Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Συζήτηση περί θανάτου





Όταν πεθάνω

Α. «Πάντως, αγάπη μου, όταν πεθάνω, θέλω να με θάψεις με όλες τις τιμές».
Μ. «Δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή;»
Α. «Όχι βέβαια. Θέλω να με πας στη μεγάλη εκκλησία για να με ψάλλουν».
Μ. «Γιατί στη μεγάλη;»
Α. «Διότι, μην ξεχνάς, έχω και μια θέση στην κοινωνία… Θα έρθουν πέντε επίσημα πρόσωπα… Ο Π., ο Κ., ο άλλος Κ… Να βρίσκομαι σε μια εκκλησία της προκοπής».
Μ. «Εντάξει».
Α. «Κι έπειτα θα με πάρεις να με πας στο χωριό. Εκεί θα με θάψεις».
Μ. «Γιατί δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή; Θα σε βάλω πάνω στο τζάκι!»
Α. «΄Απαπαπα! Και να φέρνεις τους εραστές και να βλέπω τι κάνεις, πάνω από το τζάκι; Στο χωριό μου!»
Μ.«Καλά… Στο χωριό σου… Εντάξει».
Ε. «Ρε, παιδιά, τι κουβέντα πιάσατε τώρα; Έχουμε ακόμα τριάντα χρόνια ζωής μπροστά μας!»
Α. «Δηλαδή εσύ δεν έχεις σκεφτεί τι θέλεις;»
Ε. «Έχω πολλά χρόνια ακόμα για να το σκεφτώ».
Α. «Εσύ, φιλαράκο; Τι θέλεις στην κηδεία σου;»
Β. «Εγώ θέλω η γυναίκα μου να με θάψει με μοιρολογίστρες. Να είναι πολλές γυναίκες πάνω μου και να κλαίνε πολύ».
Ν. «Θα σε κάψω, στο λέω!»
Β. «Όχι! Θα με πας στο νεκροταφείο και θα έρχεσαι κάθε βδομάδα να κλαις πάνω μου! Ανελλιπώς!»
«Καλά… Σιγά τότε μην καταλαβαίνεις, τι γίνεται!»
«Θα σε καταραστώ!»
«Τότε κανόνισε να πεθάνω πρώτη!»
Ε. «Δηλαδή; Πώς να το κανονίσει; Να σε πυροβολήσει;»
Γέλια.
Β. «Εσύ τι θες, αγάπη μου; Αν κι εγώ θα πεθάνω πρώτος, είμαι μεγαλύτερος».
Ν. «Να με κάψετε και τέλος. Ούτε νεκροταφεία, ούτε κλάματα, ούτε καντήλια, ούτε τάφους, ούτε τίποτα»
Α. «Έλα, πες μας κι εσύ, Ε. Τι θέλεις; Δεν μπορεί να μην το έχεις σκεφτεί!»
Ε. «Μακάβρια η συζήτηση… Τέλος πάντων. Εγώ δεν θέλω καθόλου κλάματα. Σκέφτομαι να πεθάνω μετά τα ενενήντα. Θα έχω χορτάσει από όλα. Μια Κυριακή θα καλέσω τα παιδιά μου για φαγητό. Θα έρθουν με παιδιά, εγγόνια, μπορεί και δισέγγονα. Θα γεμίσει το σπίτι χαρά και φωνές. Θα φάμε, θα πιούμε κι ύστερα θα πάω να ξεκουραστώ. Και δεν θα ξυπνήσω».
Α. «Στην κηδεία τι θέλεις;»
Ε. «Δεν θέλω κηδεία. Μια τελετή μονάχα. Η αλήθεια είναι, μια τελετή θα την ήθελα, έτσι για την υστεροφημία. Με το κιβούρι μου στο κέντρο μιας αίθουσας, σχεδόν ξεχασμένο, κι εγώ μέσα, εντελώς ακίνητη και νεκρή. Ωστόσο λένε ότι το πνεύμα ζει λίγες μέρες, λίγες ακόμα ώρες πριν ελευθερωθεί εντελώς και απομακρυνθεί από τα εγκόσμια. Εγώ λοιπόν, στο κέντρο πεθαμένη και ξεχασμένη, –δεν με πειράζει– και γύρω μου να τρώνε και να γλεντούν. Σε μια γωνιά θέλω κι ένα ποτηράκι με το τσιπουράκι μου… Να ευχαριστηθώ κι εγώ μαζί με τους άλλους… Κι ορκίζομαι στο Θεό πως θα το δούνε πιωμένο! Με τις μουσικές στο τέρμα, γέλια, αστεία, ούτε μαύρα ρούχα, ούτε τίποτα… δεν αγαπώ τα πένθη, ούτε τα εσωτερικά ούτε τα εξωτερικά. Κι ύστερα από το γλέντι και το φαγοπότι, σκέφτομαι να καώ. Φλόγα στη φλόγα. Μικρά κομματάκια φλεγόμενης στάχτης που θα ανεβαίνουν στον ουρανό».
Μ. «Μα… σε καίνε σε φούρνο».
Ε. «Εγώ θα κρατήσω αυτή την εικόνα. Σαν να καίγομαι στην ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο. Ή κάτω από το φεγγάρι και τα αποκαΐδια μου να λαμπυρίζουν ανεβαίνοντας προς τα πάνω».

Α. «Μετά;»


Ε. «Μετά, η στάχτη μου στη θάλασσα. Έτσι δεν συνηθίζεται; Ή σε μια κορφή βουνού. Το ίδιο μου κάνει. Ίσως… Τώρα που το σκέφτομαι, θα προτιμούσα το βουνό. Στη θάλασσα θα με καταπιούν κατευθείαν τα ψάρια. Θα περνούν πάνω μου παλιόβαρκες με ψαράδες που βρίζουν. Θα με δρασκελίζουν καράβια που θα αφήνουν πίσω τους πετρέλαια κι απόβλητα. Ναι, προτιμώ το βουνό. Να περπατήσουν πάνω στη στάχτη μου πουλιά και ζώα. Να κάνουν έρωτα πάνω μου. Να γεννήσουν επάνω μου. Να τρίψουν τα φτερά τους σπουργίτια, να συρθούν σαλιγκάρια, σαμιαμίδια,  να φυτρώσουν χορτάρια. Ίσως φυτρώσει και δέντρο. Έτσι θα μείνει κάτι πίσω μου, κάτι από μένα: οι στάχτες από τα κόκαλά μου. Ελάχιστα κύτταρα –καμένα, αλλά δεν με πειράζει– από το μυαλό, το δέρμα μου, τα πόδια που με πηγαινόφερναν, το συκώτι, τα μάτια. Ναι,  κάτι θα μείνει. Δεν θα είμαι χωμένη κάτω από το χώμα, δεν θα αναγκαστώ να σκουληκιάσω, δεν θα αναγκάσω τα παιδιά μου να είναι υπεύθυνα για το καθάρισμα του τάφου μου ούτε να αναρωτηθούν στα τρία χρόνια τι θα κάνουν με το κρανίο μου που θα ξεθάψουν, αν θα το βάλουν σε κενοτάφιο ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Βουνό. Στο βουνό θέλω να με σκορπίσουν. Αγαπώ τη ζωή. Στο βουνό θα ζήσω λίγο ακόμα. Ίσως κανένα κοκαλάκι μου που θα έχει ξεμείνει από την πυρά να παραμείνει εκεί πέρα, στα ύψη, για πάντα. Ή να το πάρει κανένας αετός για να φτιάξει φωλιά. Ο αετός, ξέρετε φτιάχνει την ασχημότερη φωλιά από όλα τα πετεινά του ουρανού. Αλλά δεν παύει να είναι αετός.
Άσχετο αυτό που είπα μόλις τώρα;»

(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, από τη συλλογή διηγημάτων Αντρικές κουβέντες-Γυναικείες κουβέντες). 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου