακή έννοια, πλειστάκις: του είχε στήσει καρτέρι ο θάνατος. 

Μα ω πεπρωμένο ανήκεστο!


Ήρθε καιρός να κάνω μάθημα πάλι. Μάθημα. Μα ένα μάθημα που αξέχαστο πρέπει να μείνει. Θα επιμείνω στη σελίδα "μην κομματιάζεις την καρδιά του άλλου". Ρώτησέ τον από την αρχή: "Θέλεις να κομματιάσω την καρδιά σου;" Μπορεί να πει: "Ναι. Ελεύθερα. Κάνε ό, τι τραβάει η ψυχή σου". Να, που σου δίνει την άδεια. Εκεί, αλώνισε καταπώς νομίζεις σωστό. Τώρα, το να εισχωρήσεις μέσα στον άλλο και να τον καλοπιάνεις ίσαμε να αρχίσεις να κομματιάζεις την καρδιά του, αυτό θεωρείται ανόσιο. Ανόσιο. Μπούλινγκ; Άτιμο; Ύπουλο; Κακούργημα; Δολοφονία; Ανήκεστος βλάβη μετά δόλου; 

Ανήκεστος; 

ανήκεστος -ος / -η -ο [aníkestos] Ε17 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ / ανήκεστη βλάβη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανεπανόρθωτη.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήκεστος, -η, -ο [anícestos] (L) 
  • incurable, irreparable (synL ανίατος, αθεράπευτος, ant L θεραπεύσιμος): 
    • οι γιατροί γνωμάτευσαν ανήκεστη βλάβη | 
    • αποφυλακίστηκε λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του | 
    • μας παρηγορεί και μας στηρίζει για να αντέχουμε ευκολότερα στις ανήκεστες θλίψεις της υλικής καιρικότητας (Tsatsos) | 
    • poem μα ω πεπρωμένο ανήκεστο (Athanas) 

Κανένα εμπόδιο δεν εστάθη στον έρωτά μας ως εδώ! 

Τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι, γλυκιά φωτιά χωρίς σποδό. 

Τόσο ατρικύμιστη ευτυχία! τόσο ασυννέφιαστη χαρά! 

Ξύπνα μια μέρα με αθυμία και πίκρανέ με μια φορά. 

Θέλω ένα νέφος να περάσει στον ουρανό μας το γλαυκό. 

Τρέμω η γαλήνη μην ξεσπάσει σε πιο χειρότερο κακό...

Γεώργιος Αθάνας

(Θυμάμαι ακόμα και ποίημά του από το Δημοτικό)


Σκόρπια όλα.

Σκόρπια όλα. 

Κι ούτε μια βροχή σήμερα. 

(Τι μου έστειλες, μάτια μου; Τώρα έχω ίντερνετ).

Ω ανήκεστο πεπρωμένο!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Οι δράκοι μέσα μας

 





Ευτυχώς που υπάρχει αυτή η γωνιά εδωνά για να αδειάζεις την καθημερινή σου φρίκη. Το ερώτημα των τελευταίων ημερών που παραμένει αναπάντητο είναι αν την  καθημερινή σου φρίκη στη μεταδίδουν οι άλλοι με τα λόγια και τις πράξεις τους ή αν τη δημιουργείς εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. 

Συνηθισμένος στη δραματουργία μοιάζει να μην έχει νόημα η ζωή χωρίς αυτήν. Χωρίς δηλαδή να τρέχουνε δράματα γύρω σου, η ζωή σού φαίνεται βαρετή. Έχεις ανάγκη το δράμα, τις δυνατές καταστάσεις που από παιδί γνωρίζεις καλά, είναι το σενάριό σου, μόνο μέσα σε αυτό νιώθεις οικεία. Τι σημασία έχει αν αφού το συνειδητοποίησες έπρεπε συγχρόνως να αρχίσεις να το ελέγχεις; Τι σημασία έχει που το βρίσκεις υπερβολικό ακόμα κι εσύ ο ίδιος; Τι σημασία έχει αν αναγνωρίζεις την ταλαιπώρια που τραβάς κάθε φορά που επιδιώκεις το δράμα; Το δράμα δεν γίνεται να μην είναι εκεί. 

Διότι ό, τι δεν περιέχει δράμα, δεν είναι ενδιαφέρον. 

Δυσλειτουργικά παιδικά χρόνια, λένε οι ψυχολόγοι. Δεν αποβάλλονται, λένε. Ζούμε με αυτά. Ώσπου να πεθάνουμε, λένε, ζούμε με το παιδάκι μέσα μας. Τρομαγμένο είναι; Χαμένο είναι; Μόνο του είναι; Μοναχικό; Έχει κάποτε φοβηθεί να είναι ο εαυτός του; Μ' αυτό ζούμε. Βρείτε το παιδί που τρέμει μέσα σας. Το παιδάκι που ακόμα ζει με άγχος εγκατάλειψης, το παιδάκι που τρομάζει τις φωνές του πατέρα προς τη μάνα, το παιδάκι που νιώθει αβοήθητο, το παιδάκι που νιώθει υπέυθυνο για όλους και όλα και το παιδάκι που κάνει τα πάντα για να σκοτώσει αυτούς τους δράκους. 

Εγώ είμαι. Εσύ είσαι. Όλοι είμαστε. Και ο καθένας πορεύεται μόνος του. Πολεμάει μόνος του. 

Οι δράκοι μας; Ανίκητοι. Τεράστιοι για να τους θάψουμε βαθιά μέσα μας, δεν μπορούμε να προσποιηθούμε πως δεν υπάρχουν, στο κάτω κάτω οι ίδιοι δεν μας αφήνουν να τους ξεχάσουμε.

Θα πεθάνουν μόνο μαζί μας. 

Το μόνο παρήγορο είναι ότι ξέρουμε πως είναι εκεί. Κι αυτό βοηθάει πού και πού να φυλαγόμαστε από την καυτερή τους ανάσα. 



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το όνειρο

 


Έτυχε να 'χω την εξώπορτα ανοιχτή. Ένα ξανθό αγόρι σταμάτησε απέξω. Οδηγεί μια μηχανή μεγάλου κυβισμού. Κοντά του είχε δυο αγόρια ακόμα, φίλους του, πεζούς. Είχα κι εγώ μια φίλη που στεκόταν δίπλα μου. Η Νίκη; 

Κοιταχτήκαμε. Ρώτησα με το βλέμμα τι θέλει. Νόμιζα πως κάτι έφερνε με courier. Εκείνος οδήγησε με τη μηχανή του μέσα στην αυλή. 

-Τι θέλεις; ρώτησα. 

Μου μιλάει στον πληθυντικό.

-Θέλω να σας αφήσω τη μηχανή μου, να μου τη φυλάξετε για λίγο καιρό. Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για να την κρύψω; 

Κοιτάζει γύρω ψάχνοντας. Οι δύο φίλοι του κάνουν γύρο στον κήπο για να βρουν το σωστό μέρος. 

Του δείχνω ένα σημείο μπροστά, κάτω από τους θάμνους. 

-Εδώ είναι το καλύτερο. Εδώ έβαζα κι εγώ τη δική μου. Οι θάμνοι θα την κρύβουν από το δρόμο.  

Κοιτάζει εκεί που του δείχνω. Μοιάζει να με πιστεύει. Βάζει τη μηχανή εκεί. Οι φίλοι του κι η φίλη μου μας κοιτάζουν. Απλώνει το χέρι και μου δίνει μια αρμαθιά κλειδιά. 

-Αυτά είναι τα κλειδιά του σπιτιού μου και της μηχανής μου. Πάρτα. Σε εμπιστεύομαι. 

Μου μιλάει στον ενικό τώρα. Εγώ ακόμα δεν τον έχω εμπιστευτεί. Γιατί το κάνει; Γιατί εμένα; Κάτι κρύβεται από πίσω; Ωστόσο παίρνω τα κλειδιά. 

-Εγώ δεν θα σου δώσω κλειδιά, να ξέρεις, του λέω. Ούτε καν της εξώπορτας. Αν θελήσεις να την πάρεις, θα με πάρεις τηλέφωνο. Δείχνει να συμφωνεί. 

-Οι σοβάδες είναι γεροί, εδώ ε; ρωτάει. 

Απαντάω καχύποπτα. 

-Γιατί; Θα μου τρυπήσεις τον τοίχο; 

Φοβάμαι μη με κλέψει. Γελάει. Παρατηρώ ότι λάμπει. Ξανθά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια. Μαρέσει. 

-Όχι, βέβαια! απαντάει. Έτσι ρώτησα. 

Από μέσα μου χαίρομαι που με εμπιστεύεται. Και χαίρομαι που θα φυλάξω τη μηχανή του. Και ήδη μέσα μου, με κάποιον τρόπο, ξέρω ότι με τον καιρό θα τον εμπιστευτώ κι εγώ. Και αυτό μαρέσει.




Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Κατηραμένη








Η ποίηση πολύν καιρό έχει να μου χτυπήσει την πόρτα.
Δεν της κακιώνω όπως δεν μου κακιώνει κι αυτή. 
Η σχέση μας είναι ελεύθερη και ρομαντική. 
Όμως ό,τι πιστεύω για ρομαντικό, γκρεμίζεται.  

Ουτοπίστρια και αιθεροβάμων κατηραμένη
εκχύουσα ενίοτε σκέψεις υδατικάς, συγχρόνως  υδροφόρας τε υφαλμύρους
εν τόπω χλοερώ κινουμένη
θεωρητικώς Παραδείσιον 
μολοντούτο Κολασιακόν
ενεχομένη εντός σαρκίου θηλυκού τε αδυνάμου
ενέχουσα πνεύμα ένσπερμον τε διαυγές 
ηθολογικώς περιπεπλεγμένη
ηθικώς τε διαλελυμένη.  



Βραδινά ξενύχτια
άσχημος ύπνος
βασανιστικές ώρες μέσα στη μέρα
βασανιστικές σκέψεις
ερωτήματα και ερωτηματικά
γιατί ποιος εκτός από σένα νιώθει όπως νιώθεις 
και ποιος εκτός από σένα ξέρει πόσο αντέχεις το θέαμα
όταν ξαφνικά το πέπλο σηκώνεται
εξοβελίζοντας την πραγματικότητά σου 
ποιο σενάριο επαναλαμβάνεις
ποια κατάρα δεν μπορείς να ξορκίσεις 
ποια σημεία χρήζουν απόφασης 
πόσο αντέχεις τις  αποφάσεις αυτές 
Θέλεις; 
Ή έχεις πρόθεση να κοροϊδέψεις. 











Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Ο κύριος Παρασκευάς


 Κλάδευα μια μέρα στον κήπο μου. Ένα αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο με αργή ταχύτητα, μια αντρική φιγούρα κοιτούσε προς τα μένα που τραβοπαλιόμουν ανάμεσα στα φύλλα. Μου φάνηκε σαν τον μακρινό ξάδερφο Γιώργο που μένει δυο δρόμους παρακάτω. Μονάχα αυτός περνάει απέξω, κόβει ταχύτητα και φωνάζει: "Έφηηηη!" Κούνησα το χέρι για χαιρετισμό. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Με το που σταμάτησε, σίγουρη πως είναι ο Γιώργος, πλησίασα τα κάγκελα. 
Ο άντρας, ένας κύριος σχεδόν ηλικιωμένος, άγνωστος. Ζήτησα συγνώμη, εξήγησα. Είπε δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά. Γελάσαμε. Μου είπε ότι είναι γείτονας και τον λένε Παρασκευά. 

Την επόμενη μέρα, χτύπησε την πόρτα μου. Κρατούσε μια νάιλον τσάντα γεμάτη ρόδια. 

"Τα τρως τα ρόδια;"  με ρώτησε. 

"Τα τρώω" είπα, και ξεκλείδωσα την πόρτα. 

Έφτιαξα καφέ, καθίσαμε στη βεράντα. Ήταν πρώην μάγειρας στα καράβια, τώρα συνταξιούχος και έχει ένα μεγάλο γιο με τον οποίο δεν έχει πολλές σχέσεις. 

Ήταν γελαστός και ευχάριστος και από ό,τι κατάλαβα, πολύ δημοφιλής. Όχι μόνο ήξερε όλη τη γειτονιά, αλλά και όλο το χωριό. Εγώ τότε δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι. Είχα κάποιες λάμπες από αυτές που παίρνουμε στις κατασκηνώσεις, δυο τρία ηλιακά πορτατίφ που αν δεν είχε ήλιο δεν μπορούσα να τα φορτίσω και μερικούς φακούς που έσερνα από δωμάτιο σε δωμάτιο για να βρω σχεδόν στα τυφλά το μπάνιο ή τα πράγματά μου. Μου είπε ότι το να με βοηθήσει να βάλω ηλεκτρικό είναι το πιο εύκολο. Έχει κάποιον φίλο που δουλεύει στην εταιρεία ηλεκτροδότησης και θα βρει τρόπο να τα καταφέρει, με κάποιο λάδωμα, φυσικά. Λάδωμα; Ε, ναι! Μπροστά στο μαρτύριο του σκοταδιού, ναι! Πήρα θάρρος.  Ήπιε τον καφέ του με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξανάρθει γιατί έχει να μου φέρει κάτι. Ήρθε με μια μικρή σακούλα. Μου εξήγησε ότι πριν καιρό συζούσε με μια γυναίκα η οποία αποδείχτηκε αλήτισσα. Δήθεν για να ζήσουν σε καλύτερο σπίτι, τον έβαλε να χτίσει ένα διώροφο και τον έπεισε να της το γράψει για λόγους εφορίας. 

"Έτσι κι αλλιώς μέναμε χρόνια μαζί, δεν υπήρχε θέμα εμπιστοσύνης". 

Ωστόσο, θέμα εμπιστοσύνης  υπήρχε. Μόλις της το έγραψε, τον πέταξε έξω. 

Ο Παρασκευάς κατάπιε τον πόνο του κι έχτισε άλλο σπίτι, καινούργιο. 

"Να έρθεις μια μέρα, να σε κεράσω κι εγώ καφέ". 

Μου πρότεινε τη νάιλον σακούλα. 

"Πάρτα αυτά. Δες αν τα θέλεις. Μου τα άφησε στο σπίτι, πάνε δυο χρόνια τώρα που χωρίσαμε. Κράτησέ τα εσύ, εγώ τι να τα κάνω;" 

Κάτι σκουλαρίκια με πορτοκαλιές πέτρες, κάτι βραχιολια, χρωματιστά κολιέ, στρας, ψεύτικες αλυσίδες για το λαιμό. 

Σκέφτηκα ότι ποτέ δεν θα τα φορούσα. Αλλά τα μάτια του Παρασκευά λάμπανε τόσο από χαρά που βρήκε άνθρωπο να τα δώσει, που δεν μπορούσα να τον κακοκαρδίσω. Είπα ευχαριστώ και τα πήρα. 

Άρχισε να μου ανοίγεται. Είχε μια αδελφή που ζούσε με την οικογένειά της, είχε ανίψια. Μου είπε πως πλησιάζοντας η γιορτή του ήθελε να μαζέψει φίλους, να μαγειρέψει για όλους, να ανοίξει επιτέλους το σπίτι του. Με κάλεσε. 

"Ευχαρίστως".

"Πριν όμως, θέλω μια μεγάλη χάρη από σένα. Να πάμε μαζί στο ΙΚΕΑ για να αγοράσω έναν καναπέ. Θα ήθελα το γούστο σου". 

"Να πάμε, γιατί όχι;"

Ήδη μου είχε φερθεί πολύ ευγενικά. Ζήτησα να δω το σπίτι του για να δω τι ταιριάζει. Με πήγε. Καινούργιο, καλή κατασκευή, ακριβά ντουλάπια, πλακάκια, δεν είχε λυπηθεί χρήμα. 

Κάποια μέρα έρχεται και με παίρνει, πηγαίνουμε στο μαγαζί.  Του είπα το γούστο μου. Το μάτι του όμως είχε κολλήσει σε έναν λευκό, δερμάτινο καπιτονέ καναπέ που έκανε ενάμιση χιλιάρικο. Ο Παρασκευάς τον κοιτούσε και τον χάιδευε. 

"Αυτόν θέλω", μου είπε. 

"Δεν είναι κάπως ακριβός; Και... το λευκό ταιριάζει με τα υπόλοιπα έπιπλά σου;" είπα δειλά. 

"Αυτόν θέλω!" αποφάσισε ο Παρασκευάς και τον αγόρασε. 

Μαζί, μου έκανε δώρο  (για τον κόπο μου που τον συνόδεψα) ένα ταψί φούρνου, (σχεδόν με ανάγκασε να το πάρω, μα τι να το κάνω ένα ταψί ακόμα;) ένα γαλάζιο χαλί για το μπάνιο, (αυτό το πέταξε στο καλάθι με σιγουριά, χωρίς να με ρωτήσει αν ταιριάζει στο μπανιο μου, έτσι κι αλλιώς μέσα στο σπίτι μου δεν είχε μπει), και ενα μαξιλάρι ανατομικό που πάλι εκείνος αποφάσισε ότι πάνω του θα κοιμάμαι λέει, ωραία. (Όλα αυτά τα θυμήθηκα γιατί προχτές βρήκα το μαξιλάρι στην ντουλάπα και το έβαλα στο κρεβάτι μου. Έτσι θυμήθηκα τον Παρασκευά. Το μαξιλάρι βέβαια, πάλι θα ξαναμπεί στην ντουλάπα γιατί ούτε τώρα με βολεύει).

Μέχρι να πλησιάσει η γιορτή του με έφερνε σε επαφή με διάφορους ντόπιους. Εγώ ακολουθούσα, μη γνωρίζοντας ποιος από όλους είναι ο άνθρωπος της ηλεκτροδοτικής εταιρείας. Ένιωσα όμως ότι, με κάποιον τρόπο, με επιδείκνυε.

Στη γιορτή στο σπίτι του, πήγα. Είχε μαζέψει καμιά  25ρια άτομα. Είχε μαγειρέψει και του πουλιού το γάλα. Όλα υπέροχα. Να φάνε 100 άνθρωποι, όχι 25.  Μου τους σύστησε όλους. Μου σύστησε και την αδελφή του η οποία με κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι ο Παρακευάς με προορίζει για μελλοντική νύφη. Μαγκώνομαι και μαζεύομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και φεύγω νωρίς.  Τον είδα που στενοχωρήθηκε. Την επόμενη ήρθε σπίτι μου και μου έφερε φαγητά που περίσσεψαν.

Λέω ευχαριστώ και του μιλάω στα ίσα. Του λέω ότι εγώ τον βλέπω σαν γείτονα και φίλο και ότι έχω κατάλαβει πως εκείνος έχει αρχίσει να με βλέπει αλλιώς. Ενώ του λέω αυτά, μου κάνει πρόταση γάμου. Επιτόπου, στη βεράντα μου. Μου υπόσχεται να μου γράψει το σπίτι του, ότι θα με έχει σαν βασίλισσα και ότι θα μου μαγειρεύει εκείνος μέσα στο σπίτι, αφού είναι μάγειρας. 

Πήγα να το προλάβω και δεν το πρόλαβα. 

Του εξηγώ πάλι και  μετά από ώρα, δείχνει ότι καταλαβαίνει. Φεύγει και την επόμενη έρχεται με μια τσάντα της Λαϊκής. Μέσα έχει 20 ζευγάρια κάλτσες. 

"Κάλτσες για σένα και για τα παιδιά σου, και μερικά μποξεράκια γαι τα αγόρια σου. Έχω ένα φίλο στη Λαϊκή και σκέφτηκα να σου φέρω μερικά ζευγάρια". 

Μετά τις κάλτσες, μου εξομολογείται ότι έχει καημό να ταξιδέψει και, έστω και σαν φίλοι, να πάμε μαζί διακοπές. 

"Έχω καημό να πάω στη Βιέννη για Χριστούγεννα. Έχω ένα φίλο που δουλεύει σε γραφείο ταξιδιωτικό. Θα μας κλείσει τα καλύτερα! Αναλαμβάνω όλα τα έξοδα", μου λέει. 

"Γιατί θα τα αναλάβεις όλα;" 

"Μου φτάνει η παρέα σου", μου λέει. 

"Και πώς σκέφτεσαι ότι θα κοιμόμαστε στις διακοπές;" το τραβάω παραπέρα για να τον κάνω να πάψει να ονειρεύεται. "Στο ίδιο δωμάτιο;"  

"Ε, ναι! Δύο κρεβάτια θα έχουμε, μη φοβάσαι! Για να μην πληρώνουμε δύο δωμάτια!" 

Του ξαναεξηγώ ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Αρνιέμαι ευγενικά, τον ευχαριστώ για την καλή του πρόθεση και παρατάω κάθε προσπάθεια να τον κάνω να καταλάβει. 

Τον έκοψα από φίλο. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. δεν ξαναχτύπησε την πόρτα μου. Περνούσε απέξω, σταματούσε για λίγο, εγώ κρυμμένη. Κάποια στιγμή, βαρέθηκε. Το  κατάλαβε. Τέλος.

Τον συνάντησα πριν ένα μήνα, τον καλό μου, δοτικό μου, Παρασκευά. Στεκόμασταν και οι δύο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Χάρηκα. 

"Τι κάνετε;" ρώτησα χαμογελώντας, γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλωσύνη που μου έδειξε τότε.  

Με κοίταξε. 

"Καλά, ευχαριστώ!" απάντησε. "Ο σύζυγος; Καλά;" 


 




   











Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Ρομαντικό


Να φεύγει το μυαλό, να ταξιδεύει... Τι άλλο να μας σώσει έξω από αυτό; Να έρχονται τα διαδικτυακά φιλιά σου απρόσκοπτα, χαλαρωτικά, με χαμόγελα πρωινά και γέλια αστεία, ανορθόγραφα, φρέσκα, διαλειμματικά, ανάμεσα από χιλιάδες καλώδια, δορυφόρους και συμπαντικές δράσεις... Να διακόπτουν τη σκέψη μου, να κομματιάζουν τη δουλειά μου, να χάνω τον ειρμό,  να σκέφτομαι τα χείλια σου, να γκρινιάζω, να γελάς, να μελώνω, να σου λέω ότι δεν είσαι ρομαντικός, να θυμόμαστε το ανέκδοτο με τα αστέρια, να στέλνουμε διαδικτυακά 'χαχαχα', να μου στέλνεις βιντεάκια, να τα βλέπω και να ντρέπομαι, να σου ομολογώ την ντροπή μου και να με λες υπερβολική, να ισχυρίζεσαι πως είναι ωραία, να μου λες ότι έμεινε μια μέρα μόνο και μετά θα με δεις, να μου λες ότι δεν κρατιέσαι κι εγώ να σε πιστεύω, να λες ότι πεθύμησες τα χείλια μου κι ότι θες να τα φας κι εγώ να σε πιστεύω, και να χάνεσαι με τις δουλειές σου μέσα στη μέρα κι εγώ να σε ψάχνω και να ανησυχώ χωρίς λόγο, κι εσύ ήρεμα να με καθησυχάζεις, -πάντα με καθησυχάζεις-, κι εγώ να αμφιβάλλω κι εσύ  να με καθησυχάζεις με υπομονή, κι εγώ να είμαι ανασφαλής για την αγάπη σου κι εσύ να με καθησυχάζεις για την αγάπη σου, και να βλέπω τα μαλλιά μου που είναι άλουστα κι εσύ να μου ζητάς φωτογραφία και εγώ να διστάζω να σου στείλω, και να στη στέλνω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς κι εσύ να μην προσέχεις τα άλουστα μαλλιά μου αλλά μονάχα το φιλί που σχηματίζουν τα χείλια μου και να σ' αρέσει και να μ' αρέσει, επειδή όλο αυτό μας αρέσει, και να παραδέχεσαι ότι δεν είσαι ρομαντικός αλλά ωστόσο είμαστε μαζί παρά τις συνθήκες που επικρατούν, παρά τις αντιξοότητες, παρά τα προβληματικά των εαυτών μας,  που, γι' αυτά, κανένας από τους δυο μας δεν έχει φταίξει. 

Κι αυτό είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που κάποιος άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει στον κόσμο ετούτο.  

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Γράφεις




 Γράφεις, σηκώνεσαι, πιάνεσαι, ένα κεφάλαιο ακόμα, μια σελίδα ακόμα, κάνεις μια βόλτα, βγαίνεις μέχρι την κουζίνα, τρίβεις λίγο το σβέρκο, τεντώνεις πλάτη, κοιτάς γύρω, έξω από τις χαραμάδες των παντζουριών, νύχτα ακόμα, ξανακάθεσαι, μια σελίδα ακόμα, ένα κεφάλαιο ακόμα, λίγος πόνος ακόμα, λίγο πιάσιμο ακόμα.  

Τα γράμματα σου φαίνονται μικρά. 

Γουλιά πρωινού καφέ που έχει κρυώσει. 

Το τίποτα του ημερολογίου σου. 22 Νοέμβρη. 

Η ισημερία πέρασε πριν μήνα. 



Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Αγρίμι

Μαζέματα 


*Βαριά κουβέντα η αγάπη, φιλαράκι...


*Έγινες αγρίμι, μου είπε, εκεί που βρέθηκες. Να βγαίνεις, μου είπε, να μιλάς με κόσμο. 





*Με τρέφει η οικειότητα. Χωρίς οικειότητα δεν μπορώ να λειτουργήσω.

*Η ρουτίνα δεν με φοβίζει γιατί ξέρω να βγαίνω εύκολα από αυτή. 

.........................................................................................................

  • Όταν σου φαίνεται βάρος το να αλλάξεις ακόμα και την μπαταρία του ρολογιού που δείχνει τέσσερις και είκοσι ξημέρωμα όταν κανονικά είναι εννιά το πρωί. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κλαδέψεις.
  • Να μαζέψεις τα κλαδιά. 
  • Να τα πετάξεις εκεί που πρέπει.
  • Να ψάξεις σιδερά -που δεν θα στην πέσει- για την σφηνωμένη πόρτα.
  • Να ψάξεις ηλεκτρολόγο -που δεν θα στην πέσει- για τα φώτα που δεν λειτουργούν.
  • Να βρεις σοβατζή να τελειώσει τις εκκρεμότητες και να μαζέψει τους σοβάδες που πέφτουν λόγω κακοτεχνίας του προηγούμενου που αντί να σοβατίζει στην έπεφτε. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να φροντίζεις τέσσερα σπίτια και τους ανθρώπους τους. 
  • Να προγραμματίζεις τα οικονομικά, τα ψώνια, τις πληρωμές, τις εκκρεμότητες, τα κεραμίδια που ξεκολλούν, τις τρέλες ή ανοησίες των παιδιών σου, τις πρίζες όταν κρέμονται, τα ξεραμένα λουλούδια, τα σπασμένα πλακάκια, τον σκύλο που αρρωσταίνει. 
  • Όταν σε πιάνει τρόμος με την φιλενάδα στην οποία διαπιστώνεις συμπτώματα άνοιας  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν το κορμί ζητάει αγκαλιά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κρατάς τη γνώμη σου για σένα αντί να την πετάξεις στα μούτρα αυτού που φταίει. 

....................................................................................................


Ας μιλήσουμε...
Κάθε που καμπάνες γυαλίζουν
ας λέμε κουβέντες...
Ας πούμε διάφορα
ακόμα κι αδιάφορα αν είναι.
Οι λέξεις είναι αγγίγματα.
Όταν ρωτώ τι έφαγες
με άλλα λόγια σ΄αγαπάω.

.........................................................................................

Αναρωτιέσαι καμιά φορά γιατί δεν ζεις τον έρωτα, γιατί όλο κάτι σου λείπει, γιατί συμβαίνει στους άλλους και σε σένα ποτέ, όπως θα τον ήθελες και όπως τον ακούς αν περιγράφεται από άλλους. Σε καταβάλλει αυτό, σε αρρωσταίνει. Ωστόσο αν βάζεις το συμφέρον σου πάνω από τον έρωτα, λυπάμαι, αλλά ποτέ δεν. Ο έρωτας τα σνομπάρει αυτά και δεν πλησιάζει.
Καλύτερα αναρωτήσου αν μπαίνεις ολόκληρος στο πηγάδι. Αν το ένα πόδι σου είναι μέσα και το άλλο έξω, έτοιμος να φύγεις για να σωθείς, επίσης αν το ένα χέρι ακουμπάει κάποιο στήθος και το άλλο σου χέρι άλλο, λυπάμαι που στο λέω, αλλά απέξω θα σε αφήσει.
Γιατί παρεξήγησες. Η θυσία στον έρωτα δεν είναι να κάνεις χιλιόμετρα για να τη δεις. Η θυσία στον έρωτα είναι να την κρατήσεις στην καρδιά σου με τα μάτια κλειστά και να μπορείς να τη βρεις ακόμα κι όταν δε βλέπεις, όπως ακουμπάς τα πράγματά σου μέσα στο σπίτι, που ακόμα και αν κοπεί μέσα στη νύχτα το φως, εσύ μπορείς να τα βρεις.

 Είμαστε θυμωμένοι μαζί σου, αγάπη μου. 

Και δεν είμαστε καθόλου διατεθειμένοι να παίξουμε αυτή τη φορά. Έχουμε την πεποίθηση πως όπου χρειάζεται  να παίζονται παιχνίδια δύναμης, δεν αξίζει τον κόπο κάποιος να ασχολείται. Κάθε πράγμα οφείλει να κυλάει απρόσκοπτα. Εάν όχι, σημαίνει πως το Σύμπαν έχει αρχίσει να στέλνει προειδοποιητικό. Γιατί να κουραζόμαστε; Ο Παράδεισος είναι φτιαγμένος για μας και είναι χαζός όποιος προσπαθεί να τον αλλάξει. Εμείς δεν θα συμμετάσχουμε στην καταστροφή του, να το ξέρεις.  

Ταλαιπωρήσου αν νομίζεις πως βρίσκεσαι σε λάθος μέρος. Εμείς μένουμε εδώ.

.............................................................................

Ποιος είναι ο αναβάτης και ποιο είναι το άλογο και γιατί βρέθηκαν εδώ; 




Κουβέντα με το Θεό

 


Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Είμαι καλός άνθρωπος και θετικός. Και νιώθω πολύ εύκολα ευγνωμοσύνη γι' αυτά που μου χαρίζεις. Και ναι, είναι πολλά. Και υγεία έχω, και γερά παιδιά έχω, και σπίτι έχω, και ένα μισθό που τρέχει κάθε μήνα, και αγάπη έχω, και φίλους καλούς έχω, και γερό μυαλό έχω και φτου φτου, γιατί λίγοι τα έχουν όλα. Και μοιάζει να τα έχω όλα. Και ναι, Σου είμαι ευγνώμονας. και ναι, (κοίτα που θα συγκινηθώ τώρα) (αχ, δεν είναι η μέρα της ευφορίας σήμερα), και ναι, λέω, κάποιοι θα ζήλευαν τα καλά που μου δίνεις. Αλλά; Αλλά να, υπάρχει κάτι που λείπει. Θα μου πεις, hello;;;;; Κι άλλο; Τι άλλο; Εμ! Δικό Σου δημιούργημα είμαι. Αν φταίει κάποιος για το ανικανοποίητό μου, Αυτός είσαι Εσύ. Επίσης θα σου τονίσω ότι χωρίς αυτό το ανικανοποίητο θα ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές. Όχι, να τα λέμε κι αυτά! Κάθε ικανότητα έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Για δες! 

Θα μου πεις, δίνεις τη λογική να επιλέγουμε. Σωστός Είσαι. Και δηλαδή εγώ θα έπρεπε να έχω επιλέξει να αγαπήσω κάποιον που θα μου πρόσφερε αυτά που ζητάω. Σωστός. Εγώ στον κόσμο μου, ε; Και να μη Σου ζητάω τώρα τα ρέστα; Ε; Ναι, αλλά κι Εσύ τι στέλενεις; Ε; Για πες; 

Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου έχω ορίσει Εσένα για πατέρα. Άφοβα προχώρησα γιατί όποιος έχει λένε τη δύναμή Σου, ποια ανθρώπινη δύναμη μπορεί να νικήσει τη δύμαμη του Θεού; Αλλά κοίτα με τώρα. Γερνάω. Ένα μήνα πονούσε ο μηνίσκος. Σήμερα ξύπνησα με σβέρκο πιασμένο. Η αγάπη που έχω δεν μου δίνει καμιά σιγουριά. 13 ευρώ στο λογαριασμό μου στην τράπεζα και για να πληρωθώ, θα περάσει μια βδομάδα. Θα μου πεις τα ντουλάπια σου είναι γεμάτα. Δόξα Σοι, λέω. (Το βλέπεις ότι κι εγώ φέρομαι δίκαια απέναντί σου. Τα λέω τα καλά).  Θα μου πεις εχεις και κάμποση βενζίνη στο ρεζερβουάρ σου. Εντάξει. Και σάμπως είναι η πρώτη φορά; Πες το κι αυτό. Θα περάσει. (Και αφτό θα περάσει, που έλεγε ο Μποστ). 

Κουράζει η μοναξιά Πατέρα...

Καλύτερα από όλους το ξέρεις Εσύ. Γι' αυτό έφτιαξες Αδάμ και Εύα. Μόνος κι  Εσύ εκεί πάνω να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με όλους εμάς τους τρελούς. Κουράζεσαι κι Εσύ, ε; Καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο, βλέπεις; 

Έχω λοιπόν τον πονεμένο σβέρκο και κινούμαι σαν τον μοναχικό λύκο εδώ μέσα. Μπάζα στην αυλή, ξύλα σκορπισμένα, σιδεριές που σκουριάζουν άβαφτες, νερά χωρίς υδρορροές, καζανάκια που τρέχουν, τα παιδιά στο Χαλάνδρι έχουν διάθεση να φτιάξουν το σπίτι και η πουτάνα η τράπεζα για τρεις δόσεις που χρωστούσα από το '12  με έχει βάλει στον Τειρεσία και δεν τολμάω να το πω στα παιδιά ότι δεν πρόκειται να δουν φράγκο δάνείου για να το φτιάξουν. Ο σκύλος του Κυριάκου είναι άρρωστος και ξέρεις πό τι; Άρρωστος εξαιτίας της άλλης πουτάνας, τη φτώχιας. Γιατί δεν είχε λεφτά το παιδί να του κάνει εξετάσεις. Κι εγώ στη μέση. Μόνη για όλα. Πελαγωμένη όπως Εσύ. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω, είναι το μότο μας. Και των δυο μας. Το πιο απλό θα Σου πω και θα σταματήσω τη γκρίνια: Κόπηκε το σχοινάκι που κατεβάζει τη σίτα. 

Άντε, πες! Ποιος θα το αλλάξει; Πώς αλλάζει, το γαμημένο; 





Βαριά Σαββατιάτικη συννεφιά. 

Καλημέρα από την εξορία που επιλέξαμε. 






Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Καραντίνα



Καραντίνα και πάλι. Τούτη η φορά δυσκολότερη μου φαίνεται. Μάλλον μέσα μου γίνονται τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα. Καταλαβαίνω τώρα την ψυχική κούραση των ανθρώπων. Καταλαβαίνω τώρα τον Σταμάτη που, με τα φτωχά ελληνικά του, προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι όταν έχει κάποιον να νοιάζεται και (όχι κάποιον να νοιάζεται γι' αυτόν αλλά κάποιον να τον οποίο να νοιάζεται εκείνος, αυτό έχει σημασία στον άνθρωπο, όχι κάποιους να σε νοιάζονται αλλά εσύ να νοιάζεσαι για κάποιον) μόνο τότε νιώθει ευτυχής. Νιώθει ότι μπορεί να δουλέψει, νιώθει ότι κάποιος περιμένει από εκείνον, νιώθει απαραίτητος. Κι ας μην είναι απαραίτητος σε κανέναν. 

Στην ουσία κανένας δεν είναι απαραίτητος σε κανέναν -ψυχικά πάντα μιλώ-. Αλλά είναι.

Διότι, φιλαράκι, χίλιους να έχεις να σε νοιάζονται, αν η καρδιά και το μυαλό σου είναι άδειο από κάποιον που νοιάζεσαι εσύ, τότε φασκελοκουκούλωστα. Το πιο κακό είναι  το άδειο τού μέσα μας. Και αυτό μόνο με έναν τρόπο γεμίζει. Ή να έχεις κάποιον νταλκά μέσα στο κεφάλι ή να σου επιτρέπει κάποιος να τον έχεις για νταλκά. 

Αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, αν όλα είναι ταχτοποιημένα γύρω σου, αν νομίσεις ότι τέλειωσε ο προορισμός σου σ' αυτή τη ζωή, αν νομίσεις ότι όλα τα έχεις κάνει, τότε φιλαράκι, έχεις τελειώσει. Αν δεν έχεις προσδοκίες, έχεις πεθάνει. Γι' αυτό, φιλαράκι, φτιάχνε προσδοκίες. Φτιάχνε ελπίδες κι ας αποδεικνύονται φρούδες. Ας πέφτεις εξω κάθε φορά. Υποκρίσου πως για κάποιον είσαι απαραίτητος. Κι ας μην είσαι απαραίτητος σε κανέναν. 

Μην μπεις σε καραντίνα ζωής. Κάντο για σένα. Νιώσε  απαραίτητος. Διάλεξε κάποιον, στόχευσέ τον και πες για τον τάδε λόγο, είμαι απαραίτητος σ' αυτόν τον άνθρωπο. Και βάλτον στο μυαλό και την καρδιά σου. Και νταλκαδιάσου με την ησυχία σου. Προγραμμάτισε τον εαυτό σου φιλαράκι, αν αγαπάς τη ζωή. Ο εγκέφαλος -όλοι το ξέρουμε- προγραμματίζεται. Βρες λοιπόν στόχο και βουρ.  Ο Σταμάτης, με τα φτωχά του ελληνικά, έχει πιάσει όλη τη φιλοσοφία της ζωής: αφού βρέθηκες εδώ ανάμεσά μας, για όλα τα χρόνια που σου χαρίστηκαν, ζήσε. 

Μην πεθαίνεις πριν πεθάνεις, φιλαράκι. 



Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Η δική μου Τίνκερμπελ







 Κοίτα τώρα: όταν γράφω σε κάποιο βιβλίο μου, το εσωτερικό σαράκι αποδυναμώνεται. Όταν δεν έχω όρεξη, ιδέες, έμπνευση, όπως θέλεις πες το, το σαράκι εκτονώνεται εδώ. Ας το πούμε προσωπικό ημερολόγιο, ας πούμε αυτό το "εδώ" καθαρτήριο, ας το δούμε σαν ποτάμι που αν δεν εκβάλλει θα πλημμυρίσει τον τόπο και θα προκαλέσει ζημιές. Τι ζημιές, θα μου πεις. Τι θα ήταν ικανό το δικό σου ποταμάκι να κάνει. Ποιον να πνίξει, τι να παρασύρει στο διάβα του. Μάλιστα. Σωστό, θα απαντήσω.

  Ας διορθώσω: μικρές ζημιές. Προσωπικές μικρές ζημιές. Του στυλ καταθλιπτικές τάσεις, νεύρα, δεν ξέρω τι έχω, δεν πάω καλά, ασχολούμαι με μαλακίες, δεν θέλω να δω κανέναν. Απλά πραγματάκια που κάποιος άλλος μπορεί και να μην έδινε σημασία μα να άφηνε την κατάσταση απλά να περάσει. Ωστόσο εάν και εφόσον έχεις διαπιστωμένο το πρόβλημα, τι πιο απλό να μην το αφήνεις να εκδηλώνεται. Είναι σαν ένα πρόβλημα υγείας, ρε παιδί μου. Αφού ξέρεις ότι το έχεις, το ελέγχεις με την θεραπευτική αγωγή σου. Γίνεσαι ο γιατρός του εαυτού σου και του χορηγείς το φάρμακο, που είσαι πάλι εσύ.

Και τώρα θέλω να αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη. Είχα κάποτε δει μια ταινία που ο συγγραφέας μπορούσε να "δει" τη Μούσα του, αυτή που τον βοηθούσε να γράψει. Η Μούσα του ήταν ένας άνδρας με ρούχα καουμπόυ αν θυμάμαι καλά, που σχεδόν του υπαγόρευε τα βιβλία που έγραφε ο συγγραφέας.  Η δικιά μου Μούσα υπάρχει κι αυτή. Είναι μια μικρή παρουσία, μια νεραϊδόφατσα σαν την Τίνκερμπελ που βρίσκεται θρονιασμένη στη δεξιά κώχη της οθόνης μου. 

Ή, έτσι μαρέσει να πιστεύω. 

Η δική μου δεν μου υπαγορεύει, απλά με αναγκάζει να δουλεύω κάθε πρωί και με κατηγορεί όταν δεν το κάνω. Λες και είναι φύλακας και επιστάτης. Να, και τώρα που μιλάω γι' αυτήν, με κοιτάζει φιλάρεσκα και χαμογελάει. 

Ή έτσι μαρέσει να πιστεύω. 



Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η παράγραφος

 Τι παράξενες μέρες... Πόσο παράξενα έρχονται και τι είναι αυτό που επηρεάζει τη ροή τους; Νάναι τα όνειρα που βλέπεις και δε θυμάσαι; Νάναι μια κουβέντα που ειπώθηκε την χτεσινή, και την επεξεργάστηκε στη διάρκεια της νύχτας το υποσυνείδητο; Νάναι οι πλανήτες και η επιρροή τους; Τι νάναι; Και τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να λειτουργήσει τη ρουτίνα του; Ή για να βγει από αυτή; Τι χρειάζεται ή τι ΔΕΝ χρειάζεται για να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του σε κάτι που ΠΡΕΠΕΙ αλλά δεν καταφέρνει να κάνει;




Τρεις μέρες διορθώνω μία παράγραφο σε κάποιο διήγημα. Μία παράγραφο δέκα σειρών. Ανεβάζω προτάσεις, κατεβάζω προτάσεις, ανανεώνω λέξεις, προσθέτω λέξεις, αφαιρώ, της αλλάζω σελίδα (της παραγράφου), δεν μπορώ να την αφαιρέσω μια και καλή γιατί την χρειάζομαι για το νόημα, ενώ τη σελίδα στην οποία βρίσκεται την έχω μάθει απέξω, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ένα εκατομμύριο φορές για να ταιριάξω την σκοτεινή ατίθαση και ακατάλειπτη παράγραφό μου. Ξανά και ξανά. Με το μεγάλο φλυτζάνι του καφέ στο πλάι, με τα μαλλιά αχτένιστα όπως της ηρωίδας που περιγράφεται στο διήγημα, με παράθυρα κλειστά, τους σκύλους να γαυγίζουν απέξω, με μαξιλάρια στην καρέκλα για να μην πονάει ο δεξής ώμος μου από την κακή στάση στο γραφείο, με το βάρος των υπερμετρωπικών γυαλιών στη μύτη μου, με το φως της οθόνης να τρυπάει τα μάτια. 

Αν δεν περάσω τον ύφαλο, ούτε λόγος να  προχωρήσω στο επόμενο διήγημα. Σήμερα πάλι. Την πήρα από εδώ την έβαλα εκεί. Έσβησα λέξεις και έβαλα καινούργιες. Ξανάβαλα τις παλιές. Κάτι της λείπει; Κάτι της περισσεύει; Με έκανε να τα παρατήσω. 

Μία παράγραφος (από τις διακόσιες πενήντα σελίδες) έχει καταφέρει να με διαλύσει. 




Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Ο καφές


 Στα είκοσί μου το έσκαγα από τη μάνα μου. Η μάνα ήξερε πως το πρωί θα φύγω για τη Σχολή κι εγώ αντί να πάρω το λεωφορείο για το Πολυτεχνείο, πήγαινα στα λεωφορεία για τα ΚΤΕΛ. Κούμπωνα μια ντραμαμίνη, -από μικρή ζαλίζομαι στις μεγάλες διαδρομές- και πήγαινα Κοζάνη, όπου σπούδαζε ο καλός μου (και μετέπειτα σύζυγός μου). 

Η μάνα ανησυχούσε; Δεν ανησυχούσε; Δεν το έχω ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου. Την έπαιρνα λοιπόν τηλέφωνο μόλις έφτανα, (εφτά; οχτώ ώρες ταξίδι) και της έλεγα είμαι Κοζάνη και δεν θα έρθω το βράδυ.  Ίσως θύμωνε, ίσως φώναζε. Εγώ ήμουν σε ήλικία που δεν άκουγα. Αγριοκάτσικο με φωνάζει ακόμα ο αδελφός μου. Στο τέλος η μάνα σήκωνε τα χέρια ψηλά. 

Εκεί στην Κοζάνη, λοιπόν, ο καλός μου είχε ένα συμφοιτητή το Βασίλη Μπιλίρη. Ο Βασίλης 21 ετών κάπου από την Πελοπόννησο. Κάναμε πολλή παρέα στην Κοζάνη. Όταν πήγαινα μαγειρεύαμε και οι τρεις, μαλώναμε, βγάζαμε αστείες φωτογραφίες. Ακόμα τις έχω. Φοιτηταριό. Ο καφές που πίναμε, από πάντα, ελληνικός. Ο Μπιλίρης ερχότανε από το πρωί, αράζαμε, φτιάχναμε μεγάλες κούπες καφέ και λέγαμε βλακείες. 

Τον καφέ τον έφτιαχνα εγώ. Μια μέρα ο καφές δεν του φάνηκε του Μπιλίρη τόσο καλός όσο έπρεπε. Ρουφάει λοιπόν μια γουλιά, πλαταγίζει τη γλώσσα, σηκώνει τα μάτια και με κοιτάει με καχύποπτο βλέμμα. 

"Γύρισε μωρή ο καφές;" 

Εννούσε αν έβρασε όσο έπρεπε, αν γύρισε το καϊμάκι. 

"Γύρισε", απάντησα εγώ. 

Εξακολούθησε να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα  εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν του έλεγα  αλήθεια. Ύστερα άναψε τσιγάρο και συνέχισε να πίνει.

Ένα Σαββατοκύριακο που πήγα (πάλι σκαστή) Κοζάνη, ο Μπιλίρης δεν ήταν εκεί. Γκρεμίστηκε λέει με το αυτοκίνητο κάπου στο χωριό του. Στα 21. 

Έχουν περάσει άπειρα χρόνια από τότε. Όμως ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ μα ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που φτιάχνω τον καφέ μου και περιμένω να φουσκώσει, ακούω τον Μπιλίρη από πάνω μου:

"Γύρισε, μωρή ο καφές;" 



Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Αγαπίτσες

 



Αγαπίτσες...

Έλα να κάνουμε αγαπίτσες... Η καινούργια μου λέξη στο λεξικό μου. 

Χμ...

Κάποτε , μικρή, είχα διαβάσει ότι η ζωή του ανθρώπου σε αυτή τη γη αποτελείται από 50% ευτυχία και 50% δυστυχία. Ισορροπία παντού. Όταν αυτό το 50% της δυστυχίας ή της ευτυχίας μοιράζεται, δεν το καταλαβαίνεις. Όταν το 50% σου της δυστυχίας το ζήσεις μαζεμένο, ε, τότε,  φυσικά και θα το έχεις νιώσει στο τσουρουφλισμένο πετσί σου.   

Βέβαια, μπορεί και να μην είναι έτσι τα πράγματα. Βέβαια, υπάρχει πιθανότητα ένας άνθρωπος -πολλοί άνθρωποι - να ζουν ευτυχισμένοι μια ζωή και μακάρι να συνεχίζουν έτσι μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Και το αντίθετο:  υπάρχει πιθανότητα η ευτυχία να μην πατήσει ποτέ το ευγενικό, χαριτωμένο, ανάλαφρο, καλογραμμένο της ποδι στη ζωή κάποιων ανθρώπων. Το γιατί είναι δικό της θέμα, σχεδόν ανεξήγητο. Σχεδόν. Γιατί οι ψυχολόγοι δίνουν την εξήγησή τους. Είναι θέμα -λένε- των επιλογών που κάνει  ο καθένας μας. Οι δε πνευματιστές είναι θέμα - λένε-  το προηγούμενο επιβεβαρυμένο κάρμα. Ελεύθεροι να δώσουν κάθε εξήγηση. Εμείς μένουμε στο γεγονός ότι, είτε το ένα είτε το άλλο,  απλά συμβαίνει.  

Κάποιος φίλος, μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε ότι ήταν δυστυχισμένος από τη ρουτίνα που ζούσε μέσα στο σπίτι του και με ρώτησε με ποιον τρόπο την αντιμετωπίζω εγώ. Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω τι εννοούσε. Ρουτίνα; Χμ... Τι είναι η ρουτίνα; Είχα στη ζωή μου ρουτίνα; Πραγματικά αναρωτιόμουν για μερικά δευτερόλεπτα. Συμπέρανα πως δεν είχα ιδέα τι είναι η ρουτίνα, δεν είχα ποτέ. Ακόμα και τα χρόνια που ζούσα, ας πούμε, την εργασιακή ρουτίνα μου, βαρεμάρα δεν είχα νιώσει. 

Ένα καινούργιο μάθημα, ένα διαφορετικό project, η ανάληψη καινούργιων ευθυνών (αυτό ποτέ δεν το φοβήθηκα), κάτι να γράψω, κάτι να προτείνω σε άλλους, κάτι να δημιουργήσω. Δεν κάθησα ποτέ στα αυγά μου για να με πνίξει η ρουτίνα. Κάθε μέρα οι ώρες μου ήταν γεμάτες με δραστηριότητες, ίσως όχι όλες ευχάριστες, ωστόσο το βράδυ έπεφτα στο κρεβάτι με κάτι καινούργιο στο μυαλό, είχα φροντίσει μέσα στη μέρα να έχω να περιμένω κάτι για την αυριανή μου. Είναι σκηνοθετικό κόλπο αυτό. Εμείς σκηνοθετούμε τη ζωή μας. Όπως στα σήριαλ στην τηλεόραση που σταματούν στο πιο ενδιαφέρον σημείο ώστε να περιμέμεις με αγωνία το επόμενο επεισόδιο.

Για να επανέλθω. Στα χρόνια που πέρασα, υπήρξαν μέρες δυστυχισμένες. Μπορώ να τις μετρήσω για πολλές. Μέρες άτυχες, μέρες ίδιες, μέρες δύσκολες. Δεν ξέρω αν κατέλαβαν το 50% δυστυχίας μου ή λιγότερο ή περισσότερο και δεν είναι δικό μου θέμα να μετρήσω, είναι κάποιου από πάνω. Ωστόσο εκ του τέλους κρίνονται τα αποτελέσματα. 

Προς το παρόν ζω το 50% των ήσυχων, χαρούμενων και θα τολμήσω να πω ευτυχισμένων ημερών μου και δεν αφήνω να μου το χαλάσει κανένας αυτό. 

Και λέω "τολμώ" γιατί πολλές φορές - με το μικρότατο μυαλό μας-  δεν εκφράζουμε την ευτυχία μας, φοβούμενοι μην τη ματιάσουν.  Ωστόσο το Σύμπαν έχει αυτιά και ακούει. Και όταν μας δίνει κάτι καλό οφείλουμε να του απευθύνουμε τις ευχαριστίες μας. Είναι σημαντικό αυτό. Ενώ είμαστε συνηθισμένοι να ζητάμε πράγματα από το Σύμπαν (που ονομάζουμε Θεό), ξεχνάμε να ευχαριστήσουμε όταν αυτό που ζητήσαμε, μας δόθηκε. 

Εγώ σήμερα Ευχαριστώ που με βοήθησε να προσθέσω μια καινούργια λέξη στις λέξεις που ήξερα: "Αγαπίτσες".

Καλημέρα Σύμπαν και καλημέρα άνθρωποι.




  

 

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η λεκάνη

 Η λεκάνη

Η θεία Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη. Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια. Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο. Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα. Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά. Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε. Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια... Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά. Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά:

"Δοκίμασες; Είναι καλά;"

Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

ΑΥΤΟ (που κάποιοι ονομάζουν Μούσα)

 Λένε ότι ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν δημιουργεί. Βυθισμένος στην ευτυχία του μένει να το απολαμβάνει, μένει ακίνητος επειδή φοβάται να μην αλλάξει τίποτα από όσα βιώνει.  Λένε πως καθηλώνεται. Μπορεί. 

Επίσης λένε πως η πίκρα, ο φόβος ή ο πόνος, γεννούν όμορφα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος βιώνει πίκρα, όταν πνίγεται μέσα σε πόνο, τότε ενεργοποιείται το ένστικτο της επιβίωσης.  Ο άνθρωπος παλεύει να βγει από αυτό, ή παλεύει να απαλύνει αυτό που αισθάνεται. Με ποιον τρόπο; Μοιράζοντάς το. Με ποιον τρόπο το μοιράζει; Δημιουργώντας. Απασχολώντας σώμα και μυαλό. Να γιατί λένε πως οι μεγάλες δημιουργίες έχουν βγει μέσα από αντίξοες συνθήκες, κακουχίες και βάσανα.


Να καθαιρέσω τις φωτογραφίες σου από τον τοίχο

να σαπουνίσω σχολαστικά τα χέρια που σε άγγιξαν

να σβήσω από τα αυτιά μου τους ήχους των οργασμών σου

από τα μάτια μου τις τούφες των μαλλιών σου που άγγιζαν πάνω μου

δυο κομμάτια κορμιά ζυμωμένα σε ένα 

τόσες μα τόσες φορές ζυμωμένα μαλακά  

εικόνες από μάτια βέλη που τρυπούσαν βαθιά, αλύπητα 

ένα κομμάτι ουρανός κάποιες μέρες

πάνω μας ένα ταβάνι ηδονοβλεπτικό 

κρεβάτι ξέστρωτο η γη που μας άκουγε 

να πληγώνουμε ο ένας το φύλο του άλλου

Μείνε όσο σε θέλω. 

Αφήνω τις φωτογραφίες σου εκεί. 


(Υ.Γ. Εγώ "ΑΥΤΌ" πόσο το αγαπάω!)






Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Ο βυθός

 Και ναι. Θα διαβάσει, θα βυθιστεί σε άλλους κόσμους, ξένους. Θα βυθιστεί σε μια ασχετη ιστορία που τη διηγείται κάποιος με τον οποίο δεν θα συναντηθεί ποτέ. Θα προσπαθήσει τουλάχιστον. Ενδιάμεσα θα θυμηθεί ένα τηλέφωνο που ξέχασε να κάνει, λίγο τα δόντια που τον ενοχλούν, την όμορφη Κατερίνα που έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του γιατί την πρόσβαλλε. Θα βυθίζεται πάλι και πάλι στις καλοφτιαγμένες παραγράφους κι ύστερα θα τον επαναφέρει η μυρωδιά των ούρων που μπάζει το αεράκι από το δρόμο ή το λαχανιασμα του σκύλου που ξαπλώνει στα πόδια του. Ύστερα τον αποσπούν τα τζιτζικια. Τα τηλέφωνα με τις προτάσεις φίλων για βόλτες και εκδρομές. Η πανδημία. Οι μπριζόλες στην κατάψυξη. Ο ανεμιστήρας που γέρνει. Η σημερινή φωτιά στο εργοστάσιο. Ο μαύρος καπνός που σκέπαζε το ελικόπτερο. Τον ήλιο. Τον ουρανό. Τη σκέψη του. Κατάρα. Κατάρα η φωτιά. Οι δρόμοι. Τα ονόματα γυναικών που δε θέλει να ξεστομίσει. Η ζέστη. Βυθίσου. Βυθίσου, λέει στον εαυτό του. Βυθίσου σ' αυτο που διαβάζεις, μπες σε μια ιστορία ξένη. Να ξεχαστεί μέσα σε όμορφες λέξεις, να τον πάρουν τα παραμύθια μαζί τους. Να φύγει. Για πού? Βυθίσου. Βυθίσου. Έτσι κι αλλιώς να φύγει στ' αλήθεια, είναι αδύνατο. Το εισιτήριο στοιχίζει τόσο που δεν μπορει να το αγοράσει.

Γιατί και πώς δημιουργείς

 




Άραγε πρέπει να έρχονται τέτοιες στιγμές; Στιγμές αμφιβολίας και ζήλειας, στιγμές που κάνουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια σου, στιγμές φόβου; Ποιος είναι αυτός που τις αποζητά; Και γιατί αυτές οι στιγμές να γεννούν δημιουργία; Γιατί σε ήρεμες κι ευτυχισμένες ώρες "αυτό"  δεν έρχεται; Άλλο ερώτημα: συμβαίνει κάτι παρόμοιο με όλους τους δημιουργούς ή μόνο σε κάποιους που έχουν εθιστεί στο ταρακούνημα των συναισθήματων; 

http://www.nostimonimar.gr/about-writing/

"Άλλωστε φαίνεται ότι συχνά οι ίδιες οι δυσκολίες, τα πάθη, το μίσος, ο πόλεμος κι εκείνο το περιβόητο γκρέμισμα στο κενό, δημιουργούν τις συνθήκες για να γραφτεί-ζωγραφιστεί-παιχτεί κάτι καινούριο.

Στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου (που τελικά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο ο δεύτερος), μέσα στη φρίκη, στις λάσπες, στις οβίδες και στα αέρια μουστάρδας, γράφτηκαν αριστουργήματα της λογοτεχνίας, της μουσικής, της φιλοσοφίας.

Εκεί έγραφε ο ποιητής Απολλιναίρ που γύρισε με τρυπανισμένο κρανίο, εκεί κι ο Βίτγκενσταϊν εμπνεύστηκε το Tractatus. Κι η μικρή Άννα Φρανκ έγραψε το ημερολόγιο της στη σοφίτα, λίγο πριν τη στείλουν στο στρατόπεδο, εκεί όπου κι ο Λεβί δημιούργησε το “Εάν είναι αυτός ο άνθρωπος”.

Οι σκλάβοι τραγουδούσαν στις φυτείες της Αμερικής κι όταν γυρνούσαν στα παραπήγματα το βράδυ ξεκινούσαν να χορεύουν, παρά την κούραση και την ανελευθερία, ή μπορεί εξαιτίας αυτών.

Η τέχνη είναι φάρμακο και το χρειάζονται οι άνθρωποι που τυραννιούνται.

Μπορεί η τυραννία να είναι μόνο ο έρωτας, αυτός που ενέπνευσε τα περισσότερα βιβλία, τραγούδια, φιλμ. Μπορεί να είναι η φτώχεια, η αδικία κι η δυστυχία, η ανάγκη να ονειρευτούμε κάτι πιο όμορφο, πιο ωραίο, απ’ αυτό που ζούμε. Σ’ έναν τέλειο κόσμο, όπως ποτέ δεν θα υπάρξει, τι θα έγραφαν οι άνθρωποι; Οι Ελόι, στην κοινωνία που φαντάστηκε ο Ουέλς, ήταν χαμένοι μέσα στην αποχαύνωση της ευτυχίας τους. Μπορεί να είναι το υπαρξιακό κενό, εκείνη η αίσθηση της ελαφρότητας, που σε κάνει να γυρεύεις νοήματα.

Λόγοι πολλοί υπάρχουν, αφορμές κι αιτίες. Κάποιες φορές μοιάζει αναίτιο, παράλογο, άσκοπο. Αν η ερώτηση είναι γιατί γράφουμε, γιατί κάνουμε τέχνη, η απάντηση μπορεί να είναι: Γιατί είμαστε άνθρωποι, ζώα παράλογα, άλλοτε χαμερπή άλλοτε υψιπετή."

Αυτά.