Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ακινησία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ακινησία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016




ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΤΑΣ ΣΤΑΘΕΡΑ
Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.
Νικόλας Άσιμος


Ακινησία
Ένας γερο βασιλιάς ασάλευτος
σε σάπιο θρόνο.
Το είδωλο μιας πριγκίπισσας
σε μισό καθρέφτη.
Οι αυλικοί ωραία υπνωτισμένοι
σε κίτρινους τοίχους.

Χρόνος φτηνά ξεχασμένος
στον χώρο.
Σεντόνι προσεχτικά ζαρωμένο
στις μορφές.
Ακινησία αβάσταχτα φριχτή
στην ψυχή.
Ακινησία
Μαργώνει σαστισμένος
από το ξαφνικό:
ανοίγει τα μάτια
-τα ανοίγει, άραγε;-
ξυπνάει στο νοσοκομείο
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου 
-του λένε-
και για πρώτη φορά στη ζωή του αναρωτιέται
τι είναι το μυοκάρδιο
"Το μυοκάρδιο είναι το μέρος της καρδιάς που παράγει έργο" του λένε"
και, που για να το κάνει αυτό, καταναλώνει ενέργεια"
Και νιώθει να φωτίζεται επιτέλους το σκοτάδι:
το μυοκάρδιό του φταίει που έκλεβε όλη του την ενέργεια:
"αυτό" τον καταδίκασε σε εξήντα-τόσα χρόνια
ακινησίας.
Ε.Κ.

Στον Μ. 













Σάββατο 5 Μαρτίου 2016




Χαλίλ Γκιμπράν
(απόσπασμα από τον Προφήτη)
Κάποιοι από σας με φώναζαν μονόχνωτο, μεθυσμένο με την ίδια μου τη μοναξιά.
Λέγανε: «πιάνει κουβέντα με τα δέντρα του δάσους κι όχι μ’ ανθρώπους.
Στις κορυφές των λόφων κάθεται μονάχος κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη μας».
Είναι αλήθεια ότι ανέβηκα στους λόφους και περπάτησα σε τόπους απόμερους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σας δω, αν δε βρισκόμουνα σε μεγάλο ύψος ή σε μακρινή απόσταση;
Πώς μπορεί κάποιος να είναι αληθινά κοντά, αν δε βρεθεί μακριά;

Και κάποιοι άλλο από σας μιλούσαν μέσα μου, όχι με λόγια, λέγοντας:
«ξένε, ξένε, εραστή του απρόσιτου ύψους, γιατί για κατοικία σου έχεις τις κορφές, εκεί που χτίζουν φωλιές οι αετοί;
Γιατί αναζητάς το ανέφικτο;
Μες στη μοναξιά των ψυχών τους τέτοια ήταν τα λόγια τους.
Μα αν βαθύτερη ήταν η μοναξιά τους, τότε θα ήξεραν ότι δεν έψαχνα τίποτε παραπάνω από το μυστικό της χαράς και του πόνους σας.
Κι ότι κυνηγούσα τους ανώτερους εαυτούς σας που βαδίζουν στα ουράνια.
Μόνο που ο κυνηγός ήταν και το θήραμα.
Καθώς πολλά από τα βέλη που το τόξο μου πετούσε, προορισμό τους είχαν μόνο το δικό μου στήθος.
Και ο ουράνιος ταξιδευτής την ίδια στιγμή σερνάμενο ερπετό ήταν.
Γιατί την ώρα που τα φτερά μου στον ήλιο απλώνονταν, χελώνα στη γη ήταν η σκιά τους.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν, επίσης, και δύσπιστος. 
Γιατί συχνά τα δάχτυλα έβαλα στην ίδια την πληγή μου, ώστε μεγαλύτερη να γίνει η πίστη μου σ’ εσάς και πιότερη η γνώση.

Με τούτη την πίστη και τη γνώση έρχομαι να δηλώσω.
Δεν είστε μες στα σώματα εγκλωβισμένοι, μήτε περιορισμό κανένα έχετε από τα σπίτια σας ή τα χωράφια.





«Ψωμί, χασίς και φεγγάρι»
Νιζάρ Καμπάνι

 «... Σ' εκείνες τις ανατολίτικες νύχτες όταν

Το φεγγάρι γεμίζει πλήρως, 
 Η ανατολή χάνει κάθε τιμή
Και σθένος. 
Τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν ξυπόλυτοι, 
Που πιστεύουν σε τέσσερις συζύγους
 Και την ημέρα της κρίσης, 
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βλέπουν το ψωμί
Μόνο στα όνειρά τους, 
Που περνούν τη νύχτα σε σπίτια
Χτισμένα από βήχα, 
 Που δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια τους φάρμακο, 
Ξαπλώνουν σαν τα πτώματα κάτω από το σεληνόφως.»






















Η ακινησία των θυρών
Οι πόρτες που βαφτίστηκαν σε ύδατα 
χρώματος ακέραιου γαλάζιου
βαστούν ακόμα τους τοίχους της νύχτας
τους βαστούν να μην πέσουν
τους βαστούν να μένουν γαλήνιοι
ακουμπά πάνω τους το βαρύ φορτίο
γλείφει πάνω τους η τραχιά σκιά του φεγγαριού
χρόνια τώρα
τα πρωινά χάνονται στο στεγνό ξύλο 
χωρίς ν' αφήνουν κανένα ίχνος 
ο άνεμος σκοντάφτει στη σάρκα τους
κι αυτές αντέχουν
χρόνια τώρα
μνήμες τώρα
ακίνητες
κι η πίκρα τους για ένα έστω μικρό ταξίδι
ακούγεται σαν τριγμός.
Ε.Κ.

Ένας ήλιος γενναιόδωρος