Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος, «Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου»
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους…
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

Το όνειρο
Εγώ πάλι ονειρεύτηκα το σπίτι σου
Μα τι βλέπω; αναρωτήθηκα
Είναι δέκα χρόνια πεθαμένος
και το κορίτσι που μου έφερε
δεν είναι δικό του
αυτός αγόρι είχε για παιδί
και δος του και καθάριζα το σπίτι σου από τα χώματα
μ' ένα χορταρένιο σκουπάκι
κάνοντας φαράσι τις χούφτες μου
και δος του και τίναζα τις σκόνες από τα σκεπάσματα
εδώ κάθεται, σκεφτόμουνα
κι αγαπούσα τη θέση που καθόσουν
και την κόρη σου αγαπούσα
κι ας ήξερα πως κάποτε είχες γιο
και δος του και πικραινόμουν
ετεροχρονισμένα
για τον ξαφνικό θάνατό σου
σα να τόξερα μες στ' όνειρο πως ήταν μονάχα όνειρο
και δος του τίναζα τη σκόνη των ενοχών μου από τα χαλιά σου.
Ε.Κ.
Τριάντα του μηνός των Αλκυονίδων


 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Εγώ δεν θέλω τίποτα άλλο στη ζωή μου απ' το να βάζω μια λεξούλα σε χαρτί...

Λίγο κλαίω

Λίγο κλαίω για τους χαμένους έρωτες
τους μνημονεύω σα νάχουνε φύγει ταξίδι
κι ίσως μια μέρα ξαναγυρίσουν
αδράχνοντας τις προσδοκίες
που σπάραξε η μοναξιά.

Λιγάκι τους θυμάμαι.
Κυρίως τη νύχτα,
τότε που ο πεθαμένος χρόνος
τέμνει σαν απόηχος καμπάνας
την
αιωνιότητα.
 

Ο Καλός μου ο Γενάρης φεύγει...

 

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ξύπνησα σήμερα με τη φράση: "Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι..."
Και θα ήταν γρουσουζιά να μην το ξαναδώ και να μην το ξανακούσω όλο... Πάλι και πάλι και πάλι όπως την πρώτη φορά...

Κι επειδή "Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο".

http://dide.fth.sch.gr/culture/monogrammaOElyths.htm
Για να ακούσετε το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ πατήστε ΕΔΩ (ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΙΟΥΛΙΤΑ / ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ) 
 
 
 Το μονόγραμμα
 
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.
 

Οδυσσέας Ελύτης
 

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

 
 

Καλλιέργεια Τζίντζερ (πιπερόριζα)

 
Υπάρχουν πολλά οφέλη για την υγεία στο τζίντζερ. Η καλλιέργεια του τζίντζερ είναι εύκολη και δεν απαιτεί πολλή προσπάθεια.
Για την καλλιέργειά μας, επιλέγουμε κομμάτια που είναι παχιά και έχουν όσο γίνεται πιο λείο δέρμα. Μουλιάζετε τη ρίζα σε ζεστό νερό, για 12 ώρες.
 
Στη συνέχεια, γεμίζετε με χώμα ένα δοχείο αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει περίπου τρία μεσαίου μεγέθους ριζώματα. Το δοχείο πρέπει να  έχει επαρκή αποστράγγιση. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε χώμα από τον κήπο σας ή αν δεν έχετε κήπο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λίγο εμπλουτισμένο χώμα από φυτώριο. Μπορείτε επίσης να προσθέσετε στο χώμα κοπριά για να κάνει μια πιο θρεπτικό το μίγμα.
Κόψτε την μουλιασμένη ρίζα τζίντζερ σε μικρά κομμάτια.
Κόψτε την μουλιασμένη ρίζα τζίντζερ σε μικρά κομμάτια.
Φυτέψτε τις ρίζες τζίντζερ και καλύψτε με χώμα και κοπριά μέχρι να κρυφτούν. Το τζίντζερ απαιτεί πολλή υγρασία, επομένως, είναι απαραίτητο να παίρνει αρκετό νερό.  Προσθέτετε νερό καθημερινά ή μέρα παρά μέρα. Βεβαιωθείτε ότι το έδαφος αποστραγγίζεται καλά, ώστε να αποφευχθεί η σήψη. Ένα ζεστό περιβάλλον είναι επίσης απαραίτητο για την ανάπτυξη του τζίντζερ. Τοποθετήστε το δοχείο σε φωτεινό σημείο και σε ζεστή θέση, αλλά όχι σε άμεσο ηλιακό φως.
Εάν δεν έχετε επαρκή πρόσβαση σε τέτοιο σημείο, μπορείτε να τοποθετήσετε το φυτό κάτω από μια λάμπα για να έχει την κατάλληλη ζεστασιά. Το τζίντζερ απαιτεί σχεδόν συνεχώς 24ο C.

Όταν χρειαστείτε να κόψετε ένα από τα  κομμάτια που χρειάζεστε, τραβήξτε το φυτό, κόψτε κι έπειτα ξαναχώστε το στο χώμα.Το Ginger έχει το πλεονέκτημα να σχηματίζει ένα μεγάλο φυτό.

Το Ginger έχει το πλεονέκτημα να σχηματίζει ένα μεγάλο φυτό.

 

Όλα τα χρήσιμα




 


 
 

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Αναπαράσταση
Καμιά φορά που γυρίζεις στα ίδια και στα ίδια
σαν το δολοφόνο
που δεν μπορεί να ξεχάσει
τον τόπο που τον οδήγησε στο κακό
καμιά φορά, λες, ε, και τί έγινε
τι είναι ένα φιλί ακόμα
εκεί όπου έχει τελεσθεί θάνατος.
Ε.Κ.

 Antique Photo- Summer Images:

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι

μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα
*
τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ
*
τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια
*
μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας
*
«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους
*
ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;
 :

Ένα ακόμη λιθάρι μέσα στο Γενάρη, ημέρα εικοστή έκτη
 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

What kind of dog is this? It looks like a bear, except for the tail!    Original captions: My favorite picture from an odd assortment of odd black and whites.:

Ας μιλήσουμε για την τεμπελιά

Αμαθία μεν θράσος, λογισμός δε όκνον φέρει.


Η αδράνεια είναι μοιραία μόνο για τις μετριότητες.
Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.
(Γιώργος Σουρής)
Τεμπελιά είναι η συνήθεια να ξεκουράζεσαι πριν κουραστείς.


Η θλίψη είναι ένα είδος τεμπελιάς.


Σήμερα επέτρεψα στον ήλιο να σηκωθεί πιο νωρίς από μένα.
 
 
Σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία, τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι μια ταξινόμηση των πιο σοβαρών αμαρτημάτων,  την οποία εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ κατά τη διάρκεια της θητείας του (590-604 μ.Χ.) στην εργασία του Magna Moralia.
Τα αμαρτήματα ονομάζονται "θανάσιμα" γιατί σύμφωνα με την εκκλησία μπορούν να στερήσουν τη θεία χάρη και να οδηγήσουν στην αιώνια καταδίκη της ψυχής του ανθρώπου, εκτός αν συγχωρεθούν με την εξομολόγηση. Σύμφωνα με την παράδοση, κάθε αμάρτημα εκπροσωπείται και από ένα δαίμονα.
Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ταξινομημένα κατά αύξουσα σοβαρότητα, είναι:
  • Οκνηρία (acedia), δαίμονας ο Βηλφεγώρ [Belphegor].
  • Αλαζονεία (superbia), δαίμονας ο Aζαζέλ [Azazel].
  • Λαιμαργία (gula), δαίμονας ο Βελζεβούλ [Beelzebub].
  • Λαγνεία (lussuria), δαίμονας ο Ασμοδαίος [Asmodeus].
  • Απληστία (avaritia), δαίμονας ο Μαμμωνάς [Mammon].
  • Οργή (ira), δαίμονας ο Σατανάς [Satan/Amon].
  • Ζηλοφθονία (invidia), δαίμονας ο Λεβιάθαν [Leviathan].

Οκνηρία (πρώτο στην κατάταξη!) Η οκνηρία - αδυναμία που συνδέεται με το δαίμονα Βηλφεγώρ - διαφέρει από τα άλλα θανάσιμα αμαρτήματα στο ότι, υπό μια έννοια, φαίνεται να αποτελεί το αντιδιαμετρικά αντίθετό τους. «Τα άλλα αμαρτήματα αφορούν το να χάνει κανείς τον έλεγχο των συναισθημάτων του και να επιδεικνύει υπερβολικές συμπεριφορές. Να έχει, για παράδειγμα, υπερβολική ερωτική επιθυμία ή να θυμώνει υπερβολικά. Η οκνηρία όμως είναι ακριβώς το αντίθετο» λέει ο κ. Τζάρετ. «Είναι το να μην κάνει κανείς τίποτε, να μην έχει καμία κινητοποίηση».

Στην ψυχολογία, η κινητοποίηση διακρίνεται σε εξωγενή και ενδογενή, αν και οι απόψεις των ειδικών σχετικά με το πώς πρέπει να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στους δυο τύπους διίστανται. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη, χαρακτηρίζεται ενδογενής όταν κάνουμε κάτι για να «ανταμείψουμε» τον εαυτό μας - απλώς επειδή μας προσφέρει χαρά ή ικανοποίηση. Αντιθέτως, όταν μιλάμε για εξωγενή κινητοποίηση, συνήθως κάνουμε κάτι για να κερδίσουμε μιαν ανταμοιβή από κάποιον τρίτο, όπως π.χ. όταν κάποιος μας προσφέρει κάτι ως αντάλλαγμα ή μας πληρώνει. «Θεωρώ ότι κατά κάποιον τρόπο στην αυθεντική οκνηρία θα πρέπει να υπάρχει έλλειψη οποιουδήποτε από τους δύο τύπους κινητοποίησης ή και των δύο» εξηγεί ο ψυχολόγος.

Η έλλειψη κινητοποίησης δεν θεωρείται επιλογή από τους ψυχολόγους. Αντιθέτως, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ζιβεσκίλε στη Φινλανδία που μελέτησαν την αποφυγή έργων - η οποία μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή οκνηρίας - διαπίστωσαν ότι αυτή μπορεί να προκληθεί από τον φόβο της αποτυχίας, από μια μη ρεαλιστική τελειομανία ή από αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος. Ορισμένοι ειδικοί επισημαίνουν μάλιστα ότι η οκνηρία συχνά εναλλάσσεται με περιόδους ανήσυχης δραστηριότητας, παρουσιάζοντας τις δύο όψεις του ίδιου προβλήματος, το οποίο δεν μπορεί να λυθεί αν δεν βρεθεί η «ρίζα του κακού» που προκαλεί την έλλειψη κινητοποίησης.

Οσον αφορά την απλή «τεμπελιά», την απραξία στην οποία μας αρέσει τόσο συχνά να πέφτουμε όταν δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο να κάνουμε, αυτή φαίνεται να είναι «περασμένη» στα γονίδιά μας. Μια μελέτη ψυχολόγων του Πανεπιστημίου του Σικάγου, με επικεφαλής τον Κρίστοφερ Χσέε που δημοσιεύθηκε πέρυσι, υποστηρίζει ότι έχουμε κληρονομήσει ένα «ένστικτο της τεμπελιάς» από τους προγόνους μας, οι οποίοι, ζώντας σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές, εξοικονομούσαν με τον τρόπο αυτόν πολύτιμη ενέργεια.

Το ένστικτο αυτό παραμένει εξίσου ισχυρό στις μέρες μας και, από τη στιγμή που δεν έχουμε μια συγκεκριμένη δουλειά, αναλαμβάνει τον έλεγχο ωθώντας μας στην απραξία. Οπως όμως φαίνεται, ενδέχεται να αποτελεί για εμάς πηγή δυστυχίας, αφού οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είμαστε περισσότερο ευτυχείς όταν είμαστε απασχολημένοι. «Μια απλή πρόφαση για να κάνουμε κάτι είναι αρκετή για να αντιστρέψει την πλάστιγγα και να μας κάνει να προτιμήσουμε την πιο δραστήρια επιλογή» επισημαίνει ο κ. Τζάρετ. «Και αν το κάνουμε αυτό, είμαστε πιο ευτυχισμένοι». http://www.tovima.gr/science/psychology-sociology/article/?aid=397027

Τα γνωμικά είναι από το http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=900
 
Τεμπελιά
Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι
τεμπελιά έχω βαρβάτη
το τηλέφωνο έχω κλείσει
για να μη μ' απασχολήσει.
Το ραδιόφωνο θ' ανοίξω,
και ασκητισμό θα δείξω.
Μοναδικό μου φαγητό
ελιές και παξιμάδι,
μα κυνηγός ανεμελιάς
και της ζωής μου βασιλιάς
ώς να με βρει το βράδυ.
 
Να συζητώ είναι περιττό
γιατί τάχω βροντήξει
τής ζήσης το τρεχαλητό
μου έχει φέρει πνίξη.
Κι αποφασίζω σήμερα
να τηνε βγάλω μόνος,
να σκέφτομαι τα εφήμερα
εντός ζεστού κοιτώνος.
 
Κι αν κανείς με επιπλήξει
πως λαθεύω ας αποδείξει.
(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου)
Source: weheartit.com - http://weheartit.com/entry/111638729/via/JoshDelaCruz:
 
Ε, να! Κάτι φέρνει και το κρύο...
 
 
 
 
 
 
 

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Ε... ας μιλήσουμε για την πνευματική ζωή του τόπου...
Οι φωτογραφίες είναι από την παρουσίαση του βιβλίου "Τα κείμενα των Φιλίππων", από την Κάπα Εκδοτική, συλλογική δουλειά πολλών αξιόλογων συγγραφέων. Αυτοί οι Καβαλιώτες, μας έχουν συντρίψει... Πολλές δραστηριότητες! Μήπως να ζηλέψουμε οι εδώ κάτω;

Σήμερα που δεν έχω όρεξη για πολλά λόγια, τσαλαβουτώντας στο ίντερνετ, βρίσκω μια δικαιολογία για να μη δουλέψω τα δικά μου κείμενα. Ας τα αφήσω να περιμένουν... Τα καλά λόγια του επιμελητή μου -ότι από μια γρήγορη εκτίμηση βρίσκει πως οι ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ έχουν ένα πολύ καλό κείμενο- με τόνωσαν και αποφάσισα να ζητήσω άδεια άπό τη Μούσα. Για λίγο... Επειδή κι εγώ δεν μπορώ να κρατήσω την αναπνοή μου για πολύ...
Τα νέα του Γενάρη

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Μιλάμε για τη βροχή

 
Μανέ

 
Σχέδιο με βροχή
«Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
Θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,
αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρόγραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.
(Τάσος Λειβαδίτης) 
 


 


 Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή
(αποσπάσματα)
... Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.
*
Τώρα κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο-
είναι ένα σύννεφο που ξέφυγε απ’ το γκρίζο και κάθεται μονάχο
σε μια κίτρινη στέγη
κ’ η πενιχρή βροχή, ελεητική στη φτώχεια της, συνεχίζεται ατέλειωτη
μες στη γλυκιά, μισοφώτιστη ορφάνια του κόσμου, – η βροχή
να τραβάει ως το βάθος ανάβοντας ασημένια μανουάλια,
μπακιρένια μανουάλια που μακραίνουν και μικραίνουν,
θαμπόφωτα, σταχτιά μανουάλια μιας υπαίθριας εκκλησίας
σε κάποιους βωβούς εσπερινούς που δεν έχει καθόλου εκκλησίασμα
εξόν από κάτι γριές, το νεωκόρο της ενορίας και το μονόφθαλμο ψάλτη,
και πίσω απ’ τα σβηστά και τα ελάχιστα αναμμένα μανουάλια
θαμποφαίνεται το Άγιον Πάθος, ο Ελκόμενος ολόσωμος, η Σταύρωση.
*
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σα να τα κλείνει…
(Γ. Ρίτσος)
φωτό από Β. Κ.

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
 Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα—
Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.
(Μ. Αναγνωστάκης)

Βροχή
Με αποφάγια λέξεων
των ποιητών
και δανεισμένες φωτογραφίες
(γενικά, όλα δανεισμένα)
σε μια γεωγραφική θέση
όχι πολύ κοντά στον κόσμο,
όχι πολύ κοντά στη θάλασσα
όχι πολύ κοντά στο Θεό
γενικά
όχι πολύ κοντά σε οτιδήποτε,
ακόμα και στη ζωή
αφήνεις τη βροχή που λιμνάζει στην ταράτσα
να νερώνει το αίμα σου
μη βρίσκοντας τρόπο να διαφύγει.
(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου)

Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται 
Μπορεί να πει κανείς ότι παραθέτω την ποιητική φτώχια μου στο πλάι των μεγάλων. Το τολμώ, με την αποκοτιά ενός άμυαλου, που δεν τον νοιάζει αν εκτεθεί, ακόμα και αν κριθεί και κατηγορηθεί. Εδώ που βρέθηκα, -πραγματικά πολύ μακριά από οτιδήποτε-, με μπόλικο βάρος ζωής πίσω μου, αυθαιρετώ και το φχαριστιέμαι. Αμήν.
Ε.Κ.



 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

 

Μιλάμε για τα πουλιά


Τα πουλιά στη βροχή

Τα πουλιά στη βροχή κρύβονται
Αντέχουν την πείνα τους
Ποιος άλλωστε πεινάει οταν κρυώνει;
Τα πουλιά το χειμώνα μένουν χωρίς πατρίδα
Κρατούν στα πόδια τους την άκρη της νύχτας
Και την αθλιότητα του Κόσμου
Οι στεναγμοί τους πνίγονται στο γλιστερό ορίζοντα
ή στα πούσια του πεύκου που έχουν κουρνιάσει
Κι ύστερα, με λίγο ήλιο, ανασταίνονται,
Ορθώνονται και κελαρύζουν τις φωνές τους στη λάσπη
Τα πουλιά γνωρίζουν καλά
Από ευγνωμοσύνη.
(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου)

«Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει,
Γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει,
δε θα τραγούδαγε»
(Πωλ Βαλερύ)
  
 Χρονοδιάγραμμα

Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για
το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ
ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.
Ίσως γι΄ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο
αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.
(Τάσος Λειβαδίτης)



Το πληγωμένο πουλί

Ούτε πού θυμάμαι πότε και πώς
κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί
πού είχε αφεθεί στο έλεός μου
και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ’ είχε ξαναδεί,
και με κοίταζε περίλυπα
χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,
χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.
Ούτε που θυμάμαι.
Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό
κι όμως το βλέμμα του μ’ ακολουθεί χρόνια τώρα,
μπορεί να μην έγινε
κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου
να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει
να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
να με κοιτάξει.
(Kώστας Μόντης)

 


Μπλε πουλί

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο
Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω
κανένα να σε δει.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει έξω,
αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές
αλλά μόνο τη νύχτα
όταν όλοι κοιμούνται.
Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί
γι’ αυτό μην είσαι
λυπημένο.Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,
αλλ’ εκείνο τραγουδάει λιγάκι
εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει
και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά
με τη
μυστική συμφωνία μας
και είναι αρκετά συμπαθητικό
να κάνετε έναν άνθρωπο
να κλάψει, όμως εγώ
δεν κλαίω, εσείς;
(Τσαρλς Μπουκόφσκι)
(από την ποιητική συλλογή «Last Night of the Earth Poems», μεταφρασμένο ποίημα από το Νίκο Παναγόπουλο, πηγή, Μυστικός Δείπνος )




 Πού είναι τα πουλιά;
(αφιερωμένο στον Μιχάλη Πιερή)

Ατσάραντοι και λιάροι κι’ αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;
Πού είναι ο κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός κι’ ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι’ ο Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι’ οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι’ οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι’ οι χαλκοκουρούνες;
Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι’ ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι’ ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;
(Γιώργης Παυλόπουλος)
Η βροχή, μας κάνει ό, τι θέλει

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Ο διαλογισμός της αναπνοής

Καθίστε κάπου άνετα με τα πόδια σταυρωμένα σε στάση οκλαδόν ή ξαπλώστε ανάσκελα με ένα σκληρό μαξιλάρι κάτω από τα γόνατα που θα στηρίζει και θα ανασηκώνει ελαφρά τη λεκάνη. Τοποθετήστε άλλο ένα μαξιλάρι κάτω από το λαιμό για να απελευθερωθούν οι αναπνευστικές οδοί. Το σώμα πρέπει να είναι σε ευθεία και οι βραχίονες – ελαφρά ανοιχτοί – να σχηματίζουν γωνία 45° με τον κορμό.
Αρχίστε να αναπνέετε και να εκπνέετε από τη μύτη.
Νιώστε κάθε αναπνοή καθώς εισχωρεί στο σώμα και φτάνει σε κάθε γωνιά του. Φανταστείτε πως εισπνέετε φως και εκπνέετε τη στενοχώρια, το άγχος, τα προβλήματα και τη μαυρίλα που έχετε μέσα σας. Ακούστε με προσοχή τον ήχο της αναπνοής σας. Αν την ώρα της άσκησης χάσετε την αυτοσυγκέντρωση σας και ο νους περιπλανηθεί αλλού, αναγκάστε τον μαλακά να επιστρέψει στην αναπνοή.
Όταν θα έχετε εξασκηθεί για μία περίπου εβδομάδα, προσπαθήστε να κατευθύνετε την αναπνοή σε περιοχές του σώματος που είναι «κλειστές», όπως η λεκάνη ή η άκρη της σπονδυλικής στήλης και χρειάζονται περισσότερο αέρα.
Στο τέλος της άσκησης, κουνήστε τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και στη συνέχεια τεντώστε τις κνήμες και τους βραχίονες. Εάν είστε ξαπλωμένοι, γυρίστε και περιμένετε λίγα λεπτά πριν ανακαθίσετε. Υψώστε το κεφάλι.
 
 

Ο διαλογισμός της αναπνοής ειναι ο θεμέλιος λίθος όλων των τεχνικών διαλογισμού. Επικεντρώνεται σε κάτι που όλοι κάνουμε, αλλά σπάνια συνειδητοποιούμε: την αναπνοή. Δεν χρειάζεται να κάνετε κάτι συγκλονιστικό με την αναπνοή σας. Απλώς, παρατηρήστε την. Με τον καιρό θα μάθετε και να την κατευθύνετε, αλλά τώρα συγκεντρωθείτε σε κάθε εισπνοή και εκπνοή και αφήστε τη σκέψη σας να ακολουθήσει το ρυθμό και το πέρασμα της από κάθε σημείο του σώματός σας.
Είναι από τους πιο εύκολους διαλογισμούς και σας βοηθάει να συγκεντρώνεστε οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Μπορείτε να την κάνετε όταν αισθάνεστε κατάπτωση, μελαγχολία, κούραση ή άγχος.
Αρχίστε με 10 λεπτά, αυξήστε σε 15 και, τέλος, καταλήξτε σε 20 λεπτά. Μπορείτε να κάνετε αυτή την άσκηση οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και όσο μπορείτε πιο τακτικά.
Με τον καιρό, θα παρατηρήσετε πώς η αναπνοή σας αλλάζει όσο περισσότερο συνειδητοποιείτε τη λειτουργία της, και πώς αυτό, με τη σειρά του, επηρεάζει την ικανότητα σας να συνειδητοποιείτε καλύτερα τα πράγματα.
Πριν συλλογιστείτε, διαλογιστείτε


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Η ομορφιά του περιττού

 
 

Η ομορφιά του περιττού

 
Άγγελοι φύλακες σ' ανοιχτά παράθυρα
Τελικά το περιττό είναι όμορφο. Το περιττό το αγαπάμε κι ας διατυμπανίζουμε πως προτιμούμε τη μινιμαλιστική διακόσμηση. Αν οι άνθρωποι προτιμούσαν το μινιμαλισμό, οι μεγάλες πρωτεύουσες με τους περίτεχνους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, δεν θα είχαν τόση επισκεψιμότητα, αφού δεν θα συγκέντρωναν κανένα ενδιαφέρον.
 
 
Φανταστείτε το Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Μαδρίτη, τη Ρώμη, με σύγχρονα κτίρια. Η προσωπικότητα κάθε πόλης στηρίζεται στο περιττό.  Ένα ρόπτρο, άγγελοι έξω από παράθυρα, περίτεχνα κάγκελα, ένα μικρός εξώστης που δεν χωράει παρά μόνο μια γλάστρα, ένα σκαλισμένο ξύλο, ένα γλυπτό. Ποια είναι η χρήση τους; Περιττά. Κι όμως. Η ομορφιά είναι εκεί. Το μάτι περιδιαβαίνει κι αγαλλιάζει. Η ψυχή ευφραίνεται.
 


Το μικρό "άχρηστο" μπαλκόνι
Το περιττό στα κτήρια είναι το περιττό στο ντύσιμό τους. Είναι το (περιττό) μαντήλι και το σκουλαρίκι τους, είναι το (περιττό) κραγιόν και το βάψιμο της βλεφαρίδας, είναι το (περιττό) φιλί εκεί που δεν το περίμενες, το  ξαφνικό μήνυμα που λαβαίνεις (περιττό) αφού μόλις τώρα μιλήσατε, είναι κάτι που στην ουσία δεν χρειάζεται, μα που είναι απαραίτητο τελικά για την ψυχή.

Ποιος είναι αυτός που ρεμβάζει ολομόναχος το Παρίσι;

Το περιττό μας εκπλήσσει. Ας εγκαταλείψουμε τις μινιμαλιστικές τσιγγουνιές. Ας  φτιάξουμε  πράγματα που δεν έχουν ουσιαστική χρήση, ας κάνουμε κινήσεις που ακόμα κι αν δεν γινόντουσαν, εμείς θα ζούσαμε, θα δουλεύαμε, θα αντέχαμε την καθημερινότητά μας. Γιατί το περιττό τελικά είναι η "τέχνη" του ευ ζην. 
( Περιττό)  Σκάλισμα σε είσοδο 

 










 

Τίτλος: το περιττό στην τέχνη του ανθρωπίνου βίου