Σάββατο 5 Μαρτίου 2016




Χαλίλ Γκιμπράν
(απόσπασμα από τον Προφήτη)
Κάποιοι από σας με φώναζαν μονόχνωτο, μεθυσμένο με την ίδια μου τη μοναξιά.
Λέγανε: «πιάνει κουβέντα με τα δέντρα του δάσους κι όχι μ’ ανθρώπους.
Στις κορυφές των λόφων κάθεται μονάχος κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη μας».
Είναι αλήθεια ότι ανέβηκα στους λόφους και περπάτησα σε τόπους απόμερους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σας δω, αν δε βρισκόμουνα σε μεγάλο ύψος ή σε μακρινή απόσταση;
Πώς μπορεί κάποιος να είναι αληθινά κοντά, αν δε βρεθεί μακριά;

Και κάποιοι άλλο από σας μιλούσαν μέσα μου, όχι με λόγια, λέγοντας:
«ξένε, ξένε, εραστή του απρόσιτου ύψους, γιατί για κατοικία σου έχεις τις κορφές, εκεί που χτίζουν φωλιές οι αετοί;
Γιατί αναζητάς το ανέφικτο;
Μες στη μοναξιά των ψυχών τους τέτοια ήταν τα λόγια τους.
Μα αν βαθύτερη ήταν η μοναξιά τους, τότε θα ήξεραν ότι δεν έψαχνα τίποτε παραπάνω από το μυστικό της χαράς και του πόνους σας.
Κι ότι κυνηγούσα τους ανώτερους εαυτούς σας που βαδίζουν στα ουράνια.
Μόνο που ο κυνηγός ήταν και το θήραμα.
Καθώς πολλά από τα βέλη που το τόξο μου πετούσε, προορισμό τους είχαν μόνο το δικό μου στήθος.
Και ο ουράνιος ταξιδευτής την ίδια στιγμή σερνάμενο ερπετό ήταν.
Γιατί την ώρα που τα φτερά μου στον ήλιο απλώνονταν, χελώνα στη γη ήταν η σκιά τους.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν, επίσης, και δύσπιστος. 
Γιατί συχνά τα δάχτυλα έβαλα στην ίδια την πληγή μου, ώστε μεγαλύτερη να γίνει η πίστη μου σ’ εσάς και πιότερη η γνώση.

Με τούτη την πίστη και τη γνώση έρχομαι να δηλώσω.
Δεν είστε μες στα σώματα εγκλωβισμένοι, μήτε περιορισμό κανένα έχετε από τα σπίτια σας ή τα χωράφια.





«Ψωμί, χασίς και φεγγάρι»
Νιζάρ Καμπάνι

 «... Σ' εκείνες τις ανατολίτικες νύχτες όταν

Το φεγγάρι γεμίζει πλήρως, 
 Η ανατολή χάνει κάθε τιμή
Και σθένος. 
Τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν ξυπόλυτοι, 
Που πιστεύουν σε τέσσερις συζύγους
 Και την ημέρα της κρίσης, 
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βλέπουν το ψωμί
Μόνο στα όνειρά τους, 
Που περνούν τη νύχτα σε σπίτια
Χτισμένα από βήχα, 
 Που δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια τους φάρμακο, 
Ξαπλώνουν σαν τα πτώματα κάτω από το σεληνόφως.»






















Η ακινησία των θυρών
Οι πόρτες που βαφτίστηκαν σε ύδατα 
χρώματος ακέραιου γαλάζιου
βαστούν ακόμα τους τοίχους της νύχτας
τους βαστούν να μην πέσουν
τους βαστούν να μένουν γαλήνιοι
ακουμπά πάνω τους το βαρύ φορτίο
γλείφει πάνω τους η τραχιά σκιά του φεγγαριού
χρόνια τώρα
τα πρωινά χάνονται στο στεγνό ξύλο 
χωρίς ν' αφήνουν κανένα ίχνος 
ο άνεμος σκοντάφτει στη σάρκα τους
κι αυτές αντέχουν
χρόνια τώρα
μνήμες τώρα
ακίνητες
κι η πίκρα τους για ένα έστω μικρό ταξίδι
ακούγεται σαν τριγμός.
Ε.Κ.

Ένας ήλιος γενναιόδωρος

                                                                                



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου