Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος, «Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου»
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους…
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

Το όνειρο
Εγώ πάλι ονειρεύτηκα το σπίτι σου
Μα τι βλέπω; αναρωτήθηκα
Είναι δέκα χρόνια πεθαμένος
και το κορίτσι που μου έφερε
δεν είναι δικό του
αυτός αγόρι είχε για παιδί
και δος του και καθάριζα το σπίτι σου από τα χώματα
μ' ένα χορταρένιο σκουπάκι
κάνοντας φαράσι τις χούφτες μου
και δος του και τίναζα τις σκόνες από τα σκεπάσματα
εδώ κάθεται, σκεφτόμουνα
κι αγαπούσα τη θέση που καθόσουν
και την κόρη σου αγαπούσα
κι ας ήξερα πως κάποτε είχες γιο
και δος του και πικραινόμουν
ετεροχρονισμένα
για τον ξαφνικό θάνατό σου
σα να τόξερα μες στ' όνειρο πως ήταν μονάχα όνειρο
και δος του τίναζα τη σκόνη των ενοχών μου από τα χαλιά σου.
Ε.Κ.
Τριάντα του μηνός των Αλκυονίδων


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου