Μικρή λευκή αναγκεμένη πεταλούδα
πας στη φωτιά και καίγεσαι
πας στο νερό και πνίγεσαι
ποιος να μπορέσει
να σε σώσει από σένα;
Το γλέντι κράτησε πολύ. Εσύ αργά έφτασες. Οι καλεσμένοι είχαν φάει. Βρήκες μόνο αποφάγια κι άδεια ποτήρια. Τηλέφωνα. Έλα. Έρχομαι τώρα. Μην έρθεις, είμαι καλεσμένη σε ένα γεύμα που δεν έχει φαγητό. Είμαι εδώ και πεινάω και διψάω αλλά μην έρθεις, δεν έχει νόημα. Έχω πάει και σε άλλα γεύματα που δεν είχε μείνει φαγητό για μένα. Καφές; Πικρός. Σημειωματάρια, μαγνητοφωνημένες νυσταγμένες λέξεις και καλώδια. Μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο, σημάδι στο γδαρμένο χέρι, κόμπος για κλάμα. Βρήκα μια πεταλούδα πνιγμένη. Έπλεε κάτασπρη στην επιφάνεια του νερού. Έπλεε άδεια από ζωή, άδεια από αναμνήσεις, ελαφριά από όλα. Αρχίζω και φοβάμαι, ξέρεις. Φοβάμαι τη στιγμή που τακτοποιώ γύρω, τη στιγμή που ξεκαθαρίζω τα ντουλάπια μου, όταν πετάω τα άχρηστα από γύρω κι από τη ζωή μου, από την ψυχή μου, κάνω χώρο ή με νοιάζει η υστεροφημία; Φοβάμαι. Ασύνδετη με όλα. Αποσυνδέομαι; Και τι μετράω; Και τι είδους ημερολόγιο είναι αυτό; Ποιος θα το διαβάσει, ποιος θα ρωτήσει και ποιος θα καταλάβει; Και γιατί να το κάνει; Κάποια μέρα τούτο το μαραφέτι δεν θα ανοίξει. Και θα περάσουν μέρες μέχρι να το ανοίξουν άλλοι. Άλλοι που δεν θα τους νοιάζει το περιεχόμενο ή θα τους νοιάζει λίγο, καθυστερημένα. Εφήμερα όλα θα αποδειχτούν. Γραφτά, βιβλία και φωτογραφίες, πεταμένα λεφτά, μνήμη δύο τερραμπάιτ, μνήμη άχρηστη, μνήμη ξένη. Τίποτα δεν έχει αξία έξω από την αγάπη που γεμίζει την καρδιά. Μη μου το πάρεις αυτό. Αυτό άφησέ μου το ως το τέλος. Ως το τέλος κράτα γεμάτη την καρδιά μου. Θα τρώω και θα πίνω αυτό. Κι ας πηγαίνω σ' όλα τα γεύματα του κόσμου μονάχη.
Τελειώνει κι ο Μάης