Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πεταλούδα



Μικρή λευκή αναγκεμένη πεταλούδα
πας στη φωτιά και καίγεσαι
πας στο νερό και πνίγεσαι
ποιος να μπορέσει
να σε σώσει από σένα;


Το γλέντι κράτησε πολύ. Εσύ αργά έφτασες. Οι καλεσμένοι είχαν φάει. Βρήκες μόνο αποφάγια κι άδεια ποτήρια. Τηλέφωνα. Έλα. Έρχομαι τώρα. Μην έρθεις, είμαι καλεσμένη σε ένα γεύμα που δεν έχει φαγητό. Είμαι εδώ και πεινάω και διψάω αλλά μην έρθεις, δεν έχει νόημα. Έχω πάει και σε άλλα γεύματα που δεν είχε μείνει φαγητό για μένα. Καφές; Πικρός. Σημειωματάρια, μαγνητοφωνημένες νυσταγμένες λέξεις και καλώδια. Μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο, σημάδι στο γδαρμένο χέρι, κόμπος για κλάμα. Βρήκα μια πεταλούδα πνιγμένη. Έπλεε κάτασπρη στην επιφάνεια του νερού. Έπλεε άδεια από ζωή, άδεια από αναμνήσεις, ελαφριά από όλα. Αρχίζω και φοβάμαι, ξέρεις. Φοβάμαι τη στιγμή που τακτοποιώ γύρω, τη στιγμή που ξεκαθαρίζω τα ντουλάπια μου, όταν πετάω τα άχρηστα από γύρω κι από τη ζωή μου, από την ψυχή μου, κάνω χώρο ή με νοιάζει η υστεροφημία; Φοβάμαι. Ασύνδετη με όλα. Αποσυνδέομαι; Και τι μετράω; Και τι είδους ημερολόγιο είναι αυτό; Ποιος θα το διαβάσει, ποιος θα ρωτήσει και ποιος θα καταλάβει; Και γιατί να το κάνει; Κάποια μέρα τούτο το μαραφέτι δεν θα ανοίξει. Και θα περάσουν μέρες μέχρι να το ανοίξουν άλλοι. Άλλοι που δεν θα τους νοιάζει το περιεχόμενο ή θα τους νοιάζει λίγο, καθυστερημένα. Εφήμερα όλα θα αποδειχτούν. Γραφτά, βιβλία και φωτογραφίες, πεταμένα λεφτά, μνήμη δύο τερραμπάιτ, μνήμη άχρηστη, μνήμη ξένη. Τίποτα δεν έχει αξία έξω από την αγάπη που γεμίζει την καρδιά. Μη μου το πάρεις αυτό. Αυτό άφησέ μου το ως το τέλος. Ως το τέλος κράτα γεμάτη την καρδιά μου. Θα τρώω και θα πίνω αυτό. Κι ας πηγαίνω σ' όλα τα γεύματα του κόσμου μονάχη.

























Τελειώνει κι ο Μάης

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Το δώρο του έρωτα





Θα έχουμε τα κρυφά γέλια μας 
τους κώδικες που κανένας άλλος δεν θα γνωρίζει
το μυστικό μας θα παίρνουμε μαζί στη δουλειά
μαζί στις παρέες
μαζί μας στην οικογένεια
υπάρχουν γιορτές που δεν θα γιορτάσουμε μαζί
λιμάνια που δεν θα αποβιβαστούμε
γέφυρες που δεν θα μας τρομάξουν 
για το κενό που θα χάσκει κάτω από τα πόδια μας 
υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ 
δεν θα αντικρύσουν τα πρόσωπά μας χαρούμενα 
το ένα δίπλα στο άλλο
που δεν θα ζυγίσουν ποτέ 
τον έρωτα που φέγγει στα μάτια μας
κι αυτό 
είναι λύπη.
Ωστόσο
εμείς κουβαλάμε το μυστικό μας περήφανοι
και θα ζούμε ευτυχισμένοι 
κι αυτό 
είναι το σπάνιο δώρο που μας μοιράστηκε
επειδή είμαστε σπάνιοι εμείς 

κι αυτό 
είναι χαρά.   

Υ.Γ.  
Ἑφτασφράγιστο μυστικό μου τὰ κλειδιά σου
φύτεψα σὲ τέσσερις ἐποχὲς καὶ ἔκρυψα σὲ τρεῖς ἀνέμους. 

Νὰ μοῦ χαμογελᾶς κι ἐγὼ νὰ μιλήσω στὸν ἥλιο νὰ κατέβει 
νὰ μοῦ πλένει μὲ ζέστη τὰ ξυπόλυτα πόδια μου.

Απόσπασμα από "Το μυστικό" 
Γεώργιος Πολίδης 




Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Πείνα





Είναι κάτι σαν να υπάρχει ανάγκη να βγει προς τα έξω. Πεινάς να γεννήσεις. Γεννάς και θέλεις κι άλλο. Γεννάς . Πεινάς. Τι λέξεις! Κι άλλο. Δεν έφτασε. Θέλω. Είναι σαν ναρκωτικό. Το συνήθισε ο οργανισμός σου και δεν μπορεί χωρίς αυτό. Δεν υπάρχει μέρα, ούτε πρωί, ούτε ζωή αν δεν πάρεις αυτό πρώτα. Αν δεν ησυχάσει το ένστικτο. Πείνα για γέννα. Γέννα. Ζωή; 

Μεσημέρια




Λατρεύω τα μεσημέρια της ησυχίας. Κάποια απομακρισμένα γαυγίσματα, ένα αυτοκίνητο κάπου κάπου, το πλατάγισμα της γλώσσας των σκυλιών δίπλα μου που γλύφουν τη γούνα τους, ένα σπουργίτι που βρίσκει το θάρρος να εισβάλλει πετώντας μέσα στα δωμάτια, να κάνει κύκλο στην κουζίνα και στο σαλόνι κι ύστερα να βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα και να χάνεται στα δέντρα του κήπου. 
Το να ακούς την ησυχία τα μεσημέρια έχει ήχο. Και έχει φως. Εκείνο το δυνατό φως, το σκληρό και κάθετο. Που σε κάνει να θες να προστατευτείς. Τότε μισοκλείνω τα παράθυρα και  αφήνω το φως απέξω. Όχι όλο. Τόσο μόνο όσο να γλυκαίνουν τα μάτια. 
Τα μεσημεριανά μισόκλειστα παράθυρα λατρεύω. Όπου ο ήλιος μπαίνει λίγος, φωτίζει κομματιασμένος το πάτωμα, την πολυθρόνα, τα χέρια μου, τις ελαφριές κουρτίνες. Εκεί στην ησυχία και στο μισόφωτο είναι ωραίο να σκέφτεσαι, να ακούς, να ενώνεις τα ψιθυρίσματά σου με τους έξω ήχους, είναι σα να ερωτεύεσαι. 
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού και της ησυχίας μπορώ να ερωτεύομαι κάθε μέρα. 





Κάπου που να συνεχίζω το μονόλογο χωρίς αντιρρήσεις! 

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Τρέχουμε





Τρέχουμε. Σαν τους τρελούς ή τους εμμονικούς, τρέχουμε. 
Γράφω, φωτογραφίζω, επεξεργάζομαι τι φωτογραφίες μου, απαντώ σε τηλεφωνήματα ή δεν απαντώ, χαριεντίζομαι, μαγειρεύω, κάνω έρωτα, διαβάζω, πετάω άχρηστα αντικείμενα, (αυτά που έχουν εκπληρώσει το σκοπό τους), συγχρόνως σκέφτομαι πως πρέπει να βρω μια μπαντάνα να φοράω σαν μάσκα όποτε βγαίνω έξω. 
Συγχρόνως. Σκέφτομαι. 
(Μην αγγίξεις άλλο δέρμα. Πάντα με πλήγωνε να σκέφτομαι πως τα χέρια που αγαπώ αγγίζουν κι άλλο δέρμα. Μην αγγίξεις. Γίνομαι κτητική, δεν έχω, αλλά και δεν έχεις εναλλακτική. Θέλω να είμαι. Κτητική. Όσο τα χέρια σου αγγίζουν εμένα μην αγγίξεις άλλο δέρμα).
Και γράφω. Τι γράφω; 
Σήμερα θελω τα γράμματα να είναι μεγάλα. Να καρφώνονται στα μάτια, να πιάνουν ολόκληρο το χώρο, να καδράρουν στα άκρα της οθόνης, να "φαίνονται". 
Όταν ανοίγεις διάπλατα την καρδιά σου αυτό είναι από μόνο του μεγαλειώδες και σημαντικό. Να "φαίνονται" τα μαύρα σημάδια στο άσπρο χαρτί. Τα κόμματα,  οι παράγραφοι,οι τελείες, τα κεφαλαία. Να μένουν στο μάτι λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγη ζωή πριν σβήσουν.
Τρέχουμε. Κανονίζουμε ωράρια, συναντήσεις μεταχρονολογημένες, υποσχόμαστε συνευρέσεις, προγραμματίζουμε, κι ύστερα παρακαλάμε να έρθει η ώρα της συνάντησης και δε ζούμε στο τώρα αλλά θέλουμε να σπρώχνεται ο καιρός στο αύριο, στο μεθαύριο, στο μετά από μια βδομάδα. Και έρχεται η ώρα η προγραμματισμένη αλλά εμείς ούτε τότε βρισκόμαστε εκεί, έχουμε τραβήξει παραπέρα. έχουμε κάτι μεταγενέστερο προγραμματίσει και πάλι δε ζούμε αυτό που συμβαίνει, ο νους μας είναι στην επόμενη κίνηση, μελλοντική κίνηση, στην ουσία, ανύπαρκτη κίνηση. 

(Κατά καιρούς αγοράζω πακέτο τσιγάρα. Το καπνίζω όλο, ύστερα βήχω. Το αφορίζω για μήνες βρίζοντας. Ύστερα έρχεται πάλι ο καιρός που αγοράζω πακέτο τσιγάρα). 

(Κι αν δε σε νοιάζουν αυτά που γράφω, νοιάζουν εμένα κι αυτό φτάνει προς το παρόν, είπε και με κοίταζε κατάματα καθώς το έλεγε. Τόσο κατάματα που ήθελα να χαμηλώσω τα δικά μου μάτια, και δεν μπορούσα. (Ντροπιασμένη για όσα είχα ξεστομίσει πριν λίγο).

Πού θα μας πήγαινε άραγε ο καιρός εάν πειθήνια τον ακολουθούσαμε; 






Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Της ευτυχίας το μέλι



Της ευτυχίας το μέλι
γλυκό όσο πρέπει
προσαρμοσμένο στα θέλω του καθενός
εθιστικό πολύ
ατίθασο μέλι
πολλάκις αόρατο
(πολλοί έχουν, πολλοί δεν ξέρουν)
ανεκτίμητο
πηγή αρωματική που ανακουφίζει
ψυχή τε
και σώματι
και καρδίαν
δυσεύρετο μέλι
απαραλλήλιστο
βιοσυνθετικό αναγκαίο
ενοχικό αναλγητικό

της ευτυχίας το μέλι
καμπάνα δονητική
των ουρανίων σωμάτων

της ευτυχίας το μέλι
αθέατος ρυθμιστής
των μυστηρίων
του σύμπαντος.


Καραντίνας τελευταίες μέρες
Φύλακες γρηγορείτε