Όταν ἀναγκαῖον ἐστίν, ἔξεστιν αφαίρεση
Δεν μπορούσα να αφαιρέσω τον κόσμο.
Αλλά μπορούσα να αφαιρέσω τον εαυτό μου από τον κόσμο.
Γιώργος Δουατζής
(από την υπό έκδοση συλλογή «Το κόκκινο κασκόλ»)
Κατοίκησα σε έρημο τόπο. Μου φτάνει, είπα, των γλάρων η συντροφιά που αγαπούν να πετούν έξω από το παράθυρο μου. Μου φτάνει, είπα. Φτάνει.
Φτάνει, είπα, χωρίς να υπολογίσω πως "όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει. Κι όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια". Οι σοφοί κάτι ήξεραν. Εγώ δεν ήξερα. Ούτε καν υποψιάστηκα. Επειδή, με τον καιρό, είχα συνηθίσει να κουβαλάω το σάκο με τις πέτρες της ζωής μου στην πλάτη. Κι ενώ αμέριμνα βάδιζα με κρυφή χαρά, νομίζοντας (τόσο ανόητα!) πως είχα καταφέρει να δραπετεύσω από τον κόσμο για να κρυφτώ στο τέλος της ερήμου, -αχ, πώς με ξεγέλασε το γνώριμο βάρος της μοναδικής μου αποσκευής!- δεν πήρα είδηση πως το σακί μου είχε τρυπήσει. Και πως σ' όλόκληρο το μήκος του δρόμου, οι κόκκινες πέτρες μου, σημάδευαν την πορεία.
Και να 'μαι τώρα. Το πλήθος είναι πάλι εδώ... Ξαναμαζεύτηκε. Πάνω μου οι γλάροι και κάτω το πλήθος.
Και μέσα μου μια παραπάνω κούραση: Του άσκοπου δρόμου.
Το ματαιωμένο μέλι