Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Οικειότητα




Οικειότητα. Οικειότητα, φίλε. 
Έχω μια αγαπημένη φίλη που συνεχώς μου θυμίζει: "familiarity brings contempt". Σημαίνει: "η οικειότητα σε κάνει να χάνεις τον σεβασμό προς τον άλλο", ή κάπως έτσι. 
Ωστόσο, προσωπικά, φίλε, έχω άλλη άποψη. Εγώ αγαπώ την οικειότητα. Αγαπώ να ξέρω τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τον σύντροφό μου. Αυτές τον κάνουν το πρόσωπο που είναι. Πώς κοιμάται κι από ποια πλευρά. Αν ροχαλίζει. (τον μισείς όταν;) Αν αγαπάει το αλάτι ή τη βροχή (δεν θέλω να το πιάσω ούτε ρομαντικά ούτε πρακτικά και κρύα. Θέλω να δώσω μόνο το στίγμα).  Τι κάνει όταν στενοχωριέται; Απομονώνεται; Το μοιράζεται; μαζί σου; Με φίλους; Το σκάει; Το ξεπερνάει εύκολα; Φαγητά; Τι αγαπάει; Τι τον πειράζει; Ποιο φρούτο δεν αντέχει; 
Πόσες μέρες κρατά ο θυμός του; 
Κάθε πότε έχει ερωτική επιθυμία; 
Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο, την αρρώστια; Μένει; Φεύγει; Στηρίζει; Κι έπειτα, πώς γελάει; Πώς του αρέσει ο καφές; Πίνει καφέ; Ποιον καφέ αγαπάει από όλους; Πώς νανουρίζεται για τον πάρει ο ύπνος; Μουσική; Ποιο είδος από όλα αγαπάει; Πώς σκουπίζεται μετά το μπάνιο; Λερώνει; (τον μισείς όταν;) 
Πώς είναι η αγκαλιά του; Πόσο την χρησιμοποιεί; Πόση ώρα αγκαλιάζει; Μιλάει μόνος του; Ξέρει κολύμπι; Παιδιαρίζει; (τον μισείς όταν;) 
Ποια μεριά του κρεβατιού, του καναπέ αγαπάει; Διαβάζει; Μαθαίνει; Διορθώνεται; Αλλάζει; 
Φαλτσάρει όταν τραγουδάει; 
Καταστρέφει τα ανέκδοτα ή σε κάνει να γελάς; 
Ένα εκατομμύριο πράγματα που ξέρεις ή δεν ξέρεις, φίλε. Ωστόσο σκέψου να έλειπαν. Familiarity brings contempt,  δε λέω, αλλά δεν είναι ανάγκη να φτάνεις στα άκρα. Κράτα στάση διακριτική, κράτα στάση ερωτική, μην ξεχνιέσαι με το πέρασμα των αιώνων...
Κράτα την αυτονομία σου, έρχεσαι από διαφορετικούς κόσμους, το ξέρεις... Δέξου τις αλλαγές του άλλου όπως καλοδέχεσαι τις δικές σου... Ποτέ δεν είναι πολύ μεγάλες, έτσι κι αλλιώς, αφού βαδίζεις πλάι του για καιρό. Μοιράσου την τρέλα του κι άφησε ελεύθερη την δική σου. 
Και κοίτα, φίλε... Όταν οι καλοί σου φίλοι σε ρωτήσουν για όλες τις παραπάνω λεπτομέρειες, είσαι τυχερός που μπορείς να απαντήσεις ανελλιπώς σε όλες... Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το έχουν νιώσει ποτέ... Ή το έχουν νιώσει για τόσο λίγο που το έχουν ξεχάσει... Και εντέλει: Και μόνο ότι μπορείς να απαντάς αβίαστα σε τόσες ερωτήσεις, φίλε, είναι προνόμιο, πώς να το κάνουμε... Πάει να πει πως είσαι διαβασμένος! 


Ντίνου Χριστιανόπουλου 

«Ενός λεπτού σιγή»

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
[πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 59]






Παρασκευή 26 Μαΐου 2017


Εντάξει. Ψυχή που περισσεύει και γέλιο.
Τι παιχνίδι παίζεις, πάλι, ω! Σύμπαν;
Σαν το παιδί που περιμένει -πόση αφέλεια μπορεί να κρύβει, αλήθεια, το μυαλό ενός παιδιού- περιμένει, λέω, να μπει  κάποιο πουλί στο ξέσκεπο κλουβί του...

Ντίνος Χριστιανόπουλος


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/ntinos_xristianopoylos_poems.htm

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
(1955)

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.
Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)


ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
(1953)

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.

ΤΕΛΟΣ

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
(1956)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(1962)


Τρίτη 4 Απριλίου 2017






Μάνα, συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να σου μοιάσω. 
Δεν θέλω να γίνω γυναίκα σπιτικιά. Ούτε να μείνω μονάχη για πάντα. Δεν θέλω να γίνω μια γριά που καπνίζει και βήχει. Δεν θέλω να συμβουλεύω τα παιδιά μου να μείνουν δυστυχισμένα σε γάμους που δυσφορούν. Ούτε θέλω να τα κρατήσω κοντά μου επειδή μου χρωστούν για τις θυσίες μου. Γιατί δεν είναι θυσία, μάνα, το μεγάλωμα των παιδιών. Είναι αγάπης επιλογές. Δεν θέλω να σου μοιάσω μάνα. Θέλω τα παιδιά μου να είναι ελεύθερα. Να έχουν φτερά κι εγώ να χαίρομαι που τα ανοίγουν για να φύγουν από μένα. Αυτή είναι η φύση, μάνα.  Συγγνώμη που βλέπω το κορμί σου να γερνάει κι εγώ λαχταράω να φύγω όσο πιο μακρυά γίνεται. Κι ας μην μπορώ να παλέψω τη σύγκρουση με τον εαυτό και τις ενοχές μου. Όμως, μάνα, είναι φορές που πνίγομαι με την αγάπη σου. Κι εγώ δεν θέλω να σου μοιάσω. Γιατί η αγάπη δεν πνίγει, μάνα. 
Μάνα, με πονάς.
Κι εγώ δεν θέλω να πνίξω, ούτε να πονέσω κανέναν. Δεν είναι στο αίμα μου, μάνα. Γι' αυτό φοβάμαι που σε βλέπω ανήμπορη, μάνα.
Μάνα, συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να σου μοιάσω...


Ντίνος Χριστιανόπουλος 
Τύψεις όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας, 
αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου 
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν: 
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια 
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα 
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες - μα πιο πολύ, 
η όψη της μητέρας μου όταν γυρνώ αργά το βράδυ 
και τη βρίσκω μ' ένα βιβλίο στο χέρι 
να προσμένει βουβή, ξενυχτισμένη και χλομή. 

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Της ανταλλαγής το Μέλι

έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά
να σου δώσω απόγνωση να μην είσαι ζώο
να μου δώσεις δύναμη να μην είμαι ράκος
να σου δώσω συντριβή να μην είσαι μούτρο
να μου δώσεις χόβολη να μην ξεπαγιάσω
κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου
για να μάθεις πια να μην κλοτσάς

Xristianopoulos Ntinow 3b

Τύποι ήλων

Η ποίηση πρέπει να ‘ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου
Xionis Argiris 2
http://www.politeianet.gr/selidodeiktis



Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Αναπαράσταση
Καμιά φορά που γυρίζεις στα ίδια και στα ίδια
σαν το δολοφόνο
που δεν μπορεί να ξεχάσει
τον τόπο που τον οδήγησε στο κακό
καμιά φορά, λες, ε, και τί έγινε
τι είναι ένα φιλί ακόμα
εκεί όπου έχει τελεσθεί θάνατος.
Ε.Κ.

 Antique Photo- Summer Images:

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι

μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα
*
τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ
*
τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια
*
μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας
*
«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους
*
ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;
 :

Ένα ακόμη λιθάρι μέσα στο Γενάρη, ημέρα εικοστή έκτη