Τι παράξενες μέρες... Πόσο παράξενα έρχονται και τι είναι αυτό που επηρεάζει τη ροή τους; Νάναι τα όνειρα που βλέπεις και δε θυμάσαι; Νάναι μια κουβέντα που ειπώθηκε την χτεσινή, και την επεξεργάστηκε στη διάρκεια της νύχτας το υποσυνείδητο; Νάναι οι πλανήτες και η επιρροή τους; Τι νάναι; Και τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να λειτουργήσει τη ρουτίνα του; Ή για να βγει από αυτή; Τι χρειάζεται ή τι ΔΕΝ χρειάζεται για να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του σε κάτι που ΠΡΕΠΕΙ αλλά δεν καταφέρνει να κάνει;
Τρεις μέρες διορθώνω μία παράγραφο σε κάποιο διήγημα. Μία παράγραφο δέκα σειρών. Ανεβάζω προτάσεις, κατεβάζω προτάσεις, ανανεώνω λέξεις, προσθέτω λέξεις, αφαιρώ, της αλλάζω σελίδα (της παραγράφου), δεν μπορώ να την αφαιρέσω μια και καλή γιατί την χρειάζομαι για το νόημα, ενώ τη σελίδα στην οποία βρίσκεται την έχω μάθει απέξω, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ένα εκατομμύριο φορές για να ταιριάξω την σκοτεινή ατίθαση και ακατάλειπτη παράγραφό μου. Ξανά και ξανά. Με το μεγάλο φλυτζάνι του καφέ στο πλάι, με τα μαλλιά αχτένιστα όπως της ηρωίδας που περιγράφεται στο διήγημα, με παράθυρα κλειστά, τους σκύλους να γαυγίζουν απέξω, με μαξιλάρια στην καρέκλα για να μην πονάει ο δεξής ώμος μου από την κακή στάση στο γραφείο, με το βάρος των υπερμετρωπικών γυαλιών στη μύτη μου, με το φως της οθόνης να τρυπάει τα μάτια.
Αν δεν περάσω τον ύφαλο, ούτε λόγος να προχωρήσω στο επόμενο διήγημα. Σήμερα πάλι. Την πήρα από εδώ την έβαλα εκεί. Έσβησα λέξεις και έβαλα καινούργιες. Ξανάβαλα τις παλιές. Κάτι της λείπει; Κάτι της περισσεύει; Με έκανε να τα παρατήσω.
Μία παράγραφος (από τις διακόσιες πενήντα σελίδες) έχει καταφέρει να με διαλύσει.