Προσφάι. Φαγί.
Βαθύ πιάτο. Οι φακές με το ξύδι. Η φέτα το ψωμί στο γυμνό τραπέζι. Ένα μικρό ποτήρι με κόκκινο κρασί από πλαστικό μπουκάλι, μισογεμάτο. Στο ένα χέρι κουτάλι στο άλλο ένα κομμάτι σαλάμι. Σκύβει για να φάει. Όπως οι παλιοί. Κάπου στο μυαλό της υπάρχει μια εικόνα ανθρώπων που δεν κάθονται σε τραπέζι κανονικό και καθόσο τρώνε, σκύβουν. Τι λείπει; Το ανοιγμένο κρεμμύδι μέσα στην πετσέτα. Το βάζαμε ανάμεσα σε μια πετσέτα για να μην ξεχυθούν τα ζουμιά και το χτυπάγαμε με τη γροθιά να ανοίξει. Αυτό έσκαγε από το χτύπημα, κακοποιημένο. Το καημένο.
"Το κρεμμύδι γίνεται πιο γλυκό άμα το ανοίγεις έτσι", έλεγε ο παππούς. Και δός του να χτυπάμε με γροθιές τα κρεμμύδια.
Τώρα ήρθε η καούρα στο στομάχι. Και στα δάχτυλα. Καίνε τα δάχτυλα όταν θέλουν να γράψουν, ανεβάζουν έναν πυρετό που δεν σε αφήνει ήσυχο όσο και να το θέλεις. Η σκέψη σου έρχεται και ξανάρχεται ίδια κι απαράλλαχτη μέχρι να της δώσεις δρόμο. Κι ο μόνος δρόμος, μοναδική έξοδος, τα δάχτυλα.
Έκτο δάχτυλο το μολύβι.
Υ.Γ1. Ξεκινά παρατηρητής. Συνεχίζει σε τρίτο πρόσωπο. Μεταπηδά σε πρώτο πρόσωπο. Ύστερα γράφει σε δεύτερο πρόσωπο.
Υ.Γ.2 Γράφει αυτήν την παρατήρηση σε τρίτο.
Υ.Γ.3 Πολλά πρόσωπα σαν τα φύλλα του κρεμμυδιού, το ένα μέσα στο άλλο. Χτυπημένη κατά καιρούς με γροθιές, κι αυτή μέσα σε μια πετσέτα για να κρύβονται τα ζουμιά.
Γίνηκε ωστόσο πιο γλυκειά έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου