Και ναι. Θα διαβάσει, θα βυθιστεί σε άλλους κόσμους, ξένους. Θα βυθιστεί σε μια ασχετη ιστορία που τη διηγείται κάποιος με τον οποίο δεν θα συναντηθεί ποτέ. Θα προσπαθήσει τουλάχιστον. Ενδιάμεσα θα θυμηθεί ένα τηλέφωνο που ξέχασε να κάνει, λίγο τα δόντια που τον ενοχλούν, την όμορφη Κατερίνα που έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του γιατί την πρόσβαλλε. Θα βυθίζεται πάλι και πάλι στις καλοφτιαγμένες παραγράφους κι ύστερα θα τον επαναφέρει η μυρωδιά των ούρων που μπάζει το αεράκι από το δρόμο ή το λαχανιασμα του σκύλου που ξαπλώνει στα πόδια του. Ύστερα τον αποσπούν τα τζιτζικια. Τα τηλέφωνα με τις προτάσεις φίλων για βόλτες και εκδρομές. Η πανδημία. Οι μπριζόλες στην κατάψυξη. Ο ανεμιστήρας που γέρνει. Η σημερινή φωτιά στο εργοστάσιο. Ο μαύρος καπνός που σκέπαζε το ελικόπτερο. Τον ήλιο. Τον ουρανό. Τη σκέψη του. Κατάρα. Κατάρα η φωτιά. Οι δρόμοι. Τα ονόματα γυναικών που δε θέλει να ξεστομίσει. Η ζέστη. Βυθίσου. Βυθίσου, λέει στον εαυτό του. Βυθίσου σ' αυτο που διαβάζεις, μπες σε μια ιστορία ξένη. Να ξεχαστεί μέσα σε όμορφες λέξεις, να τον πάρουν τα παραμύθια μαζί τους. Να φύγει. Για πού? Βυθίσου. Βυθίσου. Έτσι κι αλλιώς να φύγει στ' αλήθεια, είναι αδύνατο. Το εισιτήριο στοιχίζει τόσο που δεν μπορει να το αγοράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου