Μπέρτολτ Μπρεχτ, Αδυναμίες
Εσύ δεν είχες καμιά.
Εγώ είχα μια.
Αγαπούσα.
Εγώ είχα μια.
Αγαπούσα.
Γιάννης Ρίτσος, Η απόγνωση της Πηνελόπης
Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα,
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα,
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της
καρτερίας.
Μιχάλης Κατσαρός, Θα Σας Αφήσω
Θα σας αφήσω όλους σας να ωρύεσθε
ή ν’ ακουμπάτε ήρεμοι το κεφάλι σας στο
παράθυρο –
θα σας αφήσω να πιέζεστε στα σκαλιά
κι άξαφνα κει να μαρμαρώνετε
ανίδεοι για τις πράξεις σας –
θα σας αφήσω να τρέχετε.
Εγώ ανάμεσα σε ξερά δέντρα και τάφους
με τη σημαία μου ένα κουρέλι
με άνεμο και χωρίς άνεμο
ανάμεσα στο αβέβαιο πλήθος σας
θα περιφέρομαι μόνος –
ένας φλογερός πρίγκηπας-μάγος.
Η ώρα πλησίασε. Θα γκρεμιστούν οι ναοί.
Δεν υπάρχει φωτιά στην καρδιά σας.
Εγώ
ένδοξος
γράφω
σ’ όλα τα όνειρά σας:
Ελευθερία
Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, Δώσε ρεύμα
Αυτό ήτανε, λοιπόν.
Ψήφος δαγκωτή
στην έρημο
κι είναι περήφανη γι' αυτό.Δυο σκυλιά
μονάχα αλυχτούν στην πόρτα της
κι είναι περήφανη γι' αυτό.
Το ασήκωτο φορτίο
που σήκωνε στους ώμους
ένα πρωί
το έβαλε κάτω και το έφαγε
στην αρχή μια μικρή δυσπεψία
τώρα το έχει χωνέψει
και το άφησε πίσω της
κάπου διαλύεται στα χωράφια
κι είναι περήφανη και γι' αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου