Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Αντέχω



Ξυπνάω ανόρεχτα. Ποιος ξέρει τι όνειρα έβλεπα πάλι. Θέλω να πλυθώ να φύγει η νύχτα από πάνω μου, να φύγουν οι νυχτερινοί ίσκιοι. Μπαίνω στο μπάνιο μισόγυμνη. Δοκιμάζω το νερό. Κρύο. Συννεφιά όλη μέρα χτες, ο ηλιακός πεθαμένος. Δεν θέλω να περιμένω το θερμοσίφωνο. Γυρίζω στην κρεβατοκάμαρα. Ντύνομαι άπλυτη. Όλη η νύχτα πάνω μου. Όλα τα άσχημα όνειρα στο άπλυτο δέρμα. Φτιάχνω καφέ. Φλεβαριάτικο κρύο παντού.  Αντέχω. Αντέχω. 
Προχτές αγόρασα τσιγάρα. Σήμερα τέλειωσα το πακέτο. Το τελευταίο τσιγάρο με τον καφέ. Στον υπολογιστή. Γράφω με δυο δάχτυλα που καθώς τα κινώ στα πλήκτρα, κρυώνουν. 
Αντέχω. Αντέχω. 
Γράφω κάτι που απορρέει σήψη. Πολυειπωμένα πράγματα. Τα ίδια ξανά και ξανά. Θλίψη χωρίς εσένα. Θλίψη στον ύπνο. (Είναι φορές που νυσταγμένη, ξεχνάω. Γυρίζω πλευρό, σκεπάζομαι και μουρμουρίζω: "καληνύχτα καρδιά μου", με τη φωνή σου).
Αντέχω. Αντέχω. 
Γράφω κάτι και κλείνω τον υπολογιστή. Σκύβω. Ηττημένη. 
Θέλω να κλάψω; Δεν ξέρω. Δεν σηκώνομαι από την καρέκλα. Ξανα-ανοίγω τον υπολογιστή. Όχι, η μέρα δεν θα πάει χαμένη. Αυτή η θλίψη δεν θα πάει χαμένη. Θα γράψω κι άλλο. Κι αλλο, ίσαμε να ησυχάσω την καρδιά μου. 
Σε λίγο θα πάω στον Σ. να του φτιαξω τη θερμοκρασία στο μηχάνημα που βγάζει κλωσσόπουλα. Εκείνος θα χαρεί που θα με δει, θα θέλει να με αγκαλιάσει, θα με σφίγγει κι εγώ θα σφίγγομαι και θα κλείνω, θα είναι σα μια μάχη ελάχιστων δευτερολέπτων. Θα απελευθερωθώ από το αγκάλιασμα με μια δόση δυσφορίας. Θα καθίσω στην καρέκλα που κάθομαι συνήθως, θα μου βάλει τσίπουρο και θα μου σερβίρει χτεσινά, προχτεσινά γλυκά από το σπίτι του, μπορεί ακόμα και κουραμπιέδες από τα Χριστούγεννα. Εγώ θα τα φάω και μάλιστα με λαιμαργία, λες και είναι από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο. Ύστερα εκείνος θα αρχίσει να μιλάει ασταμάτητα κι εγώ θα ακούω. Θα πει για συγγενείς του (που δεν ξέρω) θα πει για φίλους, για τη γυναίκα του (που δεν ξέρω) για ανθρώπους που δεν θα γνωρίσω ποτέ, θα μιλήσει για τις δουλειές του. Εγώ θα ακούω με υπομονή. Ύστερα θα του φτιάξω το μηχάνημα. Θα παραπονεθεί που χάνομαι. Θα γκρινιάξει που δεν τον θέλω, που θα μπορούσε να με βοηθήσει αλλά είμαι εγωίστρια και δεν ζητάω βοήθεια, θα πει κι άλλα και εγώ θα ακούω. 
Βάλε κι άλλο τσίπουρο. (από το δικό του, κάνει την απόσταξη μόνος του). 
(Βάλε κι άλλο τσίπουρο γιατί κουράστηκα, δεν θέλω να ακούσω άλλο. Η φωνή σου άρχισε να τρυπάει τα αυτιά μου). 
 Εγώ δεν προλαβαίνω να πω τίποτα. Είναι σα να έχει να μιλήσει μήνες. Είναι σα να μαζεύει πολύν καιρό υλικό και να το αδειάζει πάνω μου όποτε με δει. 
Χάνεσαι, γιατί χάνεσαι; Εγώ ο καημένος... Το ρεφραίν. 
Θα καθίσω λίγο ακόμα. Ύστερα θα βρω μια δικαιολογία. Τα σκυλιά, το ταβάνι, τα έπιπλα που θέλουν πέταμα, μετακίνηση, κάτι θα βρω και θα φύγω. Μόλις πάω προς το αυτοκίνητο θα με αγκαλιάσει πάλι, θα τραβηχτώ πάλι. Θα μπω στο αυτοκίνητο. Θα πάρω βαθιά ανάσα. 
Αντέχω. Αντέχω. 



1 σχόλιο: