Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μάνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μάνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Άνοιξη

















Ήθελα να ξέρω πότε θα ησυχάσεις
Έλεγε η μάνα μου
Γελούσα
Στα ενενήντα, απαντούσα εγώ
Ακόμα μάνα
Ακόμα  
Ακόμα επιτρέπω στην άνοιξη να με πληγώνει.



Να νιώθεις όταν φεύγει
είναι κατάρα
να θέλεις να έρθει
είναι κατάρα
να μπαίνεις ολόκληρος 
κατάρα κι αυτό
να δίνεις χρώμα 
αυτό κι αν είναι
Εκείνος που σε έφτιαξε να δημιουργείς 
άλλο συμβόλαιο έπρεπε να δώσει να υπογράψεις.
Εντάξει, μάνα; 




























Να η λατέρνα μου
Ζωή 
Στους δρόμους 
Κρυμμένη πίσω
Μεροκάματο 
Πολύχρωμο ο έρωτας
Σκληρό
Πέφτεις τα βράδια αποκαμωμένος
Μάτια γεμάτα εικόνες
Ψυχή γεμάτη λαχτάρες
είτε καλοκαίρι 
είτε φθινόπωρο
είτε χειμώνας
άσε την άνοιξη
χειρότερη από όλα
παρακαλάς για βροχή 
πάνω που θες ν' ανθίσεις
και στην στερεί 
μαραίνεσαι 
ή στέλνει τόση 
που σε σαπίζει.








Οι παπάδες μας τέλειωσαν... στο είπα...






Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η λεκάνη



Η λεκάνη

Η θεια Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη... Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια... Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο... Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα... Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά... Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε... Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια.,. Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά... Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά: "Δοκίμασες; Είναι καλά;" Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...

Του Σεπτέμβρη εφτά


Τρίτη 4 Απριλίου 2017






Μάνα, συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να σου μοιάσω. 
Δεν θέλω να γίνω γυναίκα σπιτικιά. Ούτε να μείνω μονάχη για πάντα. Δεν θέλω να γίνω μια γριά που καπνίζει και βήχει. Δεν θέλω να συμβουλεύω τα παιδιά μου να μείνουν δυστυχισμένα σε γάμους που δυσφορούν. Ούτε θέλω να τα κρατήσω κοντά μου επειδή μου χρωστούν για τις θυσίες μου. Γιατί δεν είναι θυσία, μάνα, το μεγάλωμα των παιδιών. Είναι αγάπης επιλογές. Δεν θέλω να σου μοιάσω μάνα. Θέλω τα παιδιά μου να είναι ελεύθερα. Να έχουν φτερά κι εγώ να χαίρομαι που τα ανοίγουν για να φύγουν από μένα. Αυτή είναι η φύση, μάνα.  Συγγνώμη που βλέπω το κορμί σου να γερνάει κι εγώ λαχταράω να φύγω όσο πιο μακρυά γίνεται. Κι ας μην μπορώ να παλέψω τη σύγκρουση με τον εαυτό και τις ενοχές μου. Όμως, μάνα, είναι φορές που πνίγομαι με την αγάπη σου. Κι εγώ δεν θέλω να σου μοιάσω. Γιατί η αγάπη δεν πνίγει, μάνα. 
Μάνα, με πονάς.
Κι εγώ δεν θέλω να πνίξω, ούτε να πονέσω κανέναν. Δεν είναι στο αίμα μου, μάνα. Γι' αυτό φοβάμαι που σε βλέπω ανήμπορη, μάνα.
Μάνα, συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να σου μοιάσω...


Ντίνος Χριστιανόπουλος 
Τύψεις όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας, 
αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου 
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν: 
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια 
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα 
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες - μα πιο πολύ, 
η όψη της μητέρας μου όταν γυρνώ αργά το βράδυ 
και τη βρίσκω μ' ένα βιβλίο στο χέρι 
να προσμένει βουβή, ξενυχτισμένη και χλομή.