Χρόνια, ζαμάνια
κι άδειο κεμέρι η ψυχή.
Τι έδωσες
τι πήρες
τι έσπειρες
τι θέρισες.
Τι άκουσες, τι έγραψες, τι θυμάσαι. Τι κάνεις. Τι βλέπεις. Τι άγγιξες. Τι μύρισες. Τι οσμίστηκες.
Τι κατάλαβες.
κι άδειο κεμέρι η ψυχή.
Τι έδωσες
τι πήρες
τι έσπειρες
τι θέρισες.
Τι άκουσες, τι έγραψες, τι θυμάσαι. Τι κάνεις. Τι βλέπεις. Τι άγγιξες. Τι μύρισες. Τι οσμίστηκες.
Τι κατάλαβες.
Τη φτιάξαμε. Παράλληλα ετοιμάζαμε το δελτίο τύπου για την έκθεση φωτογραφίας, οργανώναμε τις βάρδιες της αίθουσας, εναρμονίζαμε με τηλεφωνικές συνομιλίες την ομάδα φωτογραφίας και τις επιθυμίες του δασκάλου φωτογραφίας (οι οποίες ήτο εκ διαμέτρου αντίθετες), ενώ συγχρόνως τρέχαμε στα Σπάτα για να προκαταβάλλωμεν ένα ποσόν στο μάστορα όπου επρόκειτο να εργαστεί στο Χαλάνδρι, επειδή δεν είχε ούτε για βενζίνη ο άνθρωπος, αυτές είναι οι δύσκολες καταστάσεις, παιδιά. Να έχει δυο μικρά παιδιά να μεγαλώσει και να μην έχει ούτε για βενζίνη, ο χριστιανός. Ελλάδα του 2025.
Παράλληλα μισούσα τον ένοικο από κάτω που αντί να στηρίξει το μεγάλο ανθισμένο κλαδί από το ρυγχόσπερμα το έκοψε ο ηλίθιος και το πέταξε απέναντι από το παράθυρό μου για να το βλέπω και να πονάω. Τέλος πάντων, η μαρμελάδα έγινε. Σήμερα στο δεύτερο βράσιμο της έριξα και λίγο ξινό για να ισορροπήσει η γλύκα της ζάχαρης.
Νοικοκυρά με τα όλα της. Μπράβο και πάλι μπράβο. Καίσαρας. Χίλιες δουλειές μαζί και το μυαλό ευτυχώς να μη γίνεται μαρμελάδα αλλά να αντέχει. Όχι, μπράβο! Μου το δίνω. Οι καιροί της ταπεινοφροσύνης (αλλά ουχί και της ταπεινότητας) έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Η μαρμελάδα μου πέτυχε. Βέβαια έγινε τόση πολλή που θα τρώω ένα χρόνο, αλλά μπράβο! Και θα την τρώω ένα χρόνο γιατί οι πιο πολλοί φίλοι μου ή έχουν ζάχαρο ή κάνουν δίαιτα και δεν μπορώ να την προσφέρω πουθενά. Τέτοια μαρμελάδα!
Υ.Γ. 1 Όποιος δεν κάνει δίαιτα κι όποιος δεν έχει ζάχαρο, ας το γνωστοποιήσει.
Υ.Γ.2 Μαρμελάδα όλα!
Χτες κόψαμε πίτα στην ομάδα φωτογραφίας.
Προχτές κόψαμε πίτα στην ομάδα θεάτρου.
Σήμερα είναι η Τρίτη ημέρα της εβδομάδος και κόβουμε ρόδα μυρωμένα. Δηλαδή ξυπνάμε το πρωί και λιώνουμε από χαρά που δεν έχουμε υποχρεώσεις, αναλήψεις υποθέσεων, διεκπεραιώσεις κλπ. Δηλαδή φτιάχνουμε τον καφέ μας και κανένας δεν μας ζητάει τίποτα. Μετά από τόσα χρόνια συζυγικής ζωής (Πού πας; Δεν είσαι ερωτική πια! Για ποιον έγινες τόσο ερωτική;), τόσα χρόνια μαμαδίστικης ζωής, (μαμά πού είναι το ποτήρι μου; Μαμά πότε θα μου αγοράσεις παντελόνι; Μαμά πού έβαλες το βιβλίο μου; Μαμά τι θα φάμε το βράδυ; Μαμά δεν μου αρέσει αυτό, θέλω άλλο), μετά από τόσα χρόνια υπαλληλικής ζωής, (κυρία Κοσμαδοπούλου θα πάτε εδώ, Ευτυχία φτιάξε αυτό το χαρτί έτσι, Ευτυχία μπορείς να φτιάξεις το πρόγραμμα του σχολείου;), τόσα χρόνια εργασιακής ζωής, (Αυτό το φαγητό αρέσει στους πελάτες! Πώς φτιάχνεις τον ντάκο; Έχεις να καθαρίσεις και τον επάνω όροφο; Να μαζέψουμε χώμα για το διόραμα στο Μουσείο!), άλλα τόσα χρόνια θυγατερικής ζωής, (Να σου τρίψω το χέρι σου μάνα! Να πάμε για εξετάσεις, θεία! Μάνα, γιατί ψωνίζεις από το τηλέφωνο ό, τι νάναι;)
Μετά από όλα, όλα, όλα, πίνουμε τον καφέ μας και κανένας δεν ζητάει από εμάς τίποτα.
ΤΟ Θείο δώρο!
Στο παρόν, γουλιά γουλιά ο ζεστός καφές κατεβαίνει στο υπέροχο μηχάνημα που είναι το σώμα μου. Ένα πολυμηχάνημα με παχάκια που πια τα αγαπώ. Πέταξα στην ανακύκλωση τις δίαιτες που κρεμούσα στο ψυγείο, σαν εφιάλτες, που μου θύμιζαν καθημερινά τι πρέπει και τι δεν πρέπει, που με γέμιζαν ενοχές γιατί δεν έχω πειθαρχία, γιατί το σώμα μου είναι έτσι και όχι αλλιώς, γιατί δεν προσπαθείς λίγο ακόμα, πολύ ακόμα. Ένα έχω να πω: Άι σιχτίρ! Η ζωή είναι μία και μοναδική! Αυτό που πρέπει να μας νοιάζει είναι να δουλεύει καλά κι αρμονικά το μηχάνημα.
Γιαυτό σας λέω: Μετά την κοπή της πίτας, αφήστε με να πιω ήσυχα τον καφέ μου... Να μου χαρίσω ωραίες στιγμές χαζέματος σήμερα που είναι η Τρίτη ημέρα της εβδομάδος.
Βαθύ πιάτο. Οι φακές με το ξύδι. Η φέτα το ψωμί στο γυμνό τραπέζι. Ένα μικρό ποτήρι με κόκκινο κρασί από πλαστικό μπουκάλι, μισογεμάτο. Στο ένα χέρι κουτάλι στο άλλο ένα κομμάτι σαλάμι. Σκύβει για να φάει. Όπως οι παλιοί. Κάπου στο μυαλό της υπάρχει μια εικόνα ανθρώπων που δεν κάθονται σε τραπέζι κανονικό και καθόσο τρώνε, σκύβουν. Τι λείπει; Το ανοιγμένο κρεμμύδι μέσα στην πετσέτα. Το βάζαμε ανάμεσα σε μια πετσέτα για να μην ξεχυθούν τα ζουμιά και το χτυπάγαμε με τη γροθιά να ανοίξει. Αυτό έσκαγε από το χτύπημα, κακοποιημένο. Το καημένο.
"Το κρεμμύδι γίνεται πιο γλυκό άμα το ανοίγεις έτσι", έλεγε ο παππούς. Και δός του να χτυπάμε με γροθιές τα κρεμμύδια.
Τώρα ήρθε η καούρα στο στομάχι. Και στα δάχτυλα. Καίνε τα δάχτυλα όταν θέλουν να γράψουν, ανεβάζουν έναν πυρετό που δεν σε αφήνει ήσυχο όσο και να το θέλεις. Η σκέψη σου έρχεται και ξανάρχεται ίδια κι απαράλλαχτη μέχρι να της δώσεις δρόμο. Κι ο μόνος δρόμος, μοναδική έξοδος, τα δάχτυλα.
Έκτο δάχτυλο το μολύβι.
Υ.Γ1. Ξεκινά παρατηρητής. Συνεχίζει σε τρίτο πρόσωπο. Μεταπηδά σε πρώτο πρόσωπο. Ύστερα γράφει σε δεύτερο πρόσωπο.
Υ.Γ.2 Γράφει αυτήν την παρατήρηση σε τρίτο.
Υ.Γ.3 Πολλά πρόσωπα σαν τα φύλλα του κρεμμυδιού, το ένα μέσα στο άλλο. Χτυπημένη κατά καιρούς με γροθιές, κι αυτή μέσα σε μια πετσέτα για να κρύβονται τα ζουμιά.
Γίνηκε ωστόσο πιο γλυκειά έτσι.
Μου στέλνει μήνυμα που λέει κατά λέξη: "Μπορεί να σου φέρω τύχη και να βρεις σύντροφο". Γελάω. Και ποιος σου είπε, μανάρι μου, ότι ψάχνω σύντροφο; Τη ζωή μου, αγαπητέ, μια χαρά την έχω τακτοποιήσει. Ξέρω πότε ξυπνάω, πότε κοιμάμαι, πότε μαγειρεύω, (αν θέλω να μαγειρέψω), γενικά τα βρίσκω μια χαρά με τον εαυτό μου, συμφωνούμε και διαφωνούμε και στο τέλος το φχαριστιόμαστε. Όχι δεν ψάχνω σύντροφο, δεν έχω ανάγκη από σύντροφο πια. Έχω εδραιώσει έναν τρόπο ζωής που μου δίνει ευχαρίστηση.
Και ναι, θα σου πω μόνη μου, εφόσον έθεσες το ζήτημα, και τον αντίλογο:
Μερικοί από εμάς κάποτε πόθησαν να μεγαλώσουν και να γεράσουν παρέα με κάποιον σύντροφο. Να μαλώνουν μαζί του, να ξέρουν τις συνήθειές του, να μιλούν με τόση οικειότητα για τον σύντροφό τους σα να είναι ο εαυτός τους, να τα βρίσκουν μετά από διαφωνίες και να είναι χαρούμενοι. Να έχουν με ποιον να βγαίνουν τα βράδια, να πηγαίνουν μαζί επισκέψεις σε σπίτια φίλων, να σχολιάζουν μετά πώς πέρασαν, να μη λένε όπως είπες εσύ χτες (εσύ που θα μου φέρεις τύχη να βρω σύντροφο) ότι έχεις χρόνια να πας διακοπές επειδή είσαι χρόνια μόνος σου και πώς να πας διακοπές άμα δεν έχεις παρέα.
Μερικοί από εμάς δεν τύχαμε αυτής της κατάστασης. Εγώ θα την ήθελα, αυτή την οικειότητα με κάποιον, ομολογώ. Ξέρω πως θα γκρίνιαζα, πως φορές θα παραπονιόμουν, ίσως κάποιες στιγμές να ασφυκτιούσα, ωστόσο σκέφτομαι πως θα ήταν ωραίο να κοιμάσαι με κάποιον δίπλα σου το βράδυ. Πως αν σε πιάσει κάποιος σωματικός πόνος που μπορεί να σε τρομάξει θα υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα σου να σε νοιαστεί, να σε περιποιηθεί. Κι αν υπάρξει ένας συναισθηματικός πόνος, αν συμβεί μια μεγάλη χαρά, αν δεις κάτι όμορφο, θα υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα σου να μοιραστείς τη λύπη, τη χαρά, την ομορφιά που βλέπεις.
Δεν τύχαμε.
Αφού δεν τύχαμε, λοιπόν, χτίσαμε τα τείχη μας. Ζούμε με σύντροφο τον εαυτό μας, τα μοιραζόμαστε όλα με αυτόν: τους πόνους στο σώμα, τις λύπες, τις χαρές, τις ομορφιές.
Τώρα, αγαπητέ μου, τα δικά μου τείχη είναι στέρεα. Εσύ, χρησιμοποίησε την τύχη που θα έφερνες σε μένα για τον εαυτό σου. Βρες εσύ μια σύντροφο για να πηγαίνεις διακοπές.
Για να χαρεί και η μανούλα σου.
Γλυκέ μου.
Η ζωή ωστόσο προχωράει κάτω στην πεδιάδα. Αλλαγές γίνονται εκεί που δεν το περιμένεις. Κάποια φίλη που τηλεφώνησε προχτές μου έκανε ερωτήσεις (προσπαθούσε να ψαρέψει από ό, τι κατάλαβα) αν περνάω κάποια κατάθλιψη εδώ πάνω, μόνη μου, όταν μάλιστα ευθαρσώς δηλώνω πως δεν έχω σκοπό να κατέβω στην Αθήνα για την συναντήσω και να πιούμε καφέ.Μού έφερε για παράδειγμα μια δική της φίλη που αποσύρθηκε λέει σε ένα τροχόσπιτο και μετά δεν μαζευόταν από τα χάπια της κατάθλιψης. Τη διαβεβαίωσα πως εγώ το φχαριστιέμαι αυτό που κάνω, μην ανησυχείς Δόμνα μου...
Το αστείο είναι ότι μετά από μιάμιση ώρα (!) τηλεφωνικής κουβέντας μου ζήτησε αν μπορεί να με παίρνει μια φορά την εβδομάδα τηλέφωνο για να την εμψυχώνω, σαν συνεδρία! Θα σε πληρώνω, μου είπε.
Α, ρε φιλαράκια μου! Πολύ σας αγαπάω! Για μένα είστε το δίκροκο αυγό!
Δεν μπήκε καλά το '24.
Αφού με μια ματιά κοίταξες τα νέα, αφού έψαξες στο διαδίκτυο παλιούς εξαφανισμένους γνωστούς, αφού τα χρόνια πέρασαν έτσι που αντί για τη θερμοκρασία γονιμότητας πήρες την πίεσή σου (που ανεβοκατεβαίνει κατά βούλησιν ούτως ώστε να μην επιτρέπεται να σε κατατάξουν ούτε στους υπερτασικούς ουδέ στους υποτασικούς), αφού η μάνα σου όποτε σε έβλεπε να ετοιμάζεσαι για ερωτικό ραντεβού σχολίαζε "πότε θα βαρεθείς πια" και τώρα εσύ η ίδια αναρωτιέσαι πότε θα βαρεθείς να κατασκευάζεις πόρτες, πλακάκια, χτισίματα κι ένα σωρό άλλες σαχλαμάρες (εργασιοθεραπεία το λένε) (ούτε κουβέντα για έρωτες), αφού τουλάχιστον έχεις μια γάτα για να χαϊδεύεις και να μιλάς (για να ακούς πού και πού τη φωνή σου), αφού κάτι μέσα σου αρνιέται να φωτογραφίσει, αρνιέται να ζωγραφίσει, αρνιέται να γράψει, αρνιέται να εκφραστεί,
αρνιέται να εκφράσει χαρές και πόνους
λες κι ο έρωτας ήταν η κινητήρια δύναμη
αυτό που σε πλημμύριζε και έπρεπε να αδειάσεις
κι αφού ξέρεις γιατί συμβαίνουν όλα αυτά
αλλά σαν Υ.Γ είναι κάτι πληγές από τα παιδικάτα σου που δεν κλείνουν οι άτιμες
Νεύραααααα
Ναι, ρε, αλλά κάπου πρέπει να τα πω για να μη σκάσω! Την δεύτερη μέρα κιόλας άνοιξε το ντουλάπι ΜΟΥ με τα τρόφιμα και τα έβγαλε όλα έξω. Άνοιξε κάθε βάζο, μου έφερε το βάζο με τον τραχανά να της πω τι είναι, μου δήλωσε ότι "κάνω σαν στο σπίτι μου, ε;" συγκατάνευσα, γαμώ το ελληνικό αίσθημα φιλοξενίας! Τα έβγαλε λοιπόν όλα έξω. Ένα βάζο με μύγδαλα που ήταν στο πολύ βάθος ήρθε μπροστά, το μέλι πήγε πολύ πίσω γιατί δεν αγαπά τα γλυκά, άνοιξε το βάζο με το αλεύρι και το μύριζε, έβγαλε το πακέτο της ζαχαρης το οποίο είχα καλά καλά τυλιγμένο γιατί ήταν τρύπιο σε ένα σημείο και χυνόταν η ζάχαρη...
Το ίδιο μεσημέρι στο μαγείρεμα άνοιξα το ντουλάπι να πάρω το βαζάκι με το πιπέρι. Πουθενά. Ανακατεύω λίγο τα ανακατεμένα τρόφιμα, κοιτάζω δεξιά και αριστερά, το βάζο με το πιπέρι πουθενά. Πού είναι το πιπέρι, τη ρωτάω. Δεν ξέρω λέει και έρχεται να αναστατώσει πάλι το ντουλάπι για να το βρει. Δος του έξω από το ντουλάπι πάλι όλα τα τρόφιμα. Μα ήταν άδειο, μου λέει κάποια στιγμή. Μα το έβαλα ξαπλωμένο επειδή δεν χωρούσε όρθιο μου λέει την άλλη.
Για να μην πολυλογώ, μέχρι σε καρέκλα ανέβηκα για να ψάξω όλα τα ράφια που είχε ανακατέψει. Το ωραίο μου βαζάκι με το ειδικό κουταλάκι του για το πιπέρι, εξαφανισμένο. Ακόμα.
Την επόμενη είπε πως θα μαγειρέψει εκείνη. Εγώ δούλευα έξω. Έχω ένα ντουλάπι στην κουζίνα που κρύβω ένα σερβίτσιο με χρυσή ρίγα, προίκα από τη μανούλα μου, το οποίο ανοίγω σπανίως. Βρίσκω όλα τα περίεργα πιατάκια με τη χρυσή ρίγα έξω, στο νεροχύτη, να σέρνονται.
Σε κάποιο άλλο ντουλάπι κρύβω τις πιατέλες και τα τάπερ, πράγματα που σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιώ. Καθόταν ανακούρκουδα και το ανακάτευε. Εγώ δίπλα, σε δυο μέτρα απόσταση. Τι ψάχνεις; Προλαβαίνω να μην το αδειάσει κι αυτό. Νεύρα τσατάλια, έτοιμη είμαι για φόνο. Τρυπητό, μου λέει. Γιατί δεν με ρωτάς να σου πω πού είναι; Σκοτώνω παιδιά μου, είμαι έτοιμη.
Ξυπνάει πριν από μένα, το πολύ στις εφτά. Εγώ έχω ανάγκη από λίγο χουζούρεμα πριν καλά καλά ξυπνήσω. Ανοίγει την πόρτα της κουζίνας και μπάζει μέσα τη γάτα. Νιαου, νιάου η γάτα, ξέρω ότι πεινάει, πάει το χουζούρεμα, πάει ο ύπνος, πάει περίπατο το ήρεμο ξύπνημα. Το πρώτο επόμενο που κάνει μετά το μπάσιμο της γάτας είναι ο φούρνος μικροκυμάτων, ο βραστήρας, η καφετιέρα, 7 και 5΄ παίρνει πρωινό. Πιάτα, μαχαίρια, πηρούνια, γκλιν-γκλαν, γεμίζει ο νεροχύτης. Και μη μου πεις φιλαράκι ότι με ενοχλούν οι θόρυβοι επειδή είναι το σπίτι μικρό! Τα ίδια και χειρότερα έκανε και στο μεγάλο.
Ξυπνάω λοιπόν, και πηγαίνω να φτιάξω έναν καφέ για να αντέξω τη μέρα. Για να πιω μια γουλιά και να αρχίσω να λειτουργώ σαν άνθρωπος. Το γατάκι εντωμεταξύ έρχεται κοντά μου, του βάζω να φάει. Εκείνη έχει έρθει ανάμεσα στα πόδια μας, με πρόθεση να πλύνει τα πιάτα που λέρωσε για το πρωινό της, έχει στριμωχτεί τόσο ανάμεσά μας που πατάει την ουρά της γάτας και η γάτα τινάζεται με κραυγή. Ωστόσο έχω ήδη νεύρα γιατί έχει αλλάξει τη θέση που βάζω το κουταλάκι του καφέ στον πάγκο της κουζίνας, έχει βάλει στη θέση του ένα πακέτο φυστίκια, έχει αλλάξει τη θέση του spoon rester και έχει βάλει στη θέση του ένα μπουκάλι κρασί. Δεν αντέχω πια. Αρχίζω να φωνάζω στα εντελώς ελληνικά: Άφησε τα πιάτα, πρωί πρωί!! Γιατί πρέπει να τα πλύνεις τώρα; Άσε να φτιάξω έναν ρημαδοκαφέ το πρωί να ξυπνήσω σαν άνθρωπος! Άστααα!!!
Χτες ανακάτεψε τα μπαχαρικά. Μου έφερνε βαζάκι βαζάκι να μου το δείξει: τι θα πει ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ;
Έχω ένα ντουλάπι που βάζω τα τσάγια και τα αφεψήματα. Πέφτω να ξεκουραστώ μια σταλιά το μεσημέρι, έχει ανοίξει το ντουλάπι, φέρνει κάθε βάζο στο κρεβάτι μου, με ρωτάει τι είναι, το ανοίγει το μυρίζει. Το μαγάρισε κι αυτό.
Εντωμεταξύ ανακάλυψα επιτέλους γιατί οι Γάλλοι τρώνε κάτι πριν το φαγητό και κάτι μετά το φαγητό: επειδή μαγειρεύουν τόσο άνοστα που τρώνε κάτι πριν, μπας και χορτάσουν και μετά το κυρίως, τρώνε τυράκι και ψωμάκι για να φύγει η ανοστιά του φαγητού από το στόμα τους!
Η Ν. εκνευρίζεται που ο άντρας της ανακατεύει τα συρτάρια και έχει δίκιο! Πες τι να κάνω κι εγώ όταν η άλλη έρχεται για δέκα μέρες και ανακατεύει τα πάντα.
Θεωρώ αδιανόητο να ανοίξω τα ντουλάπια κάποιου, να τα αδειάσω και μετά να τα βάλω όπως όπως να μην μπορεί να βρει τα πράγματά του ο άνθρωπος... Σκέφτομαι τρόπους εκδίκησης. Σκέφτομαι να κάνω το ίδιο όταν θα πάω να επισκεφτώ το σπίτι της, να το ευχαριστηθώ. Σκέφτομαι να ξυπνήσω πιο νωρίς από εκείνη και να βάλω τη γάτα μέσα, να την ξυπνήσει με το νιαούρισμα. Μετράω τις μέρες που θα φύγει μία προς μία.
Πολλές φορές φιλοξενώ φίλους στο σπίτι μου. Επίσης άπειρες φορές έχω φιλοξενηθεί σε σπίτια φίλων. Όλοι σέβονται το σπίτι του άλλου και στον ύπνο και στον ξύπνιο. Εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ξέχασα να αναφέρω το ψυγείο. Ανακούρκουδα πάλι μπροστά του άνοιξε όλα τα βάζα, όλα τα τάπερ. Ρωτάω τι ψάχνεις στο ψυγείο; Τίποτα, να δω τι έχει.
Τρελαίνομαι.
Το ωραίο μου βάζο με το πιπέρι ακόμα δεν έχει βρεθεί.
INNOCENT
Λες και φοβάμαι να ξαναμπώ στους κόσμους μου, λες και φοβάμαι μη με απορροφήσουν και νιώσω ευτυχία ξανά.
Όμως το νιώθω, ο καιρός κοντοζυγώνει. Όταν χτίζεις γερά τη γη που πατάς, έχει δύναμη να σε κρατήσει όταν κάνεις άλμα στα αστέρια. Φιλώ σας.
Συρρικνώνομαι αλλά συμπυκνώνομαι.
Το δώμα μου έγινε ρετιρέ με θέα τη θάλασσα. Πράγματα που κάποτε σνόμπαρα τώρα τα αγαπώ. Το ωραίο είναι ότι η αγάπη αυτή δεν ήρθε ως αποτέλεσμα του "δέχομαι τη μοίρα μου" (ή ακολουθώ τη μοίρα μου) αλλά επειδή ξέρω ότι ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο κλαδάκι μπορεί να μεταλλαχτεί σε μικρό δέντρο που ξεκουράζεσαι στη σκιά του.
Σύμπαν ή Θεός ή Μοίρες μού έκαναν δώρα. Τα δώρα οφείλεις να τα αξιοποιείς στο έπακρο. Μονάχα που έχω καιρό να γράψω. Ούτε μια κουβέντα ποιητική δεν έρχεται. Αναρωτιέμαι μήπως με τη σιωπή μου εκδικούμαι.
Αλλά ποιον;
Ξυπνάς. Ξυπνάς κάποιο πρωί μετά από ένα γερό κρυολόγημα και δεν πονάνε τα πλευρά σου από το δυνατό βήχα, δεν φταρνίζεσαι διπλές φορές και απανωτά (λες και ζητούσε η ψυχή σου να πεταχτεί έξω), δεν πονάει ο τένοντας στον ώμο, (τουλάχιστον όχι σε κάθε κίνηση), ξυπνάς και έχεις τόσα χρήματα που σου φτάνουν να βγάλεις το μήνα, (από τις σπάνιες φορές), ξυπνάς και αποφασίζεις ότι πια το κόκκινο στα μαλλιά δεν σου κάνει (αλλάζεις χρώμα), ξυπνάς κάποιο πρωί και βλέπεις τις κοπέλες που φωτογράφισες να ανεβάζουν τις φωτογραφίες σου στο φβ, να τις δείχνουν περήφανες. Τους αρέσει αυτό που έχεις κάνει, νιώθουν ότι τις έχεις τιμήσει και σε τιμούν κι εκείνες...
Είσαι έτοιμη να ξανασχεδιάσεις το δημιουργικό σου που το είχες θάψει μαζί με εκείνον τον αδυσώπητο έρωτα. Που (επιτέλους) έχει πεθάνει. Τα πλοκάμια του ξεράθηκαν και έπεσαν. Οι κοπέλες που φωτογράφισες ξεκόλλησαν από πάνω σου τα τελευταία. Ατρόμητη ξανά. Και έτοιμη.
Υ.Γ. Ψιτ! Εσύ που τα διαβάζεις, μη δίνεις πολλή σημασία! Εγώ απλά εκτονώνομαι γράφοντας. Κυλάει μέσα μου ένα σιγανό ποτάμι που από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου με πάει μαζί του... Καταλαβαίνεις...
Ένα ποτάμι, όσο σιγανό κι αν είναι,
δύσκολα ελέγχεται.
Μήνυμα από Φίλιππο. Μια πισίνα στρογγυλή, αγοραστή, γεμάτη νερό, με δυο τρεις χαρούμενους να πλατσουρίζουν μέσα της.
-Να το φτιάξεις αυτό Ευτυχούλι! Τέλειο θα είναι πάνω στην ταράτσα σου! Θα είσαι μέσα στην πισίνα και θα βλέπεις τη θάλασσα! Τέλειο δεν θα είναι; Ε;
-Τέλειο, τέλειο! απαντώ.
Ο μικρός μου γιος έρχεται επίσκεψη με την κοπέλα του.
-Μάνα, να βάλεις και μια αιώρα εδώ πάνω! Να ξαπλώνεις και να κοιτάς τη θάλασσα! Θεϊκά θα είναι! Θα σου φέρω τη δική μου αιώρα! Θα είναι τέλεια!
-Τέλεια, τέλεια! απαντώ.
Και τώρα κάντε εικόνα:
Μια μουρλή εντελώς μόνη (σπάνια πηγαινοέρχεται κόσμος εδώ) να φορά μαγιό και να τσαλαβουτάει μέσα σε μια γαλάζια πλαστική πισίνα. Έπειτα να ξαπλώνει στην αιώρα και να απολαμβάνει. Από γύρω να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να χαζεύουν μία εντελώς μόνη που τα έχει παίξει εντελώς.
Τέλεια; Τέλεια;
Ακούω πολύ συχνά τη φράση "Ωραίο αυτό το έφτιαξες! Αλλά εσένα πιάνουν τα χέρια σου!" Το ακούω και νευριάζω.
Σου έχω πληροφορία, φιλαράκι: Δεν υπάρχουν χέρια που να ΜΗΝ πιάνουν!
Και τα δικά σου θα "έπιαναν" εάν αποποιόσουν την τεμπελιά σου. Hello?? Νομίζεις ότι ο άνθρωπος του οποίου "πιάνουν" τα χέρια του γεννήθηκε γνωρίζοντας πώς να φτιάξει αυτό ή εκείνο ή το άλλο; Κωλοχτυπήθηκε για να το μάθει, φιλαράκι! Έκανε χίλιες δοκιμές και απέτυχε. Και θύμωσε που δεν τα καταφέρνει, και έβρισε, και χάλασε υλικά, και ορκίστηκε να τα παρατήσει και να μην ξαναδοκιμάσει ποτέ. Αλλά ξαναδοκίμασε. Και τη χιλιοστή μία τα κατάφερε. Κι ύστερα ήρθες εσύ και οι όμοιοί σου και του είπατε ότι "πιάνουν" τα χέρια του.
Βγες από την confort zone σου φιλαράκι αν θες να αρχίσουν να "πιάνουν" και τα δικά σου χέρια. Βγες από τη βαρετή τεμπελιά σου γαμώτο και διάβασε, κοίτα, μάθε, δοκίμασε, απότυχε, επέμεινε, ξανακάντο μέχρι να το κατέχεις. Αλλιώς μη μου λες βλακείες ρε φιλαράκι. Απλά κούνα τον κώλο σου. Κι όταν θα φτιάξεις κάτι και μου το δείξεις, δεν θα πω "πιάνουν" τα χέρια σου αλλά μπράβο που άρχισες να το φχαριστιέσαι.
Αναγγελία θανάτου.
Ανοίγεις παράθυρο. Ανοίγεις υπολογιστή. Ανάβεις το γκάζι και ακουμπάς επάνω το μπρίκι. Βάζεις δυο κουταλιές καφέ. Περιμένεις να φουσκώσει. Πίνεις μισό ποτήρι νερό. Ακουμπάς τον καφέ στο γραφείο. Φτιάχνεις λίγο τα μαξιλάρια στην καρέκλα. Κάθεσαι. Απέξω κοκόρια λαλάνε. (Η Τυτώ λάλησε προχτές πού ήμασταν στο σπίτι του Φώτη. Είπα είναι μακριά από το σπίτι μου η λαλιά της, δεν έδωσα σημασία.)
Αυτοκίνητα κάτω από τη λεωφόρο, τα πουλιά ακόμα κοιμούνται, ήχοι ζωής, μακρινοί. Εμείς ό, τι κάνουμε κάθε μέρα. Εσύ;
Αντίο Αλέκο.
Τώρα
μπορείς
να
ησυχάσεις.
Γιατί οι συγγραφείς και οι ποιητές χρειάζονται συναισθηματικούς ερεθισμούς για να γράψουν; Επειδή ο συναισθηματικός ερεθισμός τούς κάνει να βλέπουν πιο ρομαντικό τον γύρω κόσμο, τους δίνει ελπίδα κι ας είναι άγονη, ελπίδα πως όλα μπορεί να καλυτερέψουν κάποια στιγμή κι ας είναι άσχημα τώρα. Γι' αυτό αποζητούν τους έρωτες. Γιατί μόνο τότε όλα μοιάζουν να είναι διαφορετικά. Η χαρά και ο πόνος είναι η τροφή των γραπτών τους. Η ψυχική ηρεμία γι' αυτούς είναι ένα τέλμα που τους βγάζει έξω από τη φύση τους. Ξένος τόπος.
Υ.Γ. Παρά θίν' αλός, φιλοσοφίες με μαγιό.
7:26
Η Εύβοια είναι όμορφη, όπως και η Χαλκιδική, όπως όλη η Ελλάδα που, κρατάει. Παρά τις φωτιές που την κατακαίνε, είναι σα μια γυναίκα που κάθε τόσο τη στραπατσάρουν κι αυτή με όσες δυνάμεις της απομένουν, ανασυντάσσεται. Βάφεται λίγο, χτενίζεται λίγο και σηκώνεται όρθια κι ας ξέρει πως θα έρθει η ώρα που θα την ξαναρίξουν. Γιατί θα την ξαναρίξουν. Βέβαιο. Γιατί είμαστε ρεμάλια.
Μιλάμε για τον αρχαίο πολιτισμό μας και περηφανευόμαστε που κρατάμε από τέτοιο σόι. Αλλά δεν αναρωτιέται κανείς, εκτός από τα χαρίσματα, αν πήραμε και ελαττώματα; Μιλάμε για τις ομορφιές της Ελλάδας και το μεγάλο σόι από το οποίο κατάγεται. Η πονηριά; Από ποιο σόι προέρχεται; Η αρπαγές από εδώ κι από εκεί για να γεμίσει η τσέπη μας από ποιο σόι προέρχεται; Οι φωτιές, οι μίζες, η ζητιανιά προς όφελός μας, η δοσιλογία, οι υπόγειες ρουφιανιές, οι ψεύτες, από ποιο σόι; Οι κωλοπολιτικοί μας από ποιο σόι προέρχονται; Από εκείνο το μεγάλο;
Είμαστε ρεμάλια, ρε! Αφήστε τις υψηλές καταγωγές και στρώστε μια χώρα τουλάχιστον τίμια. ΤΩΡΑ. Αφήστε το πριν. Το πριν το έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν είναι έργο δικό σας. Εσείς απλά το ξεφτιλίσατε. Σα να κοπιάζει ο γονιός σου να σου φτιάξει μια περιουσία κι εσύ να την παίζεις και να την χάνεις στα χαρτιά. Ρεμάλια!
Υ.Γ. Κακοδιάθετη, όχι τον τελευταίο καιρό, αλλά τα τελευταία χρόνια. Γκρινιάρα και κακιά. Τι καλά να υπήρχε ένας Batman να καθαρίζει τον τόπο από τους κακούς!
Ό, τι φεύγει
αφήνει τη σκιά του για μέρες
κάτω από τα δέντρα,
στα πλακάκια,
ακόμα και στα μάτια που το κοίταζαν.
Ό, τι φεύγει
αφήνει τους ήχους του
έξω από τα παράθυρα,
στην αυλή, στο δρόμο.
Το ακούω.
Γρυλλίζει.
Οι βροχές του Ιούνη μάς βρήκαν απροετοίμαστους. Επεισόδεια της σειράς L'art de la crime. Η Ρούλα, ο Φώτης, η Αγγελική από το πρωί στη βεράντα μου χτες. Εγκαίνια. Αστεία. Σουβλάκια. Μπύρες. Μουσική στη διαπασών. Ψεύδομαι. Σχεδόν στη διαπασών. Το βράδυ πριν βγω, εξήγηση στο Μίδα. Εσύ σπίτι. Μην πηδήξεις έξω, το πόδι σου είναι χάλια. ΣΠΙΤΙ! Γυρίζω βράδυ 11:30, ο Μίδας πουθενά. 'Eχει πηδήξει πάλι από τη μάντρα. Λυπάμαι πολύ. Τον αφήνω έξω όλο το βράδυ. Βρέχει. Δεν μπορώ να το παλέψω άλλο. Ένα σωρό συρματοπλέγματα, ο πόδι του το έχει καταστρέψει από τα πηδήματα από δυο μέτρα ύψος κι αυτός το σκάει. Παραιτούμαι Μίδα. Pas de courage. Το πρωί που ανοίγω την πόρτα τον βλέπω στο πλάι του αυτοκινήτου να φυλάγεται από τη βροχή. Βρέχει του σκοτωμού. Έκτακτο δελτίο να μην κυκλοφορούμε πολύ λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Ειδοποίηση alarm στο κινητό, προστασία του πολίτη. Φωνάζω στο Μίδα έλα σπίτι. Ο Μίδας με κοιτά ανέκφραστος. Δεν κάνει καμιά κίνηση να σηκωθεί. Λέω το πόδι του θα το έσπασε τελείως και πονάει. Βγαίνω στη βροχή. Πηγαίνω κοντά του. Σήκω, του λέω. Πάμε σπίτι. Ακίνητος απλώνει τα πόδια να του χαιδέψω την κοιλιά. Του δίνω ένα χαδι αλλά βρέχομαι. Ψηλαφίζω τα πόδια του. Το ένα έχει κύστη. Τον σηκώνω από την κοιλιά να μην πατάνε κάτω τα μπροστινά πόδια και πονέσει, και τον κουβαλάω στη βροχή. Τριάντα; Σαράντα κιλά; Κάνω δυο τρεις στάσεις μέχρι το σπίτι. Βρέχομαι, είμαι μούσκεμα. Τον οδηγώ στο σπιτάκι τους. Μπαίνει μέσα. Τους βάζω φαγητό. Τρώνε. Φεύγω. Πετάω τα μουσκεμένα ρούχα. Pas de courage. Pas plus.
Ναι. Αλλά. Τα ζόμπι χωράνε από την παραμικρή τρυπούλα που αφήνεις από απροσεξία στο σύστημα. Και νάτα σκάνε μπροστά σου σαν αιμοβόρα μυρμήγκια. Σε πιάνουν στην πιο χαλαρή σου στιγμή και σε ξαναμολύνουν. Παθαίνεις αϋπνία, μένουν στο μυαλό σου εικόνες που δεν είχες ανάγκη να δεις, πικραίνεις τη μέρα σου, τη νύχτα, ελπίζεις αύριο να μαλακώσει η μόλυνση κι εσύ να πάψεις να νιώθεις άρρωστος από κακία (δικαιολογημένη, ακόμα έχουν σημάδια οι πληγές σου) και να επιστρέψεις στον καλωσυνάτο κόσμο που ζούσες πριν.
Υ. Γ. 1 Και κάθε φορά, (ως θετικός άνθρωπος), παρηγοριέσαι με την ιδέα πως το Σύμπαν σου δίνει καταστάσεις που θα σου μάθουν κάτι και θα σε κάνουν καλύτερο. Και αφήνεσαι να δεις πού θα χρησιμεύσει αυτό το πάθημα-μάθημα.
(Υ.Γ. 2 Μάθημα: Μήπως να πάψεις πια να είσαι ηλίθιος;)
(Υ.Γ. 3 Μάθημα: Μήπως να μην εμπιστεύεσαι κανένα;)
Καταδικασμένοι. Με ψυχολογία σκλάβου. Ο φόβος, το booling, η κακομεταχείριση, η φτώχια, η πείνα, η ανέχεια, μας έχουν κάνει να τρέμουμε τους πάντες και τα πάντα κι ο φοβισμένος άνθρωπος εύκολα μπορεί να καθοδηγηθεί. Ψυχολογία σκλάβου. Πριν κάτι χρόνια ψήφισα έναν τύπο που η μαγκιά του με έκανε να πιστέψω πως έχει τη δύναμη να ξεσηκώσει τους σκλάβους. Σε πολύ λίγο χρόνο ο τύπος συμβιβάστηκε. Άφησε το σύστημα να τον καταπιεί, ακόμα και τα μάτια του χάσανε τη λάμψη, ο λόγος του έχασε τον αυθορμητισμό του, πάει η μαγκιά. Πώς να δώσεις δύναμη σε κάποιον που φοβάται πιο πολύ κι από σένα; Πλήρης απογοήτευση. Πάνε οι ελπίδες για καλύτερη Ελλάδα.
Έτσι όπως την έχουν κάνει. Σκλάβα Ελλάδα. Χρεωμένη, άδεια, χωρίς βιομηχανίες, χωρίς περιουσίες κρατικές, με κατοίκους υποτακτικούς και υποταγμένους σε ποια μοίρα; Αυτοί που ορίζουν τις μοίρες τους ίσαμε τώρα είναι όντα χεσμένα πάνω τους. Κι αν δεν είναι, η Ευρώπη έχει τον τρόπο να το πετύχει εν μια νυκτί. Ξαναψάχνουμε για σωτήρα; Για το παλικάρι που θα έρθει καβάλα στο άλογο ως άλλος ελευθερωτής για να μας σώσει από τη σκλαβιά; Για να μας ξαναδώσει τη χαμένη μας αξιοπρέπεια;
Δυστυχώς πάνε τα χρόνια που γεννιόντουσαν επαναστάτες. Έχει βρεθεί ο τρόπος να γεννάμε και να μεγαλώνουμε μαμόθρεφτα σκλαβάκια. Παχουλά παιδιά φυλακισμένα σε οθόνες κινητού. Γυναίκες του botox, άντρες γκομενιάρηδες, γιατί προς το παρόν η μόνη διέξοδος του σκλάβου είναι το γ@@@@σι με την ευκολία των facebook και instagram και των υπολοίπων άλλων.
Απογοήτευση.