Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Συγγ-ραφή


Συγγ-ραφή





Χωρίζω τη λέξη επίτηδες. Συγγ+ραφή. Συν +(γ)ραφή. Θα μπορούσες να πεις και συρραφή. Και είναι. Καιρό τώρα μαζεύω ομοιότητες.  Η συγγραφή δεν είναι τίποτε άλλο από μοδιστρική. Ράψιμο. Κοίτα και κρίνε.
Όλα αρχίζουν από μία επιθυμία, ναι; 
Θέλεις, ας πούμε να φτιάξεις ένα ωραίο φόρεμα, και να κυκλοφορήσεις με αυτό έξω. (Κάνε αντιπαράθεση φόρεμα - βιβλίο γιατί σε λίγο θα σου μιλάω μονάχα για μοδιστρική).
Το πρώτο που πρέπει να ξέρεις είναι πώς επιθυμείς το φόρεμά σου. Καθημερινό, επίσημο; (Σύλληψη θέματος). 
Επόμενο βήμα να πάρεις τα μέτρα σου. Πρέπει να είναι στα μέτρα και στο στυλ σου, συμφωνούμε; (Δεν μπορώ να γράψω τα πάντα! Ίδιο όπως όταν έχω άσχημα πόδια: δεν θα φορέσω κοντό). 
Ύστερα βρίσκω πατρόν. (Τίτλος και πρώτες σημειώσεις).
Μετά το πατρόν έρχονται τα υφάσματα. Πόσα υφάσματα; (Τι και ποιες ιστορίες πρόκειται να συνθέσεις; Ενός ανθρώπου; Πολλών;) 
Τι χρώμα; Με ποια υφή; Βελούδο; Μετάξι; Μάλλινο; Βαμβακερό; Λινό; (Ύφος)
Ένα ύφασμα; Λίγο από όλα; 
Λίγη δαντέλα σε κάποιο σημείο; 



Κλωστές. (Λογοτεχνικά στοιχεία).
Κι αρχίζεις το κόψιμο. Ψαλίδι το μολύβι. Κόβεις τα υφάσματα πάνω στο πατρόν. 
Ράψιμο. Με ενθουσιασμό. Σημαδεύεις, τρυπώνεις, ράβεις, στερεώνεις. Κόβεις με τα δόντια την κλωστή. Περνάς καινούργια από τη μικρή τρυπούλα. Αλλάζεις χρώμα όπου χρειάζεται. Το ύφασμα γλιστράει στα χέρια σου, μυρίζει καινούργιο, σου αρέσει. 
Συνθέτεις κι είναι δημιουργικό. Σου έρχεται μια ιδέα για λίγη δαντέλα στο λαιμό, λίγη στα μανίκια. Την προσθέτεις. Σ'αρέσει. Το φόρεμα είναι ζωντανό. Αλλάζει. Φτιάχνεις μανίκι μακρύ, το προβάρεις, δεν είναι όμορφο. Το κόβεις κοντύτερο. Η δαντέλα πέφτει λίγη, βάζεις και σε άλλο σημείο. Ραφές. Πένσες. Στρίφωμα. Πρώτη πρόβα. (Πρώτη ανάγνωση). 
Πέφτει μακρύ. Κονταίνεις. Πέφτει κοντό. Μακραίνεις. Πέφτει μπόλικο. Μαζεύεις. (Προτάσεις, παράγραφοι, κεφάλαια ολόκληρα προσθέτεις κι αφαιρείς, όπως στο παραμύθι με την κοπέλα που κένταγε στο φόρεμά της τον ουρανό με τα άστρα, τον ήλιο και τ' ανθισμένα δέντρα). 
Πένσες. Καλοραμμένες; Τραβάνε; Ντεκολτέ ικανοποιητικό; (Δεν το θέλεις πολύ πρόστυχο, αλλά να χαρίζει και κάτι, να είναι τραβηχτικό).  
Διορθώνεις. Ξηλώνεις. Πολλές φορές ανοίγεις και πάλι τις ραφές. Κουράζεσαι μέχρι να έρθει κουτί πάνω σου, να είναι καλοραμμένο, να μην φαίνονται -στους έξω- άτσαλες οι βελονιές.  Ατέλειωτες ώρες ράβεις και ξαναράβεις. 
Παίρνει μορφή. Προσθέτεις τελευταίες λεπτομέρειες: κουμπιά, κόπιτσες, φερμουάρ. (Αφιερώσεις, αγαπησιάρικες ατάκες, προλόγους).
Φαίνεται έτοιμο. Σιδερώνεις. Ετοιμάζεται το δημιούργημα για τη μεγάλη έξοδο. 
Τελευταία πρόβα πριν το φορέσεις έξω, πριν το αφήσεις να το κοιτάξουν άλλα μάτια. (Εκδότης).
Και έχει φτάσει η μεγάλη μέρα για τον μεγάλο χορό. (Παρουσίαση).
Τελειωμένο, φορεμένο, 
αφήνεται 
σε μάτια και αγκαλιές. 



  
Τέλος Γενάρη... Περνάει ο καιρός...


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Άνδρος, Τα κρινάκια του Αυγουστή


                             






Τα κρινάκια του Αυγουστή

Άνδρος. Δέκα έξι. Όλο γελούσε. Μαλλιά κατσαρά. Αχτένιστα. Άνεμοι στο νησί. Σώμα κλαράκι. Κατέβαινε παραλία και μου έφερνε κρινάκια. Φύτρωναν παντού. Είχαν όνομα: Κρινάκια της άμμου. Παγκράτιο το παράλιο. Ασφόδελος της θάλασσας. Κρινάκι του Αγίου Νικολάου. Νάρκισσος θαλασσινός. Το πονηρό χαμόγελό του μαρτυρούσε πως κάτι έκρυβε πίσω από την πλάτη του. 

"Τι είναι;" είχα ρωτήσει. 
"Έκπληξη, μάνα!" είχε απαντήσει.
Τα έκρυβε πίσω από την πλάτη.  Να μην τα δω. Να μην τα δω, εγώ. Εγώ που ήξερα απ’ έξω κάθε του ανεπαίσθητη κίνηση. Κάθε μικρό στεναγμό. Κάθε βλέμμα. 

Τελευταία φορά. Που τον είδα. Μάτια κλειστά. Αυστηρός. Αγέλαστος. Μέτωπο σαν σίδερο παγωμένο. Χείλη σφαλιστά. 
Εγώ να παρακυλάω. Άδειο βαρέλι.

Τα κρινάκια στο Παραπόρτι ακόμα ανθίζουν.





Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Τι στο καλό είναι ο έρωτας;

Να ασχοληθούμε με τον έρωτα; 



...και τελικά, τι είναι ο έρωτας, φίλε;  Το έχεις σκεφτεί; Ερωτευόμαστε το πρόσωπο ή αυτά που επιθυμούμε να προβάλλουμε εμείς σε αυτό; 
Επιθυμούμε: επιθυμούμε το πρόσωπο ή επιθυμούμε τις επιθυμίες μας; Απλούστερο; Σκέψου λίγο... 
Παρ' το από την αρχή: συναντώ κάποιον και λέω ότι μου αρέσει. Τι μου αρέσει; Το ότι είναι έξυπνος; Γιατί μου αρέσει που είναι έξυπνος; Επειδή είμαι έξυπνος κι εγώ και θεωρώ ότι θα ταιριάξει με τη δική μου εξυπνάδα, η μία εξυπνάδα θα αντανακλά την άλλη, μπορούμε εν δυνάμει να συνεννοηθούμε. 
Το αντίθετο, -αν εγώ δεν θεωρώ έξυπνο τον εαυτό μου-, αυτός που είναι έξυπνος θα καλύψει δικά μου κομμάτια και θα κυκλοφορώ μαζί του περήφανη -ας πούμε- στην κοινωνία, περιφέροντας την εξυπνάδα του συντρόφου μου. Ε; Καταλαβαίνεις κάτι; Πλησιάζουμε; 
Βάλε τώρα στη θέση της εξυπνάδας την ομορφιά. Ή βάλε την εργατικότητα, την πίστη, ό, τι θέλεις, φιλαράκο αγαπητέ μου, ό, τι λαχταρά η καρδούλα σου... 
Ερωτευόμαστε φίλε, σκοπίμως. Κοίταξε το... Και φυσικά όχι το πρόσωπο, αλλά αυτά που λείπουν από εμάς ή αυτά που επιθυμούμε να επιδείξουμε στους άλλους: κοινωνικότητα, εξυπνάδα, δύναμη, ομορφιά. Γι αυτόν το λόγο έχει βγει το ρητό:ο έρωτας με έρωτα περνάει. Γιατί στην πορεία βρίσκουμε άλλον καθρέφτη να καθρεφτίσουμε τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες μας, ό, τι χρειάζεται δηλαδή ο καθένας να δει στον εαυτό του. 



Για να καταλήξουμε, φίλε: δεν ερωτεύεσαι τον Τάδε ή την Δείνα. Ερωτεύεσαι τον καθρέφτη που αντανακλά τις δικές σου επιθυμίες. Αυτή την αντανάκλαση έχουμε ονομάσει έρωτα. Κι όταν ο καθρέφτης σπάσει, φίλε, πρόσεξέ το:  αν είσαι ειλικρινής θα διαπιστώσεις ότι δεν θέλεις να επιστρέψει το ίδιο το πρόσωπο αλλά αυτά που σε άφηνε να αντανακλάς πάνω του. Δεν σου λείπει εκείνος ή εκείνη. Σου λείπει η κατάσταση μέσα στην οποία είχες βρεθεί. 
Θα στο θέσω αλλιώς για να αποδείξω ότι δεν σου λείπει το άτομο αλλά ο έρωτας (η αντανάκλαση). 
Εάν το πρόσωπο το οποίο ωρύεσαι ότι σου λείπει το αντικαθιστούσε κάποιο άλλο πρόσωπο με περισσότερα προσόντα, που θα σου έδινε την ίδια αντανάκλαση, δηλαδή τις ίδιες ρομαντικο-ερωτικές καταστάσεις, τις ίδιες τρυφερές στιγμές, εάν έδινε στα αυτιά σου τα ίδια ωραία λόγια; Πώς θα αντιδρούσε ο έρωτάς σου, φίλε; Θα μετατοπιζόταν από πρόσωπο σε πρόσωπο με εξαιρετική ευκολία, ή όχι;

Σε μπέρδεψα, φίλε; 


















Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Οικειότητα




Οικειότητα. Οικειότητα, φίλε. 
Έχω μια αγαπημένη φίλη που συνεχώς μου θυμίζει: "familiarity brings contempt". Σημαίνει: "η οικειότητα σε κάνει να χάνεις τον σεβασμό προς τον άλλο", ή κάπως έτσι. 
Ωστόσο, προσωπικά, φίλε, έχω άλλη άποψη. Εγώ αγαπώ την οικειότητα. Αγαπώ να ξέρω τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τον σύντροφό μου. Αυτές τον κάνουν το πρόσωπο που είναι. Πώς κοιμάται κι από ποια πλευρά. Αν ροχαλίζει. (τον μισείς όταν;) Αν αγαπάει το αλάτι ή τη βροχή (δεν θέλω να το πιάσω ούτε ρομαντικά ούτε πρακτικά και κρύα. Θέλω να δώσω μόνο το στίγμα).  Τι κάνει όταν στενοχωριέται; Απομονώνεται; Το μοιράζεται; μαζί σου; Με φίλους; Το σκάει; Το ξεπερνάει εύκολα; Φαγητά; Τι αγαπάει; Τι τον πειράζει; Ποιο φρούτο δεν αντέχει; 
Πόσες μέρες κρατά ο θυμός του; 
Κάθε πότε έχει ερωτική επιθυμία; 
Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο, την αρρώστια; Μένει; Φεύγει; Στηρίζει; Κι έπειτα, πώς γελάει; Πώς του αρέσει ο καφές; Πίνει καφέ; Ποιον καφέ αγαπάει από όλους; Πώς νανουρίζεται για τον πάρει ο ύπνος; Μουσική; Ποιο είδος από όλα αγαπάει; Πώς σκουπίζεται μετά το μπάνιο; Λερώνει; (τον μισείς όταν;) 
Πώς είναι η αγκαλιά του; Πόσο την χρησιμοποιεί; Πόση ώρα αγκαλιάζει; Μιλάει μόνος του; Ξέρει κολύμπι; Παιδιαρίζει; (τον μισείς όταν;) 
Ποια μεριά του κρεβατιού, του καναπέ αγαπάει; Διαβάζει; Μαθαίνει; Διορθώνεται; Αλλάζει; 
Φαλτσάρει όταν τραγουδάει; 
Καταστρέφει τα ανέκδοτα ή σε κάνει να γελάς; 
Ένα εκατομμύριο πράγματα που ξέρεις ή δεν ξέρεις, φίλε. Ωστόσο σκέψου να έλειπαν. Familiarity brings contempt,  δε λέω, αλλά δεν είναι ανάγκη να φτάνεις στα άκρα. Κράτα στάση διακριτική, κράτα στάση ερωτική, μην ξεχνιέσαι με το πέρασμα των αιώνων...
Κράτα την αυτονομία σου, έρχεσαι από διαφορετικούς κόσμους, το ξέρεις... Δέξου τις αλλαγές του άλλου όπως καλοδέχεσαι τις δικές σου... Ποτέ δεν είναι πολύ μεγάλες, έτσι κι αλλιώς, αφού βαδίζεις πλάι του για καιρό. Μοιράσου την τρέλα του κι άφησε ελεύθερη την δική σου. 
Και κοίτα, φίλε... Όταν οι καλοί σου φίλοι σε ρωτήσουν για όλες τις παραπάνω λεπτομέρειες, είσαι τυχερός που μπορείς να απαντήσεις ανελλιπώς σε όλες... Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το έχουν νιώσει ποτέ... Ή το έχουν νιώσει για τόσο λίγο που το έχουν ξεχάσει... Και εντέλει: Και μόνο ότι μπορείς να απαντάς αβίαστα σε τόσες ερωτήσεις, φίλε, είναι προνόμιο, πώς να το κάνουμε... Πάει να πει πως είσαι διαβασμένος! 


Ντίνου Χριστιανόπουλου 

«Ενός λεπτού σιγή»

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
[πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 59]






Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Αντώνης Μπουντούρης


         






                                           Η ΑΛΛΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

                                                                         1

                                           Δε χρωστάω πουθενά

                                            Μονάχα στη θάλασσα

                                            Την τέφρα μου.

                                                                           2

                                            Παράγγειλε στη μάνα του

                                             Λυτό να τον γεννήσει

                                             Να ψαλιδίσει τις φασκιές
                                             και να ντυθούν τ'αδέλφια του.

                                             Αυτός δεν έχει ανάγκη.

                                             Η θάλασσα τον ξέβρασε

                                             Ένα κωφό κοχύλι.




                                                                          3

                                              Κόρη λυσίκομη θαλασσινή
                                              Μοσχοβολά αλμύρα και
                                              καταλλαγή.

                                              Γονατιστή προσεύχεται μέσα στο Ιερό της.

                                              Κι έτσι μετατοπίζεται
                                              ο επίλογος
                                              στο μυχό του πάνω κόσμου.

                                                                           4

                                               Και στην κοιλιά της μάνας μας
                                               χτυπάει ο παφλασμός της...






                                                                           5

                                               Χωνεύονται στο σώμα της
                                               Τα γήινα σώματά μας

                                               Οι άσκοπες πλωτές πορείες μας.

                                               Και ανεβάζει στάθμη.


                                                                            6

                                                 Τρέχει ,τρέχει ανίκητα
                                                  Σαν τους ερωτευμένους.

                                                  Πλόες χαράζουν το γλαυκό
                                                  χορταστικό της σώμα.

                                                  Αρχόντισσα
                                                  Που πλάθει βάθη αμέτρητα
                                                  για να κρυφτεί το φώς μας.





                                                                              7

                                                   Έχει κι η θάλασσα ψυχή
                                                   που θέλει να τη σώσει.

                                                  Έχει και υποστατικό
                                                   να παίρνει τις πνοές της

                                                    Κι όποτε θέλει κουπαστή
                                                    αρπάζει μια να τεντωθεί.

                                                                               8

                                                     Πρόσωπα ονειρόληπτα
                                                     Που έχουν γονατίσει
        
                                                     Και προσκυνούν τη θάλασσα
                                                     Που τελειωμό δεν έχει...




                                                                           9

                                                     Δεν ξεδιψάει η θάλασσα

                                                      Όσο και να μας πίνει

                                                      Έχει ένα στόμα μέσα της

                                                      που κατοικούν ελπίδες.



                                                     Αντώνης Μπουντούρης

 "Το έργο του Αντώνη Μπουντούρη μας αποκαλύπτει μια γνήσια ποιητική φωνή, που πλησιάζει τον κόσμο με μια χαρακτηριστική ηρεμία. Ιδιοσυγκρασία ισορροπημένη, πλούσια από ό,τι φαίνεται σε εμπειρίες και γνώσεις, άρτιος χειριστής του ελληνικού λόγου, είναι σε θέση να μας μυήσει στη μουσικότητα που μπορούν να έχουν οι λέξεις."    Περιοδικό Άρδην, 25/6/2017 (http://ardin-rixi.gr/archives/204652)

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Ο λύκος




Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί ή η αγάπη κρατάει για πάντα;




Γιατί...

"Πεινάς;" ρώτησα με συμπόνια.
"Είμαι ο λύκος", μου είπε. "Μπορώ να σε καταπιώ ολόκληρη".






Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Συζήτηση περί θανάτου





Όταν πεθάνω

Α. «Πάντως, αγάπη μου, όταν πεθάνω, θέλω να με θάψεις με όλες τις τιμές».
Μ. «Δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή;»
Α. «Όχι βέβαια. Θέλω να με πας στη μεγάλη εκκλησία για να με ψάλλουν».
Μ. «Γιατί στη μεγάλη;»
Α. «Διότι, μην ξεχνάς, έχω και μια θέση στην κοινωνία… Θα έρθουν πέντε επίσημα πρόσωπα… Ο Π., ο Κ., ο άλλος Κ… Να βρίσκομαι σε μια εκκλησία της προκοπής».
Μ. «Εντάξει».
Α. «Κι έπειτα θα με πάρεις να με πας στο χωριό. Εκεί θα με θάψεις».
Μ. «Γιατί δεν θέλεις να σε κάψω μία και καλή; Θα σε βάλω πάνω στο τζάκι!»
Α. «΄Απαπαπα! Και να φέρνεις τους εραστές και να βλέπω τι κάνεις, πάνω από το τζάκι; Στο χωριό μου!»
Μ.«Καλά… Στο χωριό σου… Εντάξει».
Ε. «Ρε, παιδιά, τι κουβέντα πιάσατε τώρα; Έχουμε ακόμα τριάντα χρόνια ζωής μπροστά μας!»
Α. «Δηλαδή εσύ δεν έχεις σκεφτεί τι θέλεις;»
Ε. «Έχω πολλά χρόνια ακόμα για να το σκεφτώ».
Α. «Εσύ, φιλαράκο; Τι θέλεις στην κηδεία σου;»
Β. «Εγώ θέλω η γυναίκα μου να με θάψει με μοιρολογίστρες. Να είναι πολλές γυναίκες πάνω μου και να κλαίνε πολύ».
Ν. «Θα σε κάψω, στο λέω!»
Β. «Όχι! Θα με πας στο νεκροταφείο και θα έρχεσαι κάθε βδομάδα να κλαις πάνω μου! Ανελλιπώς!»
«Καλά… Σιγά τότε μην καταλαβαίνεις, τι γίνεται!»
«Θα σε καταραστώ!»
«Τότε κανόνισε να πεθάνω πρώτη!»
Ε. «Δηλαδή; Πώς να το κανονίσει; Να σε πυροβολήσει;»
Γέλια.
Β. «Εσύ τι θες, αγάπη μου; Αν κι εγώ θα πεθάνω πρώτος, είμαι μεγαλύτερος».
Ν. «Να με κάψετε και τέλος. Ούτε νεκροταφεία, ούτε κλάματα, ούτε καντήλια, ούτε τάφους, ούτε τίποτα»
Α. «Έλα, πες μας κι εσύ, Ε. Τι θέλεις; Δεν μπορεί να μην το έχεις σκεφτεί!»
Ε. «Μακάβρια η συζήτηση… Τέλος πάντων. Εγώ δεν θέλω καθόλου κλάματα. Σκέφτομαι να πεθάνω μετά τα ενενήντα. Θα έχω χορτάσει από όλα. Μια Κυριακή θα καλέσω τα παιδιά μου για φαγητό. Θα έρθουν με παιδιά, εγγόνια, μπορεί και δισέγγονα. Θα γεμίσει το σπίτι χαρά και φωνές. Θα φάμε, θα πιούμε κι ύστερα θα πάω να ξεκουραστώ. Και δεν θα ξυπνήσω».
Α. «Στην κηδεία τι θέλεις;»
Ε. «Δεν θέλω κηδεία. Μια τελετή μονάχα. Η αλήθεια είναι, μια τελετή θα την ήθελα, έτσι για την υστεροφημία. Με το κιβούρι μου στο κέντρο μιας αίθουσας, σχεδόν ξεχασμένο, κι εγώ μέσα, εντελώς ακίνητη και νεκρή. Ωστόσο λένε ότι το πνεύμα ζει λίγες μέρες, λίγες ακόμα ώρες πριν ελευθερωθεί εντελώς και απομακρυνθεί από τα εγκόσμια. Εγώ λοιπόν, στο κέντρο πεθαμένη και ξεχασμένη, –δεν με πειράζει– και γύρω μου να τρώνε και να γλεντούν. Σε μια γωνιά θέλω κι ένα ποτηράκι με το τσιπουράκι μου… Να ευχαριστηθώ κι εγώ μαζί με τους άλλους… Κι ορκίζομαι στο Θεό πως θα το δούνε πιωμένο! Με τις μουσικές στο τέρμα, γέλια, αστεία, ούτε μαύρα ρούχα, ούτε τίποτα… δεν αγαπώ τα πένθη, ούτε τα εσωτερικά ούτε τα εξωτερικά. Κι ύστερα από το γλέντι και το φαγοπότι, σκέφτομαι να καώ. Φλόγα στη φλόγα. Μικρά κομματάκια φλεγόμενης στάχτης που θα ανεβαίνουν στον ουρανό».
Μ. «Μα… σε καίνε σε φούρνο».
Ε. «Εγώ θα κρατήσω αυτή την εικόνα. Σαν να καίγομαι στην ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο. Ή κάτω από το φεγγάρι και τα αποκαΐδια μου να λαμπυρίζουν ανεβαίνοντας προς τα πάνω».

Α. «Μετά;»


Ε. «Μετά, η στάχτη μου στη θάλασσα. Έτσι δεν συνηθίζεται; Ή σε μια κορφή βουνού. Το ίδιο μου κάνει. Ίσως… Τώρα που το σκέφτομαι, θα προτιμούσα το βουνό. Στη θάλασσα θα με καταπιούν κατευθείαν τα ψάρια. Θα περνούν πάνω μου παλιόβαρκες με ψαράδες που βρίζουν. Θα με δρασκελίζουν καράβια που θα αφήνουν πίσω τους πετρέλαια κι απόβλητα. Ναι, προτιμώ το βουνό. Να περπατήσουν πάνω στη στάχτη μου πουλιά και ζώα. Να κάνουν έρωτα πάνω μου. Να γεννήσουν επάνω μου. Να τρίψουν τα φτερά τους σπουργίτια, να συρθούν σαλιγκάρια, σαμιαμίδια,  να φυτρώσουν χορτάρια. Ίσως φυτρώσει και δέντρο. Έτσι θα μείνει κάτι πίσω μου, κάτι από μένα: οι στάχτες από τα κόκαλά μου. Ελάχιστα κύτταρα –καμένα, αλλά δεν με πειράζει– από το μυαλό, το δέρμα μου, τα πόδια που με πηγαινόφερναν, το συκώτι, τα μάτια. Ναι,  κάτι θα μείνει. Δεν θα είμαι χωμένη κάτω από το χώμα, δεν θα αναγκαστώ να σκουληκιάσω, δεν θα αναγκάσω τα παιδιά μου να είναι υπεύθυνα για το καθάρισμα του τάφου μου ούτε να αναρωτηθούν στα τρία χρόνια τι θα κάνουν με το κρανίο μου που θα ξεθάψουν, αν θα το βάλουν σε κενοτάφιο ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Βουνό. Στο βουνό θέλω να με σκορπίσουν. Αγαπώ τη ζωή. Στο βουνό θα ζήσω λίγο ακόμα. Ίσως κανένα κοκαλάκι μου που θα έχει ξεμείνει από την πυρά να παραμείνει εκεί πέρα, στα ύψη, για πάντα. Ή να το πάρει κανένας αετός για να φτιάξει φωλιά. Ο αετός, ξέρετε φτιάχνει την ασχημότερη φωλιά από όλα τα πετεινά του ουρανού. Αλλά δεν παύει να είναι αετός.
Άσχετο αυτό που είπα μόλις τώρα;»

(Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, από τη συλλογή διηγημάτων Αντρικές κουβέντες-Γυναικείες κουβέντες).