Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016




Να αγαπάς τους φωτεινούς ανθρώπους

από την Κατερίνα Ανδρεοπούλου


Κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά μου ένα ποτήρι νερό που δεν ήταν ούτε γεμάτο, μα ούτε κι άδειο, σκεφτόμουν πως θα το χαρακτήριζα. Μισογεμάτο η μισοάδειο; Κατέληξα σε δυο πράγματα. Πρώτον πως αν είναι κάτω από τη μέση το βλέπω μισοάδειο, ενώ αν είναι πάνω από τη μέση του ποτηριού μισογεμάτο. Δεύτερον πως δεν έχει καμία σημασία η ταμπέλα που θα βάλω στο ποτήρι. Όπως και να το δεις άλλωστε, πάλι μισό κάτι θα είναι. Το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτήρι να αδειάζει και να το ξαναγεμίζεις. Το θέμα είναι να μην σταματήσεις να διψάς. Όσο διψάς το ποτήρι θα γεμίζει.


* Ν’ αγαπάς τους ανθρώπους που κρατούν γεμάτα ποτήρια στα χέρια τους. Εκείνους που για να ξεδιψάσουν πρέπει να πιουν ολόκληρο το ποτήρι, μέχρι την τελευταία σταγόνα, κι ας αδειάσει. Εκείνους που δεν αφήνουν τα ποτήρια τους μισά από φόβο μήπως και δεν καταφέρουν να τα ξαναγεμίσουν. Εκείνους που αν χρειαζόταν, θα έσκαβαν τη γη με τα χέρια τους για να βρουν νερό και να ξαναγεμίσουν το ποτήρι. Εκείνους που ο μόνος τρόπος για να πιουν μισό ποτήρι νερό, είναι γιατί θέλησαν να το μοιραστούν με κάποιον άλλο. Εκείνους που κάθε φορά που αδειάζουν το ποτήρι τους χαμογελούν με ευχαρίστηση. Εκείνους που ακόμα κι όταν ξέρουν πως πίνουν το τελευταίο τους ποτήρι, αναφωνούν άσπρο πάτο.


* Ν’ αγαπάς κι εκείνους που σου λένε καλημέρα με την καρδιά τους, όχι με το μυαλό τους. Εκείνους που αν η ζωή ήταν ρουλέτα θα πόνταραν όλα τους τα λεφτά στην επόμενη μέρα, γιατί πάντα θα νιώθουν πως θα είναι η καλύτερη . Εκείνους που σε παρασύρουν στη χαρά, όχι στη θλίψη. Εκείνους που λένε δεν πειράζει, όχι δε με νοιάζει. Εκείνους που χορεύουν στη βροχή, χωρίς να τους νοιάζει αν θα βραχούν. Εκείνους που ονειρεύονται, χωρίς να χρειάζεται να κλείσουν τα μάτια. Εκείνους που όταν θέλουν κάτι, επιμένουν πως γίνεται. Εκείνους που όταν χαμογελούν, λάμπουν τα μάτια τους. Εκείνους που περπατούν προς τα πίσω μόνο για να πάρουν φόρα. Εκείνους που φτιάχνουν σχέδια στην άμμο κι όταν τα χαλάει το κύμα χαμογελούν, γιατί εκείνοι βλέπουν το σχήμα τους ν’ αλλάζει, όχι να χαλάει.


* Ν’ αγαπάς εκείνους που χαμογελούν λίγο παραπάνω. Εκείνους που γίνονται φίλοι με τον ήλιο και φωτίζουν τις μέρες σου. Εκείνους που πιστεύουν πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Εκείνους που ξέρουν πως η ζωή είναι πρεμιέρα, χωρίς πρόβες και δίνουν καθημερινά τον καλύτερο εαυτό τους. Εκείνους που αν τους ρωτήσεις αν είναι ευτυχισμένοι θα απαντήσουν ναι χωρίς δισταγμό. Εκείνους που δεν θεωρούν την υγεία δεδομένη αλλά πολύτιμο δώρο χωρίς εγγύηση και με δυνατότητα επιστροφής. Εκείνους που φτιάχνουν ονειροπαγίδες για να φυλακίζουν τους εφιάλτες. Εκείνους που ανοίγουν διάπλατα τα χέρια για να σ’ αγκαλιάσουν. Εκείνους που βγάζουν τη γλώσσα τους στις δυσκολίες και τις κοροϊδεύουν.

Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι τα 80 έτη. Υποθέτουμε πως ο άνθρωπος κοιμάται κατά μέσο όρο 8 ώρες τη μέρα, δηλαδή το 1/3 της κάθε ημέρας. Στα 80 χρόνια λοιπόν που ζει, τα 26 κοιμάται και μένουν άλλα 54. Για 40 χρόνια πρέπει θεωρητικά να δουλεύει περίπου, 8 ώρες την ημέρα, άλλο 1/3 λοιπόν, πράγμα που μεταφράζεται σε 13 χρόνια δουλειάς. 39 χρόνια λοιπόν από τη ζωή μας κατά μέσο όρο τα περνάμε δουλεύοντας και για να κοιμηθούμε. Ούτε πολλή, ούτε λίγη, μα παραλίγο η μισή μας ζωή.
Ο χρόνος που μένει δεν είναι απεριόριστος μα ούτε και αμελητέος. Για κάποιους είναι τρομακτικός. Για κάποιους άλλους απλά σημαντικός. Αυτοί οι άλλοι τον απολαμβάνουν, τον σέβονται, του χαμογελούν, του κλείνουν το μάτι και τον εκμεταλλεύονται. Αυτούς ν’ αγαπάς.

Κατερίνα Ανδρεοπούλου
mindthetrap.gr 


http://www.awakengr.com/n-agapas-tous-fotinous-anthropous/#ixzz4D2zEr7wk

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Από την παρουσίαση των ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΩΝ

Επίμετρο

Η αγάπη είναι
το μόνο ναρκωτικό
που κάνει καλό.
Σ' αυτό να αφεθείτε.
Ε. Κ.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016




Ξένος κήπος
Φύτεψα τ' αμπέλι μου και περίμενα.
Είδα τα πρώτο φύλλο λίγο μετά τις ψύχρες του χειμώνα
τον βλαστό να τανίζεται ίσαμε την πορτοκαλιά
το δάκρυ του κλαδεμένου κορμού να διαπερνάει το χώμα
και περίμενα.
Φούντωσε
ξαπλώθηκε
περίσσεψε.
Εγώ περίμενα
να ροδίσει το περίγλυκο τσαμπί
να δροσίσει το ζέον στόμα
γιατί τόχα φυτέψει και τόχα ποτίσει
γιατί τόχα κλαδέψει και τόχα καμαρώσει
γιατί παινεύτηκα την ομορφάδα του σαν κορφολόγησα
γιατί του μίλησα,  το χάιδεψα
αραίωσα τα φύλλα του για να λιαστεί
και να θραφεί σταφύλι.
Κι όλο περίμενα.

Σε ξένο κηπο φύτεψες, είπε.

Κι ας περίμενα.
Ε.Κ.


Αντώνης Μπουντούρης: ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ


Η θύελλα που έρχεται λέγεται ανημπόρια
και συλλαβίζεται αργά δίχως παραφωνίες
Η θύελλα που έρχεται θα πολιτογραφηθεί σα
νέα ποίηση που τις ιδέες της θ’αντλεί
απ’τους σφαγμένους βολβούς των οφθαλμών μας
Χωρίς ν’αναγνωρίζει υποσχέσεις και συχώρια.
Σκαμμένα σπλάχνα μάτια μου
όλα τα βλέμματά σου…
Ο χρόνος μας τινάζεται σαν ύστερη κραυγή
Και μας εγκαταλείπει.
Μελαγχολική η μέρα προμηνύεται
με υποσχέσεις που δεν επιθυμούν να κρατηθούν.

Και λόγια, πολλά κι επικίνδυνα λόγια... Βαρέθηκα.



Σάββατο 18 Ιουνίου 2016



Η σιωπηλή διάκριση του κόσμου

Απαλά ας το πιάσω...
Κοσμικά.
Το ξεκοιλιασμένο κενό του κόσμου
και το μηδέν που εκτείνεται
μέσα μου
με θαλπωρή ας  κρατήσω
Όχι κροτίδες
όχι ταμπούρλα
όχι υπνωτικά βότανα
όχι υφάλμυρη υγρασία.
Ε.Κ.

Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα

Μενέλαος Λουντέμης 

(Απόσπασμα)

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισσα τὴν Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴν πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισσα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη


Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016


Η γλύκα των πάντων

Η γλύκα που έχει το μέλι
η γλύκα της συντροφιάς
η γλύκα της φιλίας
του καναρινιού που κελαηδάει
του ιδρώτα μετά από δουλειά
των ματιών πριν τον έρωτα
του γρέγου και του πουνέντε
του ήχου που κάνει ο σπόρος που σκάει
η βρύση που στάζει πάνω στο μάρμαρο
το τρίξιμο της καρέκλας
το γουργούρισμα των περιστεριών
το τραγούδι των γεναριάτικων γάτων στα χωράφια
η μέλισσα πάνω στη ρίγανη
τα χρώματα της πεταλούδας
του καταρράχτη το νερό
το τρίξιμο του παράθυρου
και της πόρτας του μπάνιου
του συρταριού το σύρσιμο
το σαπούνι στα χέρια
το παγωτό
το τραγούδι χωρίς πρόσωπο καθώς περνάς έξω από ένα σπίτι
η ακινησία των προσώπων στα κάδρα
η αγάπη της μάνας για το παιδί
η μυρωδιά του πρωινού καφέ
το ξύπνημα ύστερα από ευχάριστο όνειρο
ο ύπνος μετά τον έρωτα
η προσγείωση του αεροπλάνου
η εκσπερμάτιση
οι λέξεις του Καζαντζάκη
οι λέξεις
το δώρο της ζωής
ο Βούδας
ο Χριστός
ο Γκάντι
ο Τσε Γκεβάρα
ο Άρης Βελουχιώτης
η γιόγκα
το τρέξιμο
το πλέξιμο
οι εξομολογήσεις των φίλων
η θέα από τις Λεύκες
τα σπίτια των φίλων που σε ταΐζουν
ακόμα κι αν δεν έχουν να φάνε
η ντομάτα
το σκόρδο
το κρινάκι και το διοσμαρί
η μουσική και το Σύμπαν
τα ρόδα, τα φρύγανα και το στάρι
το χώμα, το χρώμα της ερήμου.

Ένα πουλί που χτυπάει στο τζάμι και ζαλίζεται.

Ε.Κ.














Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016


Λίγο Μελάνι...

(απόσπασμα) 
Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοι
εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω...
Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω.

Γεώργιος Σουρής


Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Αδυναμίες


Εσύ δεν είχες καμιά.
Εγώ είχα μια.
Αγαπούσα.

Γιάννης Ρίτσος, Η απόγνωση της Πηνελόπης


Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση,  όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, 
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της 
 καρτερίας.

Μιχάλης Κατσαρός, Θα Σας Αφήσω


Θα σας αφήσω όλους σας να ωρύεσθε
ή ν’ ακουμπάτε ήρεμοι το κεφάλι σας στο
παράθυρο –
θα σας αφήσω να πιέζεστε στα σκαλιά
κι άξαφνα κει να μαρμαρώνετε
ανίδεοι για τις πράξεις σας –
θα σας αφήσω να τρέχετε.
Εγώ ανάμεσα σε ξερά δέντρα και τάφους
με τη σημαία μου ένα κουρέλι
με άνεμο και χωρίς άνεμο
ανάμεσα στο αβέβαιο πλήθος σας
θα περιφέρομαι μόνος –
ένας φλογερός πρίγκηπας-μάγος.

Η ώρα πλησίασε. Θα γκρεμιστούν οι ναοί.
Δεν υπάρχει φωτιά στην καρδιά σας.

Εγώ
ένδοξος
γράφω
σ’ όλα τα όνειρά σας:
Ελευθερία

Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, Δώσε ρεύμα


Αυτό ήτανε, λοιπόν. 
Ψήφος δαγκωτή
στην έρημο
κι είναι περήφανη γι' αυτό.
Δυο σκυλιά
μονάχα αλυχτούν στην πόρτα της
κι είναι περήφανη γι' αυτό.
Το ασήκωτο φορτίο
που σήκωνε στους ώμους
ένα πρωί 
το έβαλε κάτω  και το έφαγε
στην αρχή μια μικρή δυσπεψία 
τώρα το έχει χωνέψει 
και το άφησε πίσω της
κάπου διαλύεται στα χωράφια
κι είναι περήφανη και γι' αυτό.





Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016



          Αυτό που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σου πάρει 
               από την Ε. Κοσμαδοπούλου



Μιλάμε πολλές φορές για απογοήτευση. Τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Συνηθισμένο. Βομβαρδιζόμαστε από παντού: πρόσφυγες, κρίση, δάνεια, φτώχεια, μετανάστευση των παιδιών μας,
μοναξιά, αποτυχημένοι έρωτες, μεταλλαγμένα προϊόντα, μας ψεκάζουν δε μας ψεκάζουν, τι να ψηφίσω, τι να πιστέψω, τι να αποφασίσω, ποιον καινούργιο τρόπο να βρω για να ζω. 
Να προσαρμόζομαι στις καταστάσεις ή να μείνω σταθερός και να παλεύω; Και αν διαλέξω να παλεύω, για πόσον καιρό θα αντέξω; Έχω δυνάμεις; Το απόθεμα δεν είναι ανεξάντλητο. Η πλάτη κυρτώνει από τα βάρη και τα χρόνια. 
Τότε τι κάνω;


Αφέσου. 
Χαλάρωσε. Δοκίμασε να αφήσεις μερικές σκέψεις, μερικές δύσκολες καταστάσεις που απαιτούν λύση, στα χέρια του Σύμπαντος όπως αφήναμε το χέρι με εμπιστοσύνη  στον πατέρα μας σαν ήμασταν παιδιά. Πίστεψε πως κάποιος υπάρχει που μπορείς να εμπιστευτείς, κάποιος που ξέρει το καλύτερο για εσένα, καλύτερα από εσένα. Αυτό θα σε ξαλαφρώσει και θα εκπλαγείς πώς η λύση στο πρόβλημα που σε απασχολεί έρχεται με έναν μαγικό τρόπο. 

Νιώσε καλύτερα με τον εαυτό σου.
Εν πρώτοις διάκρινε και ελαχιστοποίησε  τις τοξικές καταστάσεις και τους τοξικούς ανθρώπους από τη ζωή σου.  
Εν δευτέροις προσπάθησε να διατηρήσεις ένα κομμάτι ανέπαφο και ακέραιο μέσα σου: Αυτό θα είναι ο τόπος της ξεκούρασής σου. Εκεί επιτρέπεται να μπαίνεις μονάχα εσύ και κανένας άλλος.

Πίστεψε στη δύναμή σου. 
Το να ταξιδεύεις φιλικά με τον άνεμο δε σημαίνει ότι γίνεσαι έρμαιο. Νιώσε πως ο άνεμος διευκολύνει και δυναμώνει την πορεία σου. Η πορεία  κόντρα στη δύναμή του εμποδίζει τα βήματά σου και χάνεις άσκοπα δυνάμεις.
Με την ίδια λογική αν αφεθείς στο κύμα θα σε βγάλει στην ακτή. 
Μην ξεχνάς πως είσαι μοναδικός: Οι σκέψεις σου είναι μοναδικές, τα λάθη που έχεις κάνει έγιναν για να μάθεις  τον εαυτό σου και τα όριά του. Τώρα έχεις τη δύναμη της γνώσης. Τώρα ξέρεις. 

Αγάπησε τη ζωή. 
Η ζωή είναι δώρο. Εκτίμησέ το, προσπάθησε να το χαρείς: μύρισε, άγγιξε, χαμογέλασε, αφέσου στους ήχους, άκουσε: άκουσε το γέλια των ανθρώπων δίπλα σου, τις φωνές τους. Αλήθεια, θυμάσαι πώς είναι το γέλιο των αγαπημένων σου ή πάντα είναι το μυαλό σου τόσο απασχολημένο που δεν το έχεις προσέξει ποτέ;  

Μη φοβάσαι να εκτεθείς. 
Αυτοί που φοβάσαι μήπως  σε κρίνουν αρνητικά είναι ίδιοι με σένα. Αν τρυπηθούν με αγκάθι βγαίνει η ίδια σταγόνα αίμα. Κλαίνε από έρωτα, αφοδεύουν, ροχαλίζουν, ρεύονται με τον ίδιο τρόπο που ρεύεσαι κι εσύ. Η κριτική είναι κάτι που δεν σε αφορά. 


 
Ψάξε τη δύναμη που έχεις μέσα σου.
 Έχεις δύναμη και το ξέρεις. Την έχεις διακρίνει όταν θυμώνεις. Οι κανόνες που έμαθες από την παιδική ηλικία λένε να μην αφήνεσαι στη δύναμη του θυμού σου. Μπορείς να θυμώνεις αλλά δεν μπορείς να κάνεις κακό στο αντικείμενο του θυμού σου. Τι κάνεις; Προσπάθησε να μετατρέψεις τη δύναμη του θυμού. Σε τι μπορεί να μεταλλαχτεί ο θυμός; Σε δημιουργικότητα. Γράψε ένα θυμωμένο γράμμα. Περπάτησε. Κυρίως κράτησε αποστάσεις. Πολλές φορές η απόσταση βοηθάει να αντιληφθούμε το δικό μας ύψος, το ύψος των άλλων και το μέγεθος των καταστάσεων. Και πίστεψέ το: από μακριά τα πάντα φαίνονται μικρότερα. 

"Οι σοφότεροι λανθάνουν", 
έχει πει ο Μαχάτμα Γκάντι. 
Η απογοήτευση και τα λάθη είναι μέρη του Συμπαντικού σχεδίου, μέρος της Μάθησης. Συχνά ανακαλύπτουμε το σωστό βρίσκοντας πρώτα το λάθος. Χρησιμοποίησε τα λάθη σου σαν μπαστούνια για να στηρίζεσαι και να προχωράς. 


Αγκάλιασε τους φόβους σου.
Αναγνώρισέ τους. Παραδέξου τους. Είναι δικοί σου. Περπάτησε μαζί τους. Μίλησε για αυτούς. Απλά μην τους αφήνεις να καταστείλλουν τη δράση σου. "Ο φόβος έχει κάποια χρησιμότητα, η δειλία όμως δεν έχει καμία", είπε πάλι ο Γκάντι.   


Βρες αυτό που σου ταιριάζει.
Βρες κάτι που όταν το κάνεις σε απορροφά τόσο που ξεχνάς την ώρα που περνά. Αυτό είναι η απόδρασή σου από τις σκοτούρες, ο διαλογισμός σου, ο πυρήνας σου. Προσκολλήσου σε αυτό και θα τα δεις όλα να αλλάζουν. Γιατί αυτό που σε κάνει να ξεχνάς τον χρόνο είναι  αυτό που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σου πάρει.












Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016


    Ο Ξένος
    (Απόσπασμα)
    Γιάννης Ρίτσος 


    Εἶναι πάντα μιὰ γέννηση – ἔλεγε ὁ Ξένος – / κι ὁ θάνατος μιὰ πρόσθεση, ὄχι ἀφαίρεση. Τίποτα δέ χάνεται... / Γιὰ τοῦτο οἱ ἄντρες, / ὅταν νιώθουν τὸ φόβο ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀπ’ τὴ φθορά, ἀπ' τὸ κενό, ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες, / ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πολέμων, ἀπ’ τὸ τρίξιμο στὶς κλειδώσεις τῶν δάκτυλών τους / ἤ ἀπ’ τὴν κραυγή τοῦ ἥλιου ποὺ σφηνώνεται μέσα στὰ κόκκαλά τους, / ἁρπάζουν τὶς γυναῖκες ὅπως ἁρπάζουν τὰ κλαδιά ἤ τὶς ρίζες ἑνὸς δέντρου πάνω ἀπ’ τὸ γκρεμό / κ' αἰωροῦνται κεῖ πάνω, σὰ νὰ παλεύουν ἤ νὰ παίζουν μὲ τὸ χάος... // Κ' οἱ γυναῖκες ξέρουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια τους, / δέ λένε ὄχι, / περιμένουν∙ / κι ὅταν αὐτοί κοιμοῦνται πάλι ἐκεῖνες ἀγρυπνοῦν∙ / κ' εἶναι κι αὐτοί παιδιά τους ὅπως τὰ παιδιά τους, / θὰ τοὺς μεγαλώσουν κι αὐτούς ὅπως καὶ κεῖνα, / θὰ τοὺς ταΐσουν μὲ τὸ μαστό τους, μὲ τὴ σιωπή τους καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους κάποτε, / θὰ τοὺς ποτίσουν ξανά μὲ τὴ δίψα τῆς ἕνωσης, κ' ἕνα πελώριο κῦμα σκοτεινό / θὰ στρογγυλέψῃ τὴν ὅρμή του κάτω ἀπ' τ' ἀντρικά πλευρά, πανέτοιμο / νὰ χτυπήσῃ κατακούτελα τὰ φράγματα, νὰ σύντριψῃ τὰ φράγματα, / ὥσπου νὰ σβήσῃ στὴν καθημερινή ἀμμουδιά, στὰ μικρά βότσαλα, στὴν κούραση, στὴ λησμοσύνη, / δίχως πολλές φορές νὰ βρῇ νὰ χτυπήσῃ τὸ βράχο, νὰ τιναχτῇ δοξαστικό ψηλά / σὰν ἀντίστροφος καταρράχτης μιᾶς συντριμμένης ἔντασης. // Καὶ πάλι οἱ γυναῖκες, / σὰ νὰ μήν εἶδαν τὸ χαμηλωμένο κῦμα τους, θὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πλαγιάσουν, / θ' ἀσχοληθοῦν μὲ τὶς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ κρατᾶνε τὰ μάτια χαμηλωμένα, / θὰ γονατίσουν μπροστά στὴ σκάφη νὰ πιάσουν ἀποβραδίς τὸ προζύμι, / σὰ νὰ μὴν πρόσεξαν τὸ κράνος τῶν ἀντρῶν πούπεσε καταγῆς∙ θὰ τὸ μαζέψουν ἥσυχα κι αὐτό, / σὰ νἄταν μιὰ πήλινη γλάστρα, θὰ φυτέψουν ἀργότερα κεῖ μέσα λουλούδια, / μικρά λουλούδια σπιτικά, κάτι γαλάζια λουλούδια πεντάφυλλα, / θὰ τοὺς μαντάρουν, πλάι στὴ λάμπα, τὰ τσουράπια τους / μὲ κεῖνο τὸ ὑπομονετικό ξύλινο αὐγό θὰ τοὺς μαντάρουν / τὴ χιλιοτρυπημένη ἐμπιστοσύνη τους, γιατι οἱ ἄντρες / πολύ περπατᾶνε, πολύ κουράζονται, πολύ φοβοῦνται, πολύ πολεμᾶνε, / κ' εἶναι λεβέντες μὲ τὰ στριφτά μουστάκια τους, τὶς ἄγριες τρίχες τους, τ' ἄγρια ὄργανά τους, / κ' εἶναι παιδιά, κι οὔτε γνωρίζουνε τὴ δύναμή τους, / μονάχα ἀπὸ καυγάδες καὶ παλληκαριές γνωρίζουν, γιατί αὐτοί / δέν ἔμαθαν τὴν πλήρη ἀναμονή μῆνες καὶ μῆνες, καὶ τὴν ἄλλη χρονιά, / αὐτοί δέ φέρνουν μὲς στὰ σπλάχνα τοὺς τὴ ζωή, δέν τὴν ταΐζουν μὲ τὸ σπλάχνο τους / δέν ἀκοῦνε τὰ βήματα τοῦ ἐπερχόμενου μέσα τους / δέν εἰναι ἡ γῆς, μονάχα ὁ σπόρος ποὺ ρίχνεται στὴ γῆς, κ' ὕστερα ὁ κάματος κι ὁ ὕπνος, / ἕνας ὕπνος πλατύς καὶ βαθύς, δίχως ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα πάλι τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες, μὰ κάποτε / ἀκοῦνε οἱ ἄντρες μὲς στὸν ὕπνο τους, ἀκοῦνε τὰ ἴδια τους τὰ βήματα μέσα στὸν ὕπνο / σά νὰ σηκώθηκαν σὲ μιὰ πομπή τὰ τέλεια ἀγάλματα, / σά νὰ μιλοῦν οἱ πέτρες, τὰ ποτάμια, τὰ δάση, / κι ὁ γνωρισμένος ὕπνος τους περιβάλλει τὴ γῆ καθὼς ὁ ἀγέρας, / τὴ γῆ μὲ τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά, τοὺς αἰῶνες. / Τοῦτος ὁ ὕπνος / γίνεται ἡ γνωριμία ὅλης της ἔκτασης τοῦ βασιλείου μας, / μιὰ σκάλα ριγμένη μέσα στὸ ἄπειρο, / τὸ μέγα ξύπνημα τῆς ὅλης δύναμής μας μέσα σ' ὅλο τὸ φῶς. // Καὶ τότε στρέφουν οἱ ἄντρες καὶ χαμογελᾶνε κ' ὑπομένουν / μὲ τὴ γαλήνια στάση τοῦ κατωρθωμένου, / σὰ νἄχαν κόψει λίγο πρὶν πάνω στὸ γόνατό τους / ἕνα ποτάμι μὲ τὰ δυό τους χέρια – ἔτσι γαλήνια / τόσο που οἱ γυναῖκες τρομάζουν, / χάνονται στὴν κουζίνα, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, / ἑτοιμάζουν φασκόμηλο καὶ βεντοῦζες, / καῖνε μοσχοκάρφια στὴ φλόγα τῆς καντήλας, / ρίχνουν σταγόνες λάδι στὸ ποτήρι τὸ νερό, / σταυρώνουν τὸ ψωμί καὶ τὸ προσκέφαλο!.. // Μὰ ὁ ἴσκιος τῆς ξύλινης σκάλας ἀνεβαίνει πάνω ἀπ’ τὸ ταβάνι, / κ' οἱ πλεξοῦδες τὰ κρεμμύδια σαλεύουν ἀπὸ ἀόρατους ἀνέμους σάν πανιά καραβιῶν ποὺ τοὺς παίρνουν τοὺς ἄντρες τους, / καὶ στὰ κρεμασμένα μπρίκια καθρεφτίζονται ἄγνωστα πρόσωπα τῆς παλιᾶς φαμίλιας που ἐπιστρέφουν, // ὁ σταυρός ὁ χαραγμένος στὸ ζυμάρι ὀρθώνεται, / ὁ ἀσβέστης στὸ λάκκο τῆς αὐλῆς ἀρχίζει νὰ κοχλάζῃ, / οἱ πετεινοί λαλοῦνε ὅλη τη νύχτα / σά νὰ ξημερώνῃ ἑφτά φορές, σά νὰ μή νύχτωσε καθόλου, / καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρσενικῶν, ἀκόμη καὶ τῶν πιό μικρῶν ἀγοριῶν, ἀστράφτουν μὲς στὸ βράδυ, / γιομᾶτα πιτσιλιές σουβάδες σά νἄχτιζαν ὁλημερίς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία / ὅλο γυμνές κολῶνες καὶ πελώρια παράθυρα / χωρίς χρωματιστά τζάμια, χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἐπιτάφιους, / μὲ μιὰ ὑψηλή λευκότητα χωρίς σκιά, χωρίς πληγή, χωρίς θάνατο...
    Ε, εντάξει...
    Τι να πεις...
    Respect.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016


Στην παρουσίαση μπορούν να έλθουν: 
Όσοι ΘΈΛΟΥΝ
Όσοι ΜΠΟΡΟΎΝ και 
Όσοι ΑΝΤΈΧΟΥΝ!





      ΑΝΑΠΗΡΙΑ
      Ως γενετική ανωμαλία
      έχει μια γενετική μελαγχολία
      κι είναι αστείο
      που τόσο μεγάλη αναπηρία
      δεν φαίνεται
      στους έξω.
      Ε.Κ.