Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016




Ματαίωση: Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα άτομο εκδραματίζει συμβολικά με αντίθετο τρόπο κάτι μη αποδεκτό απέναντι στο οποίο το εγώ πρέπει να αμυνθεί.

ματαίωση < ματαιώνω + -σις/-ση < μάταιος

Open book 01.svg Ουσιαστικό

ματαίωση θηλυκό
  1. η οριστική ακύρωση μιας προγραμματισμένης δραστηριότητας
  2. η διάψευση
    η ματαίωση των ελπίδων μας

    [μη πραγματοποίηση προγραμματισμένης ενέργειας]
    ματαίωσηματαίωση της συναυλίας
    ακύρωση: ακύρωση πτήσης
    [αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή]
    ανατροπή: ανατροπή των επιδιώξεων / στόχων



    ΜΑΤΑΙΩΣΗ

    Τελικά, το σύννεφο πέρασε 
    χωρίς ν΄ αφήσει ούτε μια σταγόνα βροχής.
    Άδικα αγοράστηκαν οι ομπρέλες. 
    Άδικα ανησύχησαν όσοι ήρθαν χωρίς αδιάβροχο.


    ΕΜΠΕΙΡΙΑ
    Ακακία· όχι ανάμνηση αλλά δικαιωμένο παρόν-
    άργησε φέτος ν ΄ ανθίσει·
    στον ίσκιο της σήμερα αισθήσεις πάλι φίλντισι
    ένα μισάνοιχτο στόμα της μουσικής
    η εμφανής βεβαιότητα των φύλλων
    εκείνα τα σημάδια της πάλης με το χιόνι
    τα λεπτά δάχτυλα του Μαρτίου
    η περηφάνια του δάσους σ ’έναν και μόνον κάλυκα
    πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
    και η σαγήνη μαζί·
    (έχω σημειώσει κι άλλοτε:
    στην παρακμή των καρπών
    το μέτρο των ονείρων·
    πατημένα μήλα,
    φλούδες που ήταν κάποτε ο κόσμος
    χυμένα σπλάχνα χρωμάτων
    χρυσόμυγες, τυφλά σκουλήκια
    εκδικούνται ή θέλουν άραγε να ματαιώσουν εικόνες;
    απλωμένα μυστικά περιμένουν τη λύση τους
    αλλά το χέρι που έβαλε τις φωτιές
    κι έκανε τα δέντρα θάνατο θέλει κόψιμο θάνατο.)
    Πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
    και η σαγήνη μαζί·
    εννοείται ότι σου γράφω με κάρβουνα, δεν έχω χαρτί
    χούφταλα κλαδιά γεμίζουν τους δρόμους, δεν έχω χαρτί
    αλλά σκουπίδια, στα μάτια μιαν ίωση χρόνου
    που βλέπει από τώρα κιόλας πλανήτες στάχτες
    κι έναν άνθρωπο ξεχασμένο στη γωνία των ματαιοτήτων
    σ’ όλα εκείνα τα ξέπνοα «δεν», τα «ίσως θα έπρεπε»
    που ξεστόμισε χωρίς να ξέρει τίποτε
    μέσα στο φως περιμένει από καιρό μιαν άλλη θέα,
    ένα άλλο τοπίο φιλόξενο να τον στεγάσει, να τον σκεφτεί
    όχι ως μέγα κρίμα αλλά ως συγχώρεση.
    Μη με περιμένεις πια, κλείσε αμέσως θέση σ΄ αυτό το όνειρο
    εκεί θα βρεις άλλωστε, μεταξύ άλλων, την ίδια την ακακία
    του πρώτου στίχου.
    Γιώργος Βέης

    Ματαίωση
    Άχρηστη, άφελη κι αχρησίμευτη η συνεύρεση
    άδικη, μάταιη κι άγονη η προσδοκία
    τιποτένιο το αποτέλεσμα
    κι εσύ απόριχτος και πάλι, 
    του ριξιμιού,
    άσκοπα μπόσικος σε περιττές χαρές
    ανάμεσα σε αδιάφορο κόσμο.
    Ε.Κ.


    Πέτρος Βλαστός, συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας:


    άχρηστος κι αχρησίμεφτος, αχρείαστος, άφελος, ανωφέλητος, ανώφελος, άσκοπος, μάταιος, άγονος, άκαρπος, στείρος, ασήμαντος, τιποτένιος, αδιαφόρετος, άδικος, πεταμένος, απόριχτος. Για πέταμα, του ριξιμιού, δεν αξίζει τον κόπο, δεν αξίζει γιάντα. Μπόσικος, περιττός, αδιάφορος.

    Ματαίωση συνώνυμα





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου