Το να ακούς την ησυχία τα μεσημέρια έχει ήχο. Και έχει φως. Εκείνο το δυνατό φως, το σκληρό και κάθετο. Που σε κάνει να θες να προστατευτείς. Τότε μισοκλείνω τα παράθυρα και αφήνω το φως απέξω. Όχι όλο. Τόσο μόνο όσο να γλυκαίνουν τα μάτια.
Τα μεσημεριανά μισόκλειστα παράθυρα λατρεύω. Όπου ο ήλιος μπαίνει λίγος, φωτίζει κομματιασμένος το πάτωμα, την πολυθρόνα, τα χέρια μου, τις ελαφριές κουρτίνες. Εκεί στην ησυχία και στο μισόφωτο είναι ωραίο να σκέφτεσαι, να ακούς, να ενώνεις τα ψιθυρίσματά σου με τους έξω ήχους, είναι σα να ερωτεύεσαι.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού και της ησυχίας μπορώ να ερωτεύομαι κάθε μέρα.
Κάπου που να συνεχίζω το μονόλογο χωρίς αντιρρήσεις!