Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Είμαι καλός άνθρωπος και θετικός. Και νιώθω πολύ εύκολα ευγνωμοσύνη γι' αυτά που μου χαρίζεις. Και ναι, είναι πολλά. Και υγεία έχω, και γερά παιδιά έχω, και σπίτι έχω, και ένα μισθό που τρέχει κάθε μήνα, και αγάπη έχω, και φίλους καλούς έχω, και γερό μυαλό έχω και φτου φτου, γιατί λίγοι τα έχουν όλα. Και μοιάζει να τα έχω όλα. Και ναι, Σου είμαι ευγνώμονας. και ναι, (κοίτα που θα συγκινηθώ τώρα) (αχ, δεν είναι η μέρα της ευφορίας σήμερα), και ναι, λέω, κάποιοι θα ζήλευαν τα καλά που μου δίνεις. Αλλά; Αλλά να, υπάρχει κάτι που λείπει. Θα μου πεις, hello;;;;; Κι άλλο; Τι άλλο; Εμ! Δικό Σου δημιούργημα είμαι. Αν φταίει κάποιος για το ανικανοποίητό μου, Αυτός είσαι Εσύ. Επίσης θα σου τονίσω ότι χωρίς αυτό το ανικανοποίητο θα ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές. Όχι, να τα λέμε κι αυτά! Κάθε ικανότητα έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Για δες!
Θα μου πεις, δίνεις τη λογική να επιλέγουμε. Σωστός Είσαι. Και δηλαδή εγώ θα έπρεπε να έχω επιλέξει να αγαπήσω κάποιον που θα μου πρόσφερε αυτά που ζητάω. Σωστός. Εγώ στον κόσμο μου, ε; Και να μη Σου ζητάω τώρα τα ρέστα; Ε; Ναι, αλλά κι Εσύ τι στέλενεις; Ε; Για πες;
Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου έχω ορίσει Εσένα για πατέρα. Άφοβα προχώρησα γιατί όποιος έχει λένε τη δύναμή Σου, ποια ανθρώπινη δύναμη μπορεί να νικήσει τη δύμαμη του Θεού; Αλλά κοίτα με τώρα. Γερνάω. Ένα μήνα πονούσε ο μηνίσκος. Σήμερα ξύπνησα με σβέρκο πιασμένο. Η αγάπη που έχω δεν μου δίνει καμιά σιγουριά. 13 ευρώ στο λογαριασμό μου στην τράπεζα και για να πληρωθώ, θα περάσει μια βδομάδα. Θα μου πεις τα ντουλάπια σου είναι γεμάτα. Δόξα Σοι, λέω. (Το βλέπεις ότι κι εγώ φέρομαι δίκαια απέναντί σου. Τα λέω τα καλά). Θα μου πεις εχεις και κάμποση βενζίνη στο ρεζερβουάρ σου. Εντάξει. Και σάμπως είναι η πρώτη φορά; Πες το κι αυτό. Θα περάσει. (Και αφτό θα περάσει, που έλεγε ο Μποστ).
Κουράζει η μοναξιά Πατέρα...
Καλύτερα από όλους το ξέρεις Εσύ. Γι' αυτό έφτιαξες Αδάμ και Εύα. Μόνος κι Εσύ εκεί πάνω να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με όλους εμάς τους τρελούς. Κουράζεσαι κι Εσύ, ε; Καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο, βλέπεις;
Έχω λοιπόν τον πονεμένο σβέρκο και κινούμαι σαν τον μοναχικό λύκο εδώ μέσα. Μπάζα στην αυλή, ξύλα σκορπισμένα, σιδεριές που σκουριάζουν άβαφτες, νερά χωρίς υδρορροές, καζανάκια που τρέχουν, τα παιδιά στο Χαλάνδρι έχουν διάθεση να φτιάξουν το σπίτι και η πουτάνα η τράπεζα για τρεις δόσεις που χρωστούσα από το '12 με έχει βάλει στον Τειρεσία και δεν τολμάω να το πω στα παιδιά ότι δεν πρόκειται να δουν φράγκο δάνείου για να το φτιάξουν. Ο σκύλος του Κυριάκου είναι άρρωστος και ξέρεις πό τι; Άρρωστος εξαιτίας της άλλης πουτάνας, τη φτώχιας. Γιατί δεν είχε λεφτά το παιδί να του κάνει εξετάσεις. Κι εγώ στη μέση. Μόνη για όλα. Πελαγωμένη όπως Εσύ. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω, είναι το μότο μας. Και των δυο μας. Το πιο απλό θα Σου πω και θα σταματήσω τη γκρίνια: Κόπηκε το σχοινάκι που κατεβάζει τη σίτα.
Άντε, πες! Ποιος θα το αλλάξει; Πώς αλλάζει, το γαμημένο;
Βαριά Σαββατιάτικη συννεφιά.
Καλημέρα από την εξορία που επιλέξαμε.