Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Καθρέφτης

Καθρέφτης






1. Ο κόσμος γράφει.
Η άνοιξη ήρθε.
Ο ήλιος επάνω.
Η Μιμία στο μπαλκόνι.
Μη μου μιλάς.
Για λίγο.
Ησυχία.
Το μυαλό μου έχει ανάγκη προσαρμογής.
Μετά από κάθε ύπνο
χρειάζομαι χρόνο
για να μπω στην πραγματικότητα.
Ησυχία.
Ύπνος συναισθηματικός.
Τι ζητάς, ακόμα δεν ξύπνησα;

Τι ωραίος άνθρωπος αυτός και πάει χαμένος!

Τι ωραίος άνθρωπος αυτός αλλά με πόσες λάθος επιλογές! (Ή μήπως αλλοπρόσαλλη τύχη;)

(Πού είναι οι απαντήσεις μου;)

Λες για μένα, φτωχέ μου φίλε... Μιλάς εκ μέρους μου... Σκέφτεσαι εκ μέρους μου επίσης... Τι κόπος!
Κοίτα τι σκέφτομαι: Βλέπουμε στους άλλους τον εαυτό μας. Καθρεφτιζόμαστε, αγαπητέ, αυτό είναι. Όλοι οι φίλοι μας, όλες οι παρέες μας, είναι κομμάτια δικά μας. Αυτά αγαπάμε. Εμάς αγαπάμε, φίλε. Τα προτερήματα, τα ελαττώματα, ο θαυμασμός, τα λάθη, δικά μας είναι, του δικού μας εαυτού είδωλα. Αν είναι να εγκρίνουμε ή να αποδεχτούμε κάτι, τσάμπα παλεύουμε τον απέναντι. Εμάς πρέπει να κοιτάξουμε.
Χαλάρωσε.


2. Πρώτη μέρα:
"Η αλευρόπιτα και άλλες χυδαίες ιστορίες" είναι ο τίτλος της συλλογής. Δεν μου αρέσει το αλευρόπιτα σαν τίτλος, μου λέει. Θυμίζει χυλόπιτα. Εγώ σκέφτομαι εμπορικά.
Μένω άναυδη. Χρόνια είναι που γράφω τα συγκεκριμένα διηγήματα, αυτός είναι στο μυαλό μου ο τίτλος. Ω, ρε μάνα μου! Να τον αφήσω να έχει τη γνώμη του και να κάνω τα δικά μου ή να τον ακούσω; Δίλημμα χοντρό! Αποφασίζω να κάνω τα δικά μου. Δικό μου το βιβλίο, δική μου η απόφαση. Άσε μας κάτω, εμπορικέ!
Δεύτερη μέρα:
Αγοράζω τσιγάρα. Αρχίζω να ξαναδιαβάζω τα διηγήματα. Θλιβερή διαπίστωση: Σχεδόν όλα είναι καταθλιπτικά! Ο Χριστός! Τι έγραφα, ρε παιδί μου; Πόσα χρόνια περνάω κατάθλιψη και δεν πήρα χαμπάρι;
Τρίτη μέρα:
Μια κατάθλιψη plus: Η κατάθλιψη ότι πέρασα κατάθλιψη. Το εξομολογούμαι σε φίλους. Έχω πελαγώσει. Να τα ξαναγράψω είναι αδύνατον. Να αφαιρέσω τα μαύρα και να αφήσω τα αισιόδοξα, δεν θα μείνει τίποτα. Άστα όπως είναι, με συμβουλεύει φίλος. Μια κουβέντα είναι. Φοβάμαι πως όσοι τα διαβάσουν θα απογοητευτούν. Φοβάμαι πως θα δουν τον αληθινό εαυτό μου και θα με λυπηθούν. Η περσόνα μου είναι ανέμελη ως τα τώρα.
Τέταρτη μέρα:
Αποφασίζω να στείλω τους τίτλους των διηγημάτων στον εμπορικό μήπως βρει καταλληλότερο τίτλο. Φωτογραφίζω τους τίτλους. Πλάι σε κάθε τίτλο σημειώνω ένα π που σημαίνει παράξενο και ένα μ που σημαίνει μαύρο. Λίγα έχουν μείνει χωρίς χαρακτηριστικό. Τους στέλνω. Τι να κάνω; του λέω. Τα περισσότερα είναι παράξενα και μαύρα. Τι τίτλο να βάλω, γαμώτο; έχω μπλεχτεί. Το είπες μόνη σου, μου απαντάει ψύχραιμα εκείνος. "Παράξενα και μαύρα". Ο κόσμος γύρω φωτίζεται! Βρέθηκε ο τίτλος μου! Ο τέλειος τίτλος! Πιάνω δουλειά. Αφαιρώ μερικά διηγήματα που με τον καινούργιο τίτλο φαίνονται ανόητα, προσθέτω κάποια που ταιριάζουν. Νιώθω σχεδόν έτοιμη. Κοίτα να δεις! Υπάρχουν παντού άγγελοι!


























Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Άνοιξη

















Ήθελα να ξέρω πότε θα ησυχάσεις
Έλεγε η μάνα μου
Γελούσα
Στα ενενήντα, απαντούσα εγώ
Ακόμα μάνα
Ακόμα  
Ακόμα επιτρέπω στην άνοιξη να με πληγώνει.



Να νιώθεις όταν φεύγει
είναι κατάρα
να θέλεις να έρθει
είναι κατάρα
να μπαίνεις ολόκληρος 
κατάρα κι αυτό
να δίνεις χρώμα 
αυτό κι αν είναι
Εκείνος που σε έφτιαξε να δημιουργείς 
άλλο συμβόλαιο έπρεπε να δώσει να υπογράψεις.
Εντάξει, μάνα; 




























Να η λατέρνα μου
Ζωή 
Στους δρόμους 
Κρυμμένη πίσω
Μεροκάματο 
Πολύχρωμο ο έρωτας
Σκληρό
Πέφτεις τα βράδια αποκαμωμένος
Μάτια γεμάτα εικόνες
Ψυχή γεμάτη λαχτάρες
είτε καλοκαίρι 
είτε φθινόπωρο
είτε χειμώνας
άσε την άνοιξη
χειρότερη από όλα
παρακαλάς για βροχή 
πάνω που θες ν' ανθίσεις
και στην στερεί 
μαραίνεσαι 
ή στέλνει τόση 
που σε σαπίζει.








Οι παπάδες μας τέλειωσαν... στο είπα...






Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Μπαλόνια




Έι,  εσύ παιδί με τα μπαλόνια στα χέρια!
Εσένα μιλάω,
με τα χρωματιστά!

Με τα χρωματιστά μπαλόνια 
ανάμεσα σε ασπρόμαυρο κόσμο!
Πώς βρέθηκες στο δρόμο τέτοια ώρα;
Πώς στη θάλασσα; 
Πού πήγαινες, παιδί;
Τι περιμένεις ολομόναχο 
στη δύσκολη ώρα που δύει ο ήλιος;
Κανείς δεν έρχεται παιδί...
και τα μπαλόνια 
-λυπάμαι αν σε κάνω να κλάψεις- 
με τον καιρό,
χρωματιστά κουρέλια...



Έτσι είναι οι μέρες της συννεφιασμένης άνοιξης...
Πηδά η μια συννεφιά να συμπληρώσει την άλλη. Οι κόμποι εκεί. Χρόνια απαράλλαχτοι. Μπρος γκρεμός και πίσω άνοιξη. Και τούμπαλιν. 
Όταν οι χαρτορίχτρες πρόλεγαν το μέλλον, εσύ γελούσες, θυμάσαι; 
Πολύς ο χρόνος για σκέψη, φίλε. Καλή; Κακή συντροφιά; 
Πολύ το πάλεμα. Κι η έγνοια για τους άλλους. Κι αυτή πολλή. Ένα τριβέλισμα: να σώσεις τον κόσμο. 
Ποιον από όλους; Από τι; Από τον εαυτό τους; 
Και ποιος σε έταξε να το κάνεις, φίλε; 
Πες αλήθεια, ρε! Πόσους κατάφερες να σώσεις; 
Αγώνας άγονος, φίλε...
Εγώ στο λέω.

Συννεφιά. 
Το Σαββατοκύριακο λέει πως θα βρέξει. Φίλε. 






Αντώνης Μπουντούρης



ΑΝΤΩΝΗΣ  ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ
5 ποιήματα



ΣΥΝΩΜΟΤΩΝΤΑΣ
Ανάμεσά μας ένα σούρουπο ορφανό
σιγανό σαν προσευχή
ξέψυχο σαν πρόσφυγας
Σκεπασμένο με λευκό μαντήλι
καλοκαιρινό
να μη θυμίζει τον κουφό ανασασμό
να μη σαλεύει αισθήματα
και τα ανακατώνει.
Ουδέτεροι
(κι ολίγον δολεροί)
Χωρίς ίχνη.


ΑΡΔΕΥΣΗ ΕΜΜΟΝΩΝ
Εκείνος με την όψη του Χριστού
απιθώνει κυκλαδίτικα μάρμαρα
στα γύρω ξωκκλήσια
Και με το βλέμμα του τρελού
τα παίρνει κάθε βράδυ αγκαλιά
να μη του τα λαξέψουν.


ΕΥΡΥΘΜΙΑ
ασύλληπτος ο πόνος
έρχεται
επανέρχεται
την ίδια πάντα ώρα
μέσα στη ψυχή μου.






(I)
ΑΠΛΟΧΩΡΙΑ 
να ξεβοτανίζεις
                         να φυτεύεις
                                           να φιλεύεις

ν’ ακούς τον άλλον προσεκτικά

ίχνος ρυτίδας από το ύποπτο φως
να μη σέρνεται στα λόγια

τεντώνει η φωνή προς τα ψηλά
στον καθαρό αέρα
                               και σπάει

φωνή
         που σπάει
λέει αλήθειες
         κι είναι ανθεκτική στο φως
(II)
ΚΡΑΥΓΕΣ ΣΕ ΦΤΕΡΟΚΟΠΗΜΑ
Σχέσεις ολιγόκλαδες φθισικές
οι σχέσεις των ημερών μας.
Τα αισθήματα δειλά χαμηλωμένα σύννεφα
που δεν μπορούν να στάξουν.

Αναθρεμμένα μες την ήττα.

Μυλόπετρα στο στήθος μας
τούτη η κάθε μέρα…