Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυθαιρεσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυθαιρεσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Μιλάμε για τη βροχή

 
Μανέ

 
Σχέδιο με βροχή
«Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
Θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,
αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρόγραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.
(Τάσος Λειβαδίτης) 
 


 


 Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή
(αποσπάσματα)
... Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.
*
Τώρα κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο-
είναι ένα σύννεφο που ξέφυγε απ’ το γκρίζο και κάθεται μονάχο
σε μια κίτρινη στέγη
κ’ η πενιχρή βροχή, ελεητική στη φτώχεια της, συνεχίζεται ατέλειωτη
μες στη γλυκιά, μισοφώτιστη ορφάνια του κόσμου, – η βροχή
να τραβάει ως το βάθος ανάβοντας ασημένια μανουάλια,
μπακιρένια μανουάλια που μακραίνουν και μικραίνουν,
θαμπόφωτα, σταχτιά μανουάλια μιας υπαίθριας εκκλησίας
σε κάποιους βωβούς εσπερινούς που δεν έχει καθόλου εκκλησίασμα
εξόν από κάτι γριές, το νεωκόρο της ενορίας και το μονόφθαλμο ψάλτη,
και πίσω απ’ τα σβηστά και τα ελάχιστα αναμμένα μανουάλια
θαμποφαίνεται το Άγιον Πάθος, ο Ελκόμενος ολόσωμος, η Σταύρωση.
*
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σα να τα κλείνει…
(Γ. Ρίτσος)
φωτό από Β. Κ.

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
 Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα—
Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.
(Μ. Αναγνωστάκης)

Βροχή
Με αποφάγια λέξεων
των ποιητών
και δανεισμένες φωτογραφίες
(γενικά, όλα δανεισμένα)
σε μια γεωγραφική θέση
όχι πολύ κοντά στον κόσμο,
όχι πολύ κοντά στη θάλασσα
όχι πολύ κοντά στο Θεό
γενικά
όχι πολύ κοντά σε οτιδήποτε,
ακόμα και στη ζωή
αφήνεις τη βροχή που λιμνάζει στην ταράτσα
να νερώνει το αίμα σου
μη βρίσκοντας τρόπο να διαφύγει.
(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου)

Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται 
Μπορεί να πει κανείς ότι παραθέτω την ποιητική φτώχια μου στο πλάι των μεγάλων. Το τολμώ, με την αποκοτιά ενός άμυαλου, που δεν τον νοιάζει αν εκτεθεί, ακόμα και αν κριθεί και κατηγορηθεί. Εδώ που βρέθηκα, -πραγματικά πολύ μακριά από οτιδήποτε-, με μπόλικο βάρος ζωής πίσω μου, αυθαιρετώ και το φχαριστιέμαι. Αμήν.
Ε.Κ.