Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Μαθήματα φλερτ (για αρχάριους και προχωρημένους)







Μαθήματα φλερτ 
(για αρχάριους και προχωρημένους)

Πάει καιρός που θέλω να γράψω για ένα θέμα που εμένα μου φάνηκε αστείο. Σήμερα που η Γεναριάτικη βροχή τα δίνει όλα, είπα να καθαρογράψω και να πετάξω μερικά από τις εκατοντάδες χαρτιά που σημειώνω και σκορπίζω παντού μέσα στο σπίτι, από μπάνιο ίσαμε κουζίνα. Παντού αποτυπώματα. 
Σε κάποια από όλα, πέτυχα σημειώσεις με θέμα ευγενές: άνδρες.
Απεριόριστο θέμα και ενδιαφέρον.  Εδώ, δείγματα μόνο δίνω που χρήζουν όμως περαιτέρω  κοινωνικοψυχολογικής μελέτης
Στο μυαλό μου έρχεται κι επανέρχεται το φιλοσοφικόν ερώτημα "πού οδεύουμε ως είδος;" 
Απαντώ μόνη: "Έλα μου, ντε!"
Παραθέτω λοιπόν μερικούς τύπους ανδρών τους οποίους έχω προσωπικά συναντήσει και προσωπικά κατατάξει. Αν και είπαμε ότι είναι  θέμα απεριορίστου ανάλυσης, ο καθένας ας ψάξει μόνος του αν θέλει να το πάει παρακάτω.

Περίπτωση 1η 
Ευκατάστατος κύριος, εργένης, μάχεται απεγνωσμένα και για μεγάλο διάστημα να σε κυκλοφορήσει. Επιτέλους, δίνεις την ευκαιρία να το πετύχει. Σε κυκλοφορεί, λοιπόν, τον βλέπεις που νιώθει υπερήφανος, γελάει ευτυχισμένος, αστειεύεται, σε πηγαίνει σε εστιατόριο. Παραγγέλνει ένα ωραιότατο ακριβό πιάτο, ε, λες κι εσύ, ας πάρω κάτι σε ωραίο κι εγώ. Τρώτε, πίνετε μεθυστικό κρασί, η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται συναισθηματικά, το ύφος αρχίζει να αλλάζει. Ίσαμε. 
Ίσαμε τη στιγμή που έρχεται ο λογαριασμός. Ο κύριος βγάζει από την τσέπη ανερυθρίαστα τα χρήματα για τον μισό λογαριασμό και σου ζητάει (πάλι ανερυθρίαστα) τα υπόλοιπα. 
Το συναίσθημα έχει πάρει τα βουνά, εσύ είσαι έτοιμη επίσης να ακολουθήσεις τον ίδιο δρόμο (βουνό κι εσύ), ψάχνεις απεγνωσμένα τα τσεπάκια της τσάντας, εδώ, εκεί, δίευρο, δεκάρικο, πολλά ψιλούλια άνευ σημασίας, έχεις αρχίσει να ιδρώνεις και να θυμώνεις, εικοσάρικο (ευτυχώς, επιτέλους), τα συμπληρώνω και επιτρέπω στην αξιοπρέπειά μου θα διατηρηθεί σε νορμάλ κατάσταση. 
Θα τονίσω και πάλι το ευκατάστατος, για να μη χάνουμε το focus.



Περίπτωση 2η 
Μεσαίας τάξης κύριος, διαζευγμένος, χωρίς (σχεδόν καθόλου) προσωπικά έξοδα, ούτε καν διατροφή στην πρώην, (σπίτι δικό του, μητέρα στον επάνω όροφο που τον ταΐζει αφιλοκερδώς, δεν πίνει, δεν καπνίζει), δηλώνει διακαώς ότι σε θέλει, του αρέσεις, θέλει να του δώσεις μια ευκαιρία να βρεθείτε από κοντά. Σου στέλνει μηνύματα μόνο στο Viber και τηλεφωνεί μόνο από Viber. Δεν υποψιάζεσαι τι κρύβεται πίσω από το ροζ συννεφάκι που σου πλέκει, και λες "ας δώσω μια ευκαιρία, μόνος αυτός, μόνη εγώ, οι άνθρωποι είναι συντροφικά ζώα, γιατί να βλέπει τηλεόραση ο καθείς μόνος". Και τη δίνεις. Σε πηγαίνει σε σουβλατζίδικο, ζητάς ένα σουβλάκι, (ε, σε πόσα σουβλάκια να δαγκώνεις την πίτα και να σκουπίζεις τζατζίκια με τη χαρτοπετσέτα μπροστά σε έναν άνδρα!) Πίνεις και μια μπύρα κουτί. Αυτός, δεν έχω παράπονο,  πλήρωσε όλο το λογαριασμό, ωστόσο, νιώθω τυχερή που δεν μου ζήτησε να πιούμε μισή μισή την μπύρα! 


Περίπτωση 3η: 
Εργατικής τάξης κύριος, διαζευγμένος επίσης, προσπαθεί καιρό να..μπλα μπλα, (να μην τα ξαναλέω), κι αφού εντέλει λες το "ναι", σε πηγαίνει, λέει, για ποτάκι. Κάθεστε, είναι ευγενικός, αστείος, περνάτε μια χαρά, ίσαμε. 
Ίσαμε τη στιγμή που τελειώνει το ποτάκι του. Τότε κοιτάζει γύρω γύρω με περίεργο μάτι και, με μεγάλη προφύλαξη, βγάζει από τη μέσα τσέπη ένα μπουκαλάκι με ποτό, με το οποίο  ξαναγεμίζει το ποτήρι του. Αυτό το κάνει ίσαμε να πιει όλο το μπουκαλάκι της τσέπης. Εσύ, κάθε φορά που το κάνει, παρακαλάς να ανοίξει η γη να σε καταπιεί και να μη σας δουν τα γκαρσόνια. Πάλι καλά που δεν άρχισε να βγάζει από τις τσέπες φιστίκια!




Περίπτωση 4η
Πνευματικής τάξης κύριος, εργένης, αφού επί σειρά μηνών σε έχει τρελάνει με ποιητικά λόγια και τρομερά τσιτάτα (κι εσύ, άνθρωπος είσαι, κι έχεις αρχίσει να χτυπάς κόκκινο), σου σκάει το παραμύθι ότι, ναι μεν εργένης, ωστόσο διατηρεί μία σχέση  εδώ και δέκα χρόνια, την οποία βέβαια δεν σκοπεύει να διακόψει, ωστόσο είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Στις πονεμένες αντιρρήσεις σου πετάει την ατάκα "δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο όπως εσύ νομίζεις", πάει να βγει κι από πάνω δηλαδή, εσύ θέλεις να φύγεις τρέχοντας, ωστόσο αυτή η θεωρία που λέει ότι τις γυναίκες τις καταφέρνεις και με το μυαλό, έχει κάποια υπόσταση. 




Περίπτωση 5η
Εργατικής τάξης κύριος, μπλα, μπλα, καραδοκεί για μεγάλο διάστημα. (Όπως βλέπετε το μεγάλο διάστημα συζήτησης πριν, είναι κανόνας. Να γνωρίζεις πρώτα τον άλλο, έλεγε η συχωρεμενη η μάνα μου). Ωστόσο διαπιστώνετε ιδίοις όμασι ότι κανένας  κανόνας δεν ισχύει αυτοτελώς. Άλλο οι κουβέντες κι άλλο οι πράξεις. 
Ο κύριος λοιπόν, εκλιπαρεί για ένα γεύμα, έναν καφέ, μια έξοδο, ρε παιδί μου, ό,τι νάναι. Άντε, του κάνεις το χατίρι, εκτιμάς και τον κόπο του, και βασίζεσαι πάλι στη θεωρία, μόνος, μόνη, ας...
Κι εκεί που τρώτε κι έχει αρχίσει να σου λέει τρυφερά του τύπου "βγάλε για λίγο τα γυαλιά... θέλω να κοιτάξω τα μάτια σου..." κι εσύ δεδομένης της κατάστασης πείθεσαι και για λίγο τα βγάζεις (πράγμα που σημαίνει πολλά γιατί είναι η πρώτη παραχώρηση από τις επόμενες τις οποίες υπάρχει πιθανότητα να υπομείνεις ως θήλυ), ο κύριος δείχνει να πετά στους επτά ουρανούς. Ωστόσο κάτι δεν κολλάει και ρίχνεις άδεια να πιάσεις γεμάτα (δεν συστήνω καθόλου αυτήν την τεχνική: δυστυχώς έχει πάντα επιτυχία. Διότι αυτά που ακούς τις περισσότερες φορές δεν θα ήθελες να τα ακούσεις. Σε προσγειώνουν ανώμαλα και μπορεί να σπάσεις και τίποτα από την πτώση). Το κρασάκι που έχει αρχίσει να λειτουργεί (από την αμηχανία του ο κύριος έχει πιει κάμποσο). Μιας λοιπόν και έχει χαλαρώσει, ομολογεί ότι διατηρεί σχέση με μία παντρεμένη επί 17 συναπτά έτη. Εννοείται πως μένεις άφωνη. Αλλά εσένα σε θέλει τρελά. Κι εσύ αρχίζεις να γελάς τρελά με σένα. 




Περίπτωση 6η
Μεσαίας τάξης κύριος, εργένης, (βλέπε πόσο διακριτικά επικρίνω: ούτε ονόματα, ούτε επαγγέλματα) με τον οποίο ήσασταν παλιοί γνώριμοι, πλησιάζει ξανά και πέφτει μονός διπλός να σε πείσει. Σου αφιερώνει Νερούντα (που έχει μεταφράσει μόνος του), σου κάνει δώρα, σου μιλάει για τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, πηγαίνετε για γεύμα, καφέ, ποτό και τα συναφή κι εντέλει σε καλεί σπίτι του να δεις μια πραγματική συλλογή δίσκων βινυλίου. Σου βάζει μουσικές, σου παίζει μουσική ο ίδιος, κι ενώ οι αντιστάσεις σου έχουν αρχίσει να υποχωρούν, χτυπάει το κουδούνι και τον επισκέπτεται μια φίλη του που κάποτε τα είχε αλλά όχι πια, αυτό το ξεκαθαρίζει αρκούντως. Ωραία; 
Κάθεστε ως αργά και η φίλη δεν λέει να ξεκολλήσει. Πίνετε τσίπουρα, η φίλη τον σερβίρει, ξέρει τα κατατόπια στην κουζίνα λες και βρίσκεται σπίτι της, ωστόσο εκείνος είναι τρυφερός μαζί σου, σε αγκαλιάζει μπροστά της και της μιλάει για το πόσο τον έχουν τρελάνει τα μάτια σου και διάφορα όμορφα τέτοια ενώ σε κρατάει όλη την ώρα από το χέρι, έτσι που δεν νιώθεις -από τη φίλη- κανέναν κίνδυνο. 
Η φίλη εκεί, ακούνητη, να μη λέει να φύγει. Μιας που έχετε πιει, εκείνος δεν σε αφήνει να φύγεις, μια χαρά προστατευτικός, (σου αρέσει αυτό), και αποφασίζεις να μείνεις εκεί το βράδυ. Επειδή η σχέση σας δεν έχει προχωρήσει ακόμα  πέρα από το χειροχάιδεμα, και η φίλη επιβάλλει με τον τρόπο της να κοιμηθεί κι εκείνη εκεί, αποφασίζεται να κοιμηθείτε και οι τρεις στο σαλόνι, εσύ κι εκείνη να πιάσετε από έναν καναπέ. Ο ιππότης στρώνει στο πάτωμα πλάι σου, κάτω από τον δικό σου καναπέ, για να σου κρατάει το χέρι τη νύχτα. 
Η φίλη (σαν στο σπίτι της) κουβαλάει σεντόνια από τις ντουλάπες, κουβέρτες και παρελκόμενα κι ενώ εσύ η καημένη ξαπλώνεις με ολόκληρο τον εξοπλισμό σου (παντελόνια και μπλούζες, ακόμα και κάλτσες), η φίλη προς μεγάλη σου έκπληξη μένει με το στρινγκ και κυκλοφορεί με ολόκληρο τον κώλο έξω! Εσύ, άλαλη! 
Δυστυχώς η ώρα είναι τρεις μετά τα μεσάνυχτα και η κούρασή σου είναι τόσο μεγάλη που (δυστυχώς) το σώμα σου δεν μπορεί να υπακούσει στην εντολή "πάρε τα βουνά" που δίνει ο άτιμος ο εγκέφαλός σου. Έχασες και τον Νερούντα.




Περίπτωση 7η 
Νεαρότερος άνδρας, παλιός γνωστός, εργένης, επανέρχεται στη ζωή σου δυναμικά. Αρχίζει ένα ψηστήρι ρομαντικό, ακουμπάει ξεχασμένες χορδές, παρουσιάζει την πιο γλυκιά συμπεριφορά του κόσμου, κατατροπώνει κάθε σου επιχείρημα περί διαφοράς ηλικίας, πλέκει ένα ροζ δίχτυ τριγύρω σου από όμορφα λόγια, εκτός που είναι όμορφος,  σου ασκεί τρομερή γοητεία και το μυαλό του, βάλε και το μητρικό ένστικτο εκτός από το γυναικείο, βάλε και τα γλυκόλογα, βάλε και οι ανελλιπείς καλημέρες και οι ανελλιπείς καληνύχτες, σε αποπλανεί κι επιμένει για συνάντηση. 
Και ναι, βγαίνεις για γεύμα, ωστόσο, αυτή τη φορά, ένεκα το συναίσθημα, είσαι λιγότερο ψύχραιμη από τις άλλες. 
Εκείνος είναι τρυφερός και καλός και περιποιητικός και σε κοιτάζει στα μάτια, κι εσύ λες "άι στο διάολο οι προκαταλήψεις και οι ηλικίες, άι στο διάολο τι πρέπει τι δεν πρέπει, εγώ μέχρι θανάτου τον ερωτεύτηκα". Και έρχονται στο νου σου όλοι οι ρομαντικοί έρωτες ανά τους αιώνες, κι έρχεται ο Μακρόν με τη μεγαλύτερη γυναίκα του, κάνει μια εμφάνιση και το τσιτάτο "η ζωή είναι μικρή", περνάει από το μυαλό σου κι ο Θεός τον οποίο οφείλεις  να ευχαριστήσεις για το αναπάντεχο και πολύτιμο δώρο, και παραδίνεσαι. Κι εκεί που έχεις βγάλει φτερά και πετάς και τα πάντα στη γη σου φαίνονται μικρά κι αστεία, λαβαίνεις την επομένη της χαράς ένα μήνυμα που λέει: "Λυπάμαι, περίμενα να μου βγει αλλιώς και δεν μου βγήκε". Τσακ μπαμ! 
Εντάξει, εδώ μπορείς να κλάψεις όσο θέλεις. 




Περίπτωση 8η
Πολύ νεαρότερος κύριος, σε γνωρίζει από τα κοινωνικά δίκτυα και μπλα μπλα τα γνωστά, (το μεγάλο διάστημα συνομιλιών είναι βίτσιο για να δοκιμάζεται η υπομονή τους). Ωραία. Επιμένει, επιμένει για έναν καφέ, (η ψυχή τού βγήκε του ανθρώπου μέχρι να πεις το ναι ενός καφέ), "βρε παιδί μου, του λες, πού να με πας και πού να σε πάω; Θα λένε πως είσαι γιος μου", (εντάξει έγινες λίγο υπερβολική, τα σαράντα πλησίαζε ο άνθρωπος, δεν ήταν και του νηπιαγωγείου κι ούτε γιος σου θα μπορούσε να ήταν). Ωστόσο εκείνος ανένδοτος κι επίμονος. Άντε, ένας καφές δεν είναι τίποτα, αποφασίζεις. Αποφσίζεται ο καφές μια Κυριακή κάπου στο Θησείο. Μεταξύ τυρός και αχλαδίου που λες, σου πιάνει το χέρι. Εσύ κοκκινίζεις, πρασινίζεις, κοιτάς γύρω με μεγάλη ντροπή, μπλαβίζεις και ψελλίζεις "δεν σου έδωσα τόσο θάρρος!" και τραβάς το χεράκι σου απότομα. 
"Γιατί;"ρωτάει εκείνος κοιτάζοντάς σε στα μάτια και μοιάζει στ' αλήθεια να μην καταλαβαίνει γιατί το τράβηξες. 
"Γιατί, πουλάκι μου", του λες, "μονάχα ο Μακρόν ο πρόεδρος της Γαλλίας έχει καταφέρει να το κάνει αυτό, να ερωτευτεί και να παντρευτεί την είκοσι - τόσα χρόνια μεγαλύτερη καθηγήτριά του! Είσαι εσύ ήρωας τύπου Μακρόν;"  
Και τι σου απαντάει; 
"Για σένα είμαι ο Μακρόν και τίποτα δεν με νοιάζει, για σένα σπάω το κατεστημένο, για σένα γκρεμίζω τα όρια. Και στο κάτω κάτω, άμα εγώ κι εσύ είμαστε καλά, τι μας νοιάζει για τους άλλους και για το τι θα πει ο κόσμος;"
Βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο άντρας για να πετύχει το σκοπό του ξεπερνάει τον εαυτό του πλειστάκις. Αυτό βγαίνει. 
Ωστόσο, στην πρώτη  έξοδο ήρθε με δώρο για τα γενέθλιά μου. Στη δεύτερη έξοδο μου κουβάλησε φαγητό από τη δουλειά του για να μη μαγειρεύω λέει, και κουράζομαι. Α, τα καλά να τα λέμε! Κι εγώ τώρα μπερδεύομαι με όλες τις συμπεριφορές! Ε, Μήτσο μ; 
Εσύ τι λες, ωρέ φιλενάδα;





Γηράσκουμε αεί (διδασκόμενοι;)















Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Συγγ-ραφή


Συγγ-ραφή





Χωρίζω τη λέξη επίτηδες. Συγγ+ραφή. Συν +(γ)ραφή. Θα μπορούσες να πεις και συρραφή. Και είναι. Καιρό τώρα μαζεύω ομοιότητες.  Η συγγραφή δεν είναι τίποτε άλλο από μοδιστρική. Ράψιμο. Κοίτα και κρίνε.
Όλα αρχίζουν από μία επιθυμία, ναι; 
Θέλεις, ας πούμε να φτιάξεις ένα ωραίο φόρεμα, και να κυκλοφορήσεις με αυτό έξω. (Κάνε αντιπαράθεση φόρεμα - βιβλίο γιατί σε λίγο θα σου μιλάω μονάχα για μοδιστρική).
Το πρώτο που πρέπει να ξέρεις είναι πώς επιθυμείς το φόρεμά σου. Καθημερινό, επίσημο; (Σύλληψη θέματος). 
Επόμενο βήμα να πάρεις τα μέτρα σου. Πρέπει να είναι στα μέτρα και στο στυλ σου, συμφωνούμε; (Δεν μπορώ να γράψω τα πάντα! Ίδιο όπως όταν έχω άσχημα πόδια: δεν θα φορέσω κοντό). 
Ύστερα βρίσκω πατρόν. (Τίτλος και πρώτες σημειώσεις).
Μετά το πατρόν έρχονται τα υφάσματα. Πόσα υφάσματα; (Τι και ποιες ιστορίες πρόκειται να συνθέσεις; Ενός ανθρώπου; Πολλών;) 
Τι χρώμα; Με ποια υφή; Βελούδο; Μετάξι; Μάλλινο; Βαμβακερό; Λινό; (Ύφος)
Ένα ύφασμα; Λίγο από όλα; 
Λίγη δαντέλα σε κάποιο σημείο; 



Κλωστές. (Λογοτεχνικά στοιχεία).
Κι αρχίζεις το κόψιμο. Ψαλίδι το μολύβι. Κόβεις τα υφάσματα πάνω στο πατρόν. 
Ράψιμο. Με ενθουσιασμό. Σημαδεύεις, τρυπώνεις, ράβεις, στερεώνεις. Κόβεις με τα δόντια την κλωστή. Περνάς καινούργια από τη μικρή τρυπούλα. Αλλάζεις χρώμα όπου χρειάζεται. Το ύφασμα γλιστράει στα χέρια σου, μυρίζει καινούργιο, σου αρέσει. 
Συνθέτεις κι είναι δημιουργικό. Σου έρχεται μια ιδέα για λίγη δαντέλα στο λαιμό, λίγη στα μανίκια. Την προσθέτεις. Σ'αρέσει. Το φόρεμα είναι ζωντανό. Αλλάζει. Φτιάχνεις μανίκι μακρύ, το προβάρεις, δεν είναι όμορφο. Το κόβεις κοντύτερο. Η δαντέλα πέφτει λίγη, βάζεις και σε άλλο σημείο. Ραφές. Πένσες. Στρίφωμα. Πρώτη πρόβα. (Πρώτη ανάγνωση). 
Πέφτει μακρύ. Κονταίνεις. Πέφτει κοντό. Μακραίνεις. Πέφτει μπόλικο. Μαζεύεις. (Προτάσεις, παράγραφοι, κεφάλαια ολόκληρα προσθέτεις κι αφαιρείς, όπως στο παραμύθι με την κοπέλα που κένταγε στο φόρεμά της τον ουρανό με τα άστρα, τον ήλιο και τ' ανθισμένα δέντρα). 
Πένσες. Καλοραμμένες; Τραβάνε; Ντεκολτέ ικανοποιητικό; (Δεν το θέλεις πολύ πρόστυχο, αλλά να χαρίζει και κάτι, να είναι τραβηχτικό).  
Διορθώνεις. Ξηλώνεις. Πολλές φορές ανοίγεις και πάλι τις ραφές. Κουράζεσαι μέχρι να έρθει κουτί πάνω σου, να είναι καλοραμμένο, να μην φαίνονται -στους έξω- άτσαλες οι βελονιές.  Ατέλειωτες ώρες ράβεις και ξαναράβεις. 
Παίρνει μορφή. Προσθέτεις τελευταίες λεπτομέρειες: κουμπιά, κόπιτσες, φερμουάρ. (Αφιερώσεις, αγαπησιάρικες ατάκες, προλόγους).
Φαίνεται έτοιμο. Σιδερώνεις. Ετοιμάζεται το δημιούργημα για τη μεγάλη έξοδο. 
Τελευταία πρόβα πριν το φορέσεις έξω, πριν το αφήσεις να το κοιτάξουν άλλα μάτια. (Εκδότης).
Και έχει φτάσει η μεγάλη μέρα για τον μεγάλο χορό. (Παρουσίαση).
Τελειωμένο, φορεμένο, 
αφήνεται 
σε μάτια και αγκαλιές. 



  
Τέλος Γενάρη... Περνάει ο καιρός...


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Άνδρος, Τα κρινάκια του Αυγουστή


                             






Τα κρινάκια του Αυγουστή

Άνδρος. Δέκα έξι. Όλο γελούσε. Μαλλιά κατσαρά. Αχτένιστα. Άνεμοι στο νησί. Σώμα κλαράκι. Κατέβαινε παραλία και μου έφερνε κρινάκια. Φύτρωναν παντού. Είχαν όνομα: Κρινάκια της άμμου. Παγκράτιο το παράλιο. Ασφόδελος της θάλασσας. Κρινάκι του Αγίου Νικολάου. Νάρκισσος θαλασσινός. Το πονηρό χαμόγελό του μαρτυρούσε πως κάτι έκρυβε πίσω από την πλάτη του. 

"Τι είναι;" είχα ρωτήσει. 
"Έκπληξη, μάνα!" είχε απαντήσει.
Τα έκρυβε πίσω από την πλάτη.  Να μην τα δω. Να μην τα δω, εγώ. Εγώ που ήξερα απ’ έξω κάθε του ανεπαίσθητη κίνηση. Κάθε μικρό στεναγμό. Κάθε βλέμμα. 

Τελευταία φορά. Που τον είδα. Μάτια κλειστά. Αυστηρός. Αγέλαστος. Μέτωπο σαν σίδερο παγωμένο. Χείλη σφαλιστά. 
Εγώ να παρακυλάω. Άδειο βαρέλι.

Τα κρινάκια στο Παραπόρτι ακόμα ανθίζουν.





Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Τι στο καλό είναι ο έρωτας;

Να ασχοληθούμε με τον έρωτα; 



...και τελικά, τι είναι ο έρωτας, φίλε;  Το έχεις σκεφτεί; Ερωτευόμαστε το πρόσωπο ή αυτά που επιθυμούμε να προβάλλουμε εμείς σε αυτό; 
Επιθυμούμε: επιθυμούμε το πρόσωπο ή επιθυμούμε τις επιθυμίες μας; Απλούστερο; Σκέψου λίγο... 
Παρ' το από την αρχή: συναντώ κάποιον και λέω ότι μου αρέσει. Τι μου αρέσει; Το ότι είναι έξυπνος; Γιατί μου αρέσει που είναι έξυπνος; Επειδή είμαι έξυπνος κι εγώ και θεωρώ ότι θα ταιριάξει με τη δική μου εξυπνάδα, η μία εξυπνάδα θα αντανακλά την άλλη, μπορούμε εν δυνάμει να συνεννοηθούμε. 
Το αντίθετο, -αν εγώ δεν θεωρώ έξυπνο τον εαυτό μου-, αυτός που είναι έξυπνος θα καλύψει δικά μου κομμάτια και θα κυκλοφορώ μαζί του περήφανη -ας πούμε- στην κοινωνία, περιφέροντας την εξυπνάδα του συντρόφου μου. Ε; Καταλαβαίνεις κάτι; Πλησιάζουμε; 
Βάλε τώρα στη θέση της εξυπνάδας την ομορφιά. Ή βάλε την εργατικότητα, την πίστη, ό, τι θέλεις, φιλαράκο αγαπητέ μου, ό, τι λαχταρά η καρδούλα σου... 
Ερωτευόμαστε φίλε, σκοπίμως. Κοίταξε το... Και φυσικά όχι το πρόσωπο, αλλά αυτά που λείπουν από εμάς ή αυτά που επιθυμούμε να επιδείξουμε στους άλλους: κοινωνικότητα, εξυπνάδα, δύναμη, ομορφιά. Γι αυτόν το λόγο έχει βγει το ρητό:ο έρωτας με έρωτα περνάει. Γιατί στην πορεία βρίσκουμε άλλον καθρέφτη να καθρεφτίσουμε τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες μας, ό, τι χρειάζεται δηλαδή ο καθένας να δει στον εαυτό του. 



Για να καταλήξουμε, φίλε: δεν ερωτεύεσαι τον Τάδε ή την Δείνα. Ερωτεύεσαι τον καθρέφτη που αντανακλά τις δικές σου επιθυμίες. Αυτή την αντανάκλαση έχουμε ονομάσει έρωτα. Κι όταν ο καθρέφτης σπάσει, φίλε, πρόσεξέ το:  αν είσαι ειλικρινής θα διαπιστώσεις ότι δεν θέλεις να επιστρέψει το ίδιο το πρόσωπο αλλά αυτά που σε άφηνε να αντανακλάς πάνω του. Δεν σου λείπει εκείνος ή εκείνη. Σου λείπει η κατάσταση μέσα στην οποία είχες βρεθεί. 
Θα στο θέσω αλλιώς για να αποδείξω ότι δεν σου λείπει το άτομο αλλά ο έρωτας (η αντανάκλαση). 
Εάν το πρόσωπο το οποίο ωρύεσαι ότι σου λείπει το αντικαθιστούσε κάποιο άλλο πρόσωπο με περισσότερα προσόντα, που θα σου έδινε την ίδια αντανάκλαση, δηλαδή τις ίδιες ρομαντικο-ερωτικές καταστάσεις, τις ίδιες τρυφερές στιγμές, εάν έδινε στα αυτιά σου τα ίδια ωραία λόγια; Πώς θα αντιδρούσε ο έρωτάς σου, φίλε; Θα μετατοπιζόταν από πρόσωπο σε πρόσωπο με εξαιρετική ευκολία, ή όχι;

Σε μπέρδεψα, φίλε; 


















Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Οικειότητα




Οικειότητα. Οικειότητα, φίλε. 
Έχω μια αγαπημένη φίλη που συνεχώς μου θυμίζει: "familiarity brings contempt". Σημαίνει: "η οικειότητα σε κάνει να χάνεις τον σεβασμό προς τον άλλο", ή κάπως έτσι. 
Ωστόσο, προσωπικά, φίλε, έχω άλλη άποψη. Εγώ αγαπώ την οικειότητα. Αγαπώ να ξέρω τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τον σύντροφό μου. Αυτές τον κάνουν το πρόσωπο που είναι. Πώς κοιμάται κι από ποια πλευρά. Αν ροχαλίζει. (τον μισείς όταν;) Αν αγαπάει το αλάτι ή τη βροχή (δεν θέλω να το πιάσω ούτε ρομαντικά ούτε πρακτικά και κρύα. Θέλω να δώσω μόνο το στίγμα).  Τι κάνει όταν στενοχωριέται; Απομονώνεται; Το μοιράζεται; μαζί σου; Με φίλους; Το σκάει; Το ξεπερνάει εύκολα; Φαγητά; Τι αγαπάει; Τι τον πειράζει; Ποιο φρούτο δεν αντέχει; 
Πόσες μέρες κρατά ο θυμός του; 
Κάθε πότε έχει ερωτική επιθυμία; 
Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο, την αρρώστια; Μένει; Φεύγει; Στηρίζει; Κι έπειτα, πώς γελάει; Πώς του αρέσει ο καφές; Πίνει καφέ; Ποιον καφέ αγαπάει από όλους; Πώς νανουρίζεται για τον πάρει ο ύπνος; Μουσική; Ποιο είδος από όλα αγαπάει; Πώς σκουπίζεται μετά το μπάνιο; Λερώνει; (τον μισείς όταν;) 
Πώς είναι η αγκαλιά του; Πόσο την χρησιμοποιεί; Πόση ώρα αγκαλιάζει; Μιλάει μόνος του; Ξέρει κολύμπι; Παιδιαρίζει; (τον μισείς όταν;) 
Ποια μεριά του κρεβατιού, του καναπέ αγαπάει; Διαβάζει; Μαθαίνει; Διορθώνεται; Αλλάζει; 
Φαλτσάρει όταν τραγουδάει; 
Καταστρέφει τα ανέκδοτα ή σε κάνει να γελάς; 
Ένα εκατομμύριο πράγματα που ξέρεις ή δεν ξέρεις, φίλε. Ωστόσο σκέψου να έλειπαν. Familiarity brings contempt,  δε λέω, αλλά δεν είναι ανάγκη να φτάνεις στα άκρα. Κράτα στάση διακριτική, κράτα στάση ερωτική, μην ξεχνιέσαι με το πέρασμα των αιώνων...
Κράτα την αυτονομία σου, έρχεσαι από διαφορετικούς κόσμους, το ξέρεις... Δέξου τις αλλαγές του άλλου όπως καλοδέχεσαι τις δικές σου... Ποτέ δεν είναι πολύ μεγάλες, έτσι κι αλλιώς, αφού βαδίζεις πλάι του για καιρό. Μοιράσου την τρέλα του κι άφησε ελεύθερη την δική σου. 
Και κοίτα, φίλε... Όταν οι καλοί σου φίλοι σε ρωτήσουν για όλες τις παραπάνω λεπτομέρειες, είσαι τυχερός που μπορείς να απαντήσεις ανελλιπώς σε όλες... Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το έχουν νιώσει ποτέ... Ή το έχουν νιώσει για τόσο λίγο που το έχουν ξεχάσει... Και εντέλει: Και μόνο ότι μπορείς να απαντάς αβίαστα σε τόσες ερωτήσεις, φίλε, είναι προνόμιο, πώς να το κάνουμε... Πάει να πει πως είσαι διαβασμένος! 


Ντίνου Χριστιανόπουλου 

«Ενός λεπτού σιγή»

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
[πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 59]






Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Αντώνης Μπουντούρης


         






                                           Η ΑΛΛΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

                                                                         1

                                           Δε χρωστάω πουθενά

                                            Μονάχα στη θάλασσα

                                            Την τέφρα μου.

                                                                           2

                                            Παράγγειλε στη μάνα του

                                             Λυτό να τον γεννήσει

                                             Να ψαλιδίσει τις φασκιές
                                             και να ντυθούν τ'αδέλφια του.

                                             Αυτός δεν έχει ανάγκη.

                                             Η θάλασσα τον ξέβρασε

                                             Ένα κωφό κοχύλι.




                                                                          3

                                              Κόρη λυσίκομη θαλασσινή
                                              Μοσχοβολά αλμύρα και
                                              καταλλαγή.

                                              Γονατιστή προσεύχεται μέσα στο Ιερό της.

                                              Κι έτσι μετατοπίζεται
                                              ο επίλογος
                                              στο μυχό του πάνω κόσμου.

                                                                           4

                                               Και στην κοιλιά της μάνας μας
                                               χτυπάει ο παφλασμός της...






                                                                           5

                                               Χωνεύονται στο σώμα της
                                               Τα γήινα σώματά μας

                                               Οι άσκοπες πλωτές πορείες μας.

                                               Και ανεβάζει στάθμη.


                                                                            6

                                                 Τρέχει ,τρέχει ανίκητα
                                                  Σαν τους ερωτευμένους.

                                                  Πλόες χαράζουν το γλαυκό
                                                  χορταστικό της σώμα.

                                                  Αρχόντισσα
                                                  Που πλάθει βάθη αμέτρητα
                                                  για να κρυφτεί το φώς μας.





                                                                              7

                                                   Έχει κι η θάλασσα ψυχή
                                                   που θέλει να τη σώσει.

                                                  Έχει και υποστατικό
                                                   να παίρνει τις πνοές της

                                                    Κι όποτε θέλει κουπαστή
                                                    αρπάζει μια να τεντωθεί.

                                                                               8

                                                     Πρόσωπα ονειρόληπτα
                                                     Που έχουν γονατίσει
        
                                                     Και προσκυνούν τη θάλασσα
                                                     Που τελειωμό δεν έχει...




                                                                           9

                                                     Δεν ξεδιψάει η θάλασσα

                                                      Όσο και να μας πίνει

                                                      Έχει ένα στόμα μέσα της

                                                      που κατοικούν ελπίδες.



                                                     Αντώνης Μπουντούρης

 "Το έργο του Αντώνη Μπουντούρη μας αποκαλύπτει μια γνήσια ποιητική φωνή, που πλησιάζει τον κόσμο με μια χαρακτηριστική ηρεμία. Ιδιοσυγκρασία ισορροπημένη, πλούσια από ό,τι φαίνεται σε εμπειρίες και γνώσεις, άρτιος χειριστής του ελληνικού λόγου, είναι σε θέση να μας μυήσει στη μουσικότητα που μπορούν να έχουν οι λέξεις."    Περιοδικό Άρδην, 25/6/2017 (http://ardin-rixi.gr/archives/204652)

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Ο λύκος




Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί ή η αγάπη κρατάει για πάντα;




Γιατί...

"Πεινάς;" ρώτησα με συμπόνια.
"Είμαι ο λύκος", μου είπε. "Μπορώ να σε καταπιώ ολόκληρη".






Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Συζήτηση περί θανάτου





Όταν πεθάνω

Α. «Πάντως, αγάπη μου, όταν πεθάνω, θέλω να με θάψεις με όλες τις τιμές».
Μ. «Δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή;»
Α. «Όχι βέβαια. Θέλω να με πας στη μεγάλη εκκλησία για να με ψάλλουν».
Μ. «Γιατί στη μεγάλη;»
Α. «Διότι, μην ξεχνάς, έχω και μια θέση στην κοινωνία… Θα έρθουν πέντε επίσημα πρόσωπα… Ο Π., ο Κ., ο άλλος Κ… Να βρίσκομαι σε μια εκκλησία της προκοπής».
Μ. «Εντάξει».
Α. «Κι έπειτα θα με πάρεις να με πας στο χωριό. Εκεί θα με θάψεις».
Μ. «Γιατί δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή; Θα σε βάλω πάνω στο τζάκι!»
Α. «΄Απαπαπα! Και να φέρνεις τους εραστές και να βλέπω τι κάνεις, πάνω από το τζάκι; Στο χωριό μου!»
Μ.«Καλά… Στο χωριό σου… Εντάξει».
Ε. «Ρε, παιδιά, τι κουβέντα πιάσατε τώρα; Έχουμε ακόμα τριάντα χρόνια ζωής μπροστά μας!»
Α. «Δηλαδή εσύ δεν έχεις σκεφτεί τι θέλεις;»
Ε. «Έχω πολλά χρόνια ακόμα για να το σκεφτώ».
Α. «Εσύ, φιλαράκο; Τι θέλεις στην κηδεία σου;»
Β. «Εγώ θέλω η γυναίκα μου να με θάψει με μοιρολογίστρες. Να είναι πολλές γυναίκες πάνω μου και να κλαίνε πολύ».
Ν. «Θα σε κάψω, στο λέω!»
Β. «Όχι! Θα με πας στο νεκροταφείο και θα έρχεσαι κάθε βδομάδα να κλαις πάνω μου! Ανελλιπώς!»
«Καλά… Σιγά τότε μην καταλαβαίνεις, τι γίνεται!»
«Θα σε καταραστώ!»
«Τότε κανόνισε να πεθάνω πρώτη!»
Ε. «Δηλαδή; Πώς να το κανονίσει; Να σε πυροβολήσει;»
Γέλια.
Β. «Εσύ τι θες, αγάπη μου; Αν κι εγώ θα πεθάνω πρώτος, είμαι μεγαλύτερος».
Ν. «Να με κάψετε και τέλος. Ούτε νεκροταφεία, ούτε κλάματα, ούτε καντήλια, ούτε τάφους, ούτε τίποτα»
Α. «Έλα, πες μας κι εσύ, Ε. Τι θέλεις; Δεν μπορεί να μην το έχεις σκεφτεί!»
Ε. «Μακάβρια η συζήτηση… Τέλος πάντων. Εγώ δεν θέλω καθόλου κλάματα. Σκέφτομαι να πεθάνω μετά τα ενενήντα. Θα έχω χορτάσει από όλα. Μια Κυριακή θα καλέσω τα παιδιά μου για φαγητό. Θα έρθουν με παιδιά, εγγόνια, μπορεί και δισέγγονα. Θα γεμίσει το σπίτι χαρά και φωνές. Θα φάμε, θα πιούμε κι ύστερα θα πάω να ξεκουραστώ. Και δεν θα ξυπνήσω».
Α. «Στην κηδεία τι θέλεις;»
Ε. «Δεν θέλω κηδεία. Μια τελετή μονάχα. Η αλήθεια είναι, μια τελετή θα την ήθελα, έτσι για την υστεροφημία. Με το κιβούρι μου στο κέντρο μιας αίθουσας, σχεδόν ξεχασμένο, κι εγώ μέσα, εντελώς ακίνητη και νεκρή. Ωστόσο λένε ότι το πνεύμα ζει λίγες μέρες, λίγες ακόμα ώρες πριν ελευθερωθεί εντελώς και απομακρυνθεί από τα εγκόσμια. Εγώ λοιπόν, στο κέντρο πεθαμένη και ξεχασμένη, –δεν με πειράζει– και γύρω μου να τρώνε και να γλεντούν. Σε μια γωνιά θέλω κι ένα ποτηράκι με το τσιπουράκι μου… Να ευχαριστηθώ κι εγώ μαζί με τους άλλους… Κι ορκίζομαι στο Θεό πως θα το δούνε πιωμένο! Με τις μουσικές στο τέρμα, γέλια, αστεία, ούτε μαύρα ρούχα, ούτε τίποτα… δεν αγαπώ τα πένθη, ούτε τα εσωτερικά ούτε τα εξωτερικά. Κι ύστερα από το γλέντι και το φαγοπότι, σκέφτομαι να καώ. Φλόγα στη φλόγα. Μικρά κομματάκια φλεγόμενης στάχτης που θα ανεβαίνουν στον ουρανό».
Μ. «Μα… σε καίνε σε φούρνο».
Ε. «Εγώ θα κρατήσω αυτή την εικόνα. Σαν να καίγομαι στην ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο. Ή κάτω από το φεγγάρι και τα αποκαΐδια μου να λαμπυρίζουν ανεβαίνοντας προς τα πάνω».

Α. «Μετά;»


Ε. «Μετά, η στάχτη μου στη θάλασσα. Έτσι δεν συνηθίζεται; Ή σε μια κορφή βουνού. Το ίδιο μου κάνει. Ίσως… Τώρα που το σκέφτομαι, θα προτιμούσα το βουνό. Στη θάλασσα θα με καταπιούν κατευθείαν τα ψάρια. Θα περνούν πάνω μου παλιόβαρκες με ψαράδες που βρίζουν. Θα με δρασκελίζουν καράβια που θα αφήνουν πίσω τους πετρέλαια κι απόβλητα. Ναι, προτιμώ το βουνό. Να περπατήσουν πάνω στη στάχτη μου πουλιά και ζώα. Να κάνουν έρωτα πάνω μου. Να γεννήσουν επάνω μου. Να τρίψουν τα φτερά τους σπουργίτια, να συρθούν σαλιγκάρια, σαμιαμίδια,  να φυτρώσουν χορτάρια. Ίσως φυτρώσει και δέντρο. Έτσι θα μείνει κάτι πίσω μου, κάτι από μένα: οι στάχτες από τα κόκαλά μου. Ελάχιστα κύτταρα –καμένα, αλλά δεν με πειράζει– από το μυαλό, το δέρμα μου, τα πόδια που με πηγαινόφερναν, το συκώτι, τα μάτια. Ναι,  κάτι θα μείνει. Δεν θα είμαι χωμένη κάτω από το χώμα, δεν θα αναγκαστώ να σκουληκιάσω, δεν θα αναγκάσω τα παιδιά μου να είναι υπεύθυνα για το καθάρισμα του τάφου μου ούτε να αναρωτηθούν στα τρία χρόνια τι θα κάνουν με το κρανίο μου που θα ξεθάψουν, αν θα το βάλουν σε κενοτάφιο ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Βουνό. Στο βουνό θέλω να με σκορπίσουν. Αγαπώ τη ζωή. Στο βουνό θα ζήσω λίγο ακόμα. Ίσως κανένα κοκαλάκι μου που θα έχει ξεμείνει από την πυρά να παραμείνει εκεί πέρα, στα ύψη, για πάντα. Ή να το πάρει κανένας αετός για να φτιάξει φωλιά. Ο αετός, ξέρετε φτιάχνει την ασχημότερη φωλιά από όλα τα πετεινά του ουρανού. Αλλά δεν παύει να είναι αετός.
Άσχετο αυτό που είπα μόλις τώρα;»

(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, από τη συλλογή διηγημάτων Αντρικές κουβέντες-Γυναικείες κουβέντες).