Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

Όνειρο κύριε Σίγκμουντ

 




Μετά τον πρωινό σεισμό που με ξύπνησε, βλέπω στον ύπνο μου τη γιαγιά μου.

"Μάνα, τι θα φάμε σήμερα;  Το μόνο που έχουμε είναι τρία κρεμμύδια. Τα έβαλα στο φούρνο, αλλά δε φτάνουν." Γυρίζει από τον πάγκο της κουζίνας που κάτι έφτιαχνε. "Κάτι θα βρούμε", μου λέει. 

Θέλω να κατέβω στον κάτω όροφο να σβήσω το φούρνο μέχρι να σκεφτούμε τι θα φάμε. Θέλω να κατέβω αλλά είναι δύσκολο. "Μάνα," ξαναλέω."Εσύ από πού ανέβηκες; Θα μου καούν τα κρεμμύδια" Η γιαγιά που τη φωνάζω μάνα δεν απαντάει. Δεν μπορώ να βρω εύκολο δρόμο και δεν θα προλάβω. Φοβάμαι ότι ο φούρνος θα καεί. Εμφανίζεται η Μιμία. "Μιμία, από πού ανέβηκες; Θέλω να κατέβω αλλά δε βρίσκω σύντομο  δρόμο κι έχω φαγητό στο φούρνο. Θα πάρει ο φούρνος φωτιά".  Η Μιμία με οδηγεί σε μια τσιμεντένια σκάλα που κατεβαίνει τους ορόφους. Είναι φαρδιά αλλά δεν έχει προφύλαξη και επίσης η είσοδος σε αυτήν είναι κλειστή. Την  κλείνει  ένα ψηλό τσιμεντένιο τοιχάκι που δε φτάνω να το πηδήξω και επίσης το βρίσκω πολύ επικίνδυνο. "Μα πώς ήρθες; " ρωτάω τη Μιμία. "Αυτό είναι ψηλό". Η Μιμία κατεβαίνει και ξανανανεβαίνει για να μου δείξει. Μοιάζει να έρχεται από κάτω ένα τσουνάμι νερού και η Μιμία περπατάει πάνω στο νερό. "Έτσι ήρθα", μου λέει. 

Προσπαθώ να κουνήσω τον τσιμεντένιο τοίχο και διαπιστώνω ότι δεν είναι τσιμεντένιος αλλά χάρτινος. Δίπλα μου έχω την Εύη μικρή και αδύνατη σαν τη Βάλια. Την παίρνω αγκαλιά στο αριστερό χέρι και κατεβαίνω δυο τρία σκαλιά. "Ελα να κατέβουμε" της λέω. "Θα σε ακουμπήσω κάτω αλλά θα πηγαίνουμε τοίχο-τοίχο, μην πέσουμε". Κατεβαίνουμε. Βρισκόμαστε στον όροφο που νομίζω πως είναι ο δικός μας. Την κρατώ από το μικρό της χέρι. Έχω στην έγνοια μου το φούρνο που πρέπει να σβήσω. Καμμία από τις πόρτες δεν είναι δικιά μας. Κατεβαίνουμε άλλον έναν όροφο. Το ίδιο. Καμιά από τις πόρτες δεν είναι του δικού μας σπιτιού. Ξυπνάω. 

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος, «Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου»
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους…
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

Το όνειρο
Εγώ πάλι ονειρεύτηκα το σπίτι σου
Μα τι βλέπω; αναρωτήθηκα
Είναι δέκα χρόνια πεθαμένος
και το κορίτσι που μου έφερε
δεν είναι δικό του
αυτός αγόρι είχε για παιδί
και δος του και καθάριζα το σπίτι σου από τα χώματα
μ' ένα χορταρένιο σκουπάκι
κάνοντας φαράσι τις χούφτες μου
και δος του και τίναζα τις σκόνες από τα σκεπάσματα
εδώ κάθεται, σκεφτόμουνα
κι αγαπούσα τη θέση που καθόσουν
και την κόρη σου αγαπούσα
κι ας ήξερα πως κάποτε είχες γιο
και δος του και πικραινόμουν
ετεροχρονισμένα
για τον ξαφνικό θάνατό σου
σα να τόξερα μες στ' όνειρο πως ήταν μονάχα όνειρο
και δος του τίναζα τη σκόνη των ενοχών μου από τα χαλιά σου.
Ε.Κ.
Τριάντα του μηνός των Αλκυονίδων