Έι, εσύ παιδί με τα μπαλόνια στα χέρια!
Εσένα μιλάω,
με τα χρωματιστά!
Με τα χρωματιστά μπαλόνια
ανάμεσα σε ασπρόμαυρο κόσμο!
Πώς βρέθηκες στο δρόμο τέτοια ώρα;
Πώς στη θάλασσα;
Πού πήγαινες, παιδί;
Τι περιμένεις ολομόναχο
στη δύσκολη ώρα που δύει ο ήλιος;
Κανείς δεν έρχεται παιδί...
και τα μπαλόνια
-λυπάμαι αν σε κάνω να κλάψεις-
με τον καιρό,
χρωματιστά κουρέλια...
Έτσι είναι οι μέρες της συννεφιασμένης άνοιξης...
Πηδά η μια συννεφιά να συμπληρώσει την άλλη. Οι κόμποι εκεί. Χρόνια απαράλλαχτοι. Μπρος γκρεμός και πίσω άνοιξη. Και τούμπαλιν.
Όταν οι χαρτορίχτρες πρόλεγαν το μέλλον, εσύ γελούσες, θυμάσαι;
Πολύς ο χρόνος για σκέψη, φίλε. Καλή; Κακή συντροφιά;
Πολύ το πάλεμα. Κι η έγνοια για τους άλλους. Κι αυτή πολλή. Ένα τριβέλισμα: να σώσεις τον κόσμο.
Ποιον από όλους; Από τι; Από τον εαυτό τους;
Και ποιος σε έταξε να το κάνεις, φίλε;
Πες αλήθεια, ρε! Πόσους κατάφερες να σώσεις;
Αγώνας άγονος, φίλε...
Εγώ στο λέω.
Συννεφιά.
Το Σαββατοκύριακο λέει πως θα βρέξει. Φίλε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου