Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Μπούσουλας






Φιλαράκι, ξέρεις τι γίνεται; Εδώ είναι ένας γνώριμος τόπος...
Όταν τα πράγματα πάνε καλά, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, εδώ βρίσκεται η φωλιά, το σημείο ξεκούρασης.
Σκέψου έναν οδοιπόρο. Έχει περπατήσει χιλιόμετρα με τα ίδια παπούσια. Τα νύχια στα πόδια έχουν μεγαλώσει, στριμώχνουν το κρέας, τα δάχτυλα πρήζονται. Κρατάει ραβδί. Περπατάει μέσα σε ένα στεγνό ποτάμι, μήνας καλοκαίρι. Ο μόνος δρόμος που θα τον οδηγήσει στο σημείο που θέλει, είναι ο δρόμος του ποταμιού. Ωστόσο το ποτάμι είναι γεμάτο κροκάλες. Τα πονεμένα πόδια  στραβοπατούν. Βαδίζει και σκέφτεται. Να τα παρατήσει. Να μείνει εκεί. Να ξαπλώσει στα χοντρά άσπρα βότσαλα και να αφεθεί. Να αφεθεί; Να περιμένει μήπως τον ψάξει κάποιος; Σε ποιον λείπει τόσο που θα προλάβει να τον ψάξει και να τον βρει πριν παραδώσει πνεύμα; Να πεθάνει;  Να τον φάνε τα πετεινά του ουρανού; Άραγε η περιοχή έχει λύκους; Μυρμήγκια; Σφήκες; Βαδίζει. Κάπου συναντάει μια στάλα ευλογημένο νερό. Βγάζει υποδήματα, τρύπιες στα νύχια κάλτσες, βυθίζει τα πόδια. Ανακουφίζεται. Μένει εκεί. Κεφάλι στο λιοπύρι, στα πόδια νερό. Μυαλό άδειο, συγκεντρωμένο στη δροσιά του. Ξέρει καλά ότι ο πόνος θα επανέλθει μόλις κινήσει πάλι. Ο δρόμος δεν τέλειωσε. Αλλά κάπου σε λίγο βρίσκεται η φωλιά. Ο γνώριμος τόπος.
Κουράγιο. Εκεί. Εκεί. Εκεί θα ξαποστάσει.



Αυτά γίνονται όταν χάνεται ο μπούσουλας... (Μπούσουλας... τι λέξη!)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούσουλας < μεσαιωνική ελληνική μπούσουλας < ιταλική bussola < υστερολατινική buxida < αρχαία ελληνική πυξίς (αντιδάνειο)

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούσουλας αρσενικό
  1. (ναυτικός όρος) η πυξίδα
  2. (μεταφορικά) αυτό που καθοδηγεί, που προσφέρει προσανατολισμό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έχασα τον μπούσουλα: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ήξερα τι να κάνω

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Συνταγή για το κρύωμα


Συνταγή για κρύωμα


Η γιαγιά μου και αργότερα η μαμά μου, λέγανε ότι για να περάσει το κρύωμα όταν την είχες αρπάξει, έπρεπε να χωθείς κάτω από τα σκεπάσματα και να κουκουλωθείς τόσο πολύ, που να ιδρώσεις. Με τον ιδρώτα λέει, το κρύωμα έπαιρνε δρόμο γιατί οι πόροι γίνόντουσαν χιλιάδες μικρές πόρτες, όπου ο ιδρώτας βγαίνοντας παρέσυρε τα μικρόβια. Έφευγε το κρύωμα και ησύχαζες. Για να πετύχει ένα καλό ίδρωμα,  προκαλούσαν ζέστη στο σώμα. Τριψίματα με πράσινο οινόπνευμα ή αν είχαμε λευκό,  χαμομήλι ζεσταμένο με τσίπουρο ή λάδι, πετρέλαιο, βεντούζες και ένα σωρό άλλα που δεν θυμάμαι. Το τρίψιμο ήταν δυνατό και γρήγορο, άναβαν φωτιές τα χέρια, η πλάτες, τα παιδικά στήθη. Πρώτα μπρος. Η πλάτη ήθελε περισσότερη δουλειά και περισσότερη δύναμη. Ύστερα τα σκεπάσματα. Φόρτωναν πάνω μας τόσα, που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. "Κάτσε τώρα να ιδρώσεις", λέγανε και πηγαίνανε να πλύνουν τα χέρια. Το έργο ίασης είχε τελειώσει. "Αύριο θα είσαι περδίκι!"
Θυμάμαι μια φορά που προσποιήθηκα την άρρωστη στην πρώτη δημοτικού για να μην πάω σχολείο.  Αφού υπέστην όλα τα παραπάνω μαρτυρικά, η γιαγιά μού έδωσε να πιω ασπιρίνη. Μιά το πρωί , μία το μεσημέρι. Ωστόσο είχα υποστεί τα τριψίματα και τα ιδρώματα και τα κουκουλώματα ενώ ήξερα πως ήμουν καλά. Να πιω και ασπιρίνη;
Όταν την άλλη μέρα γύρισα από το σχολείο η γιαγιά με περίμενε με τη βίτσα. Η βίτσα ένα λεπτό κλαδί που έτσουζε και άφηνε σημάδια, όταν μας χτυπούσαν για τιμωρία. Αφού τις έφαγα για τα καλά, κλαίγοντας ακόμα,  άρχισα να αναρωτιέμαι πώς είχε καταλάβει η γιαγιά ότι την προηγούμενη μέρα την είχα κοροϊδέψει. Το έμαθα όταν άκουσα να το λέει στους υπόλοιπους της οικογένειας όταν ρώτησαν γιατί με είχε δείρει. Είχε βρει λέει, τις ασπιρίνες κάτω από το ιδρωμένο μου μαξιλάρι.