Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016




Ματαίωση: Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα άτομο εκδραματίζει συμβολικά με αντίθετο τρόπο κάτι μη αποδεκτό απέναντι στο οποίο το εγώ πρέπει να αμυνθεί.

ματαίωση < ματαιώνω + -σις/-ση < μάταιος

Open book 01.svg Ουσιαστικό

ματαίωση θηλυκό
  1. η οριστική ακύρωση μιας προγραμματισμένης δραστηριότητας
  2. η διάψευση
    η ματαίωση των ελπίδων μας

    [μη πραγματοποίηση προγραμματισμένης ενέργειας]
    ματαίωσηματαίωση της συναυλίας
    ακύρωση: ακύρωση πτήσης
    [αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή]
    ανατροπή: ανατροπή των επιδιώξεων / στόχων



    ΜΑΤΑΙΩΣΗ

    Τελικά, το σύννεφο πέρασε 
    χωρίς ν΄ αφήσει ούτε μια σταγόνα βροχής.
    Άδικα αγοράστηκαν οι ομπρέλες. 
    Άδικα ανησύχησαν όσοι ήρθαν χωρίς αδιάβροχο.


    ΕΜΠΕΙΡΙΑ
    Ακακία· όχι ανάμνηση αλλά δικαιωμένο παρόν-
    άργησε φέτος ν ΄ ανθίσει·
    στον ίσκιο της σήμερα αισθήσεις πάλι φίλντισι
    ένα μισάνοιχτο στόμα της μουσικής
    η εμφανής βεβαιότητα των φύλλων
    εκείνα τα σημάδια της πάλης με το χιόνι
    τα λεπτά δάχτυλα του Μαρτίου
    η περηφάνια του δάσους σ ’έναν και μόνον κάλυκα
    πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
    και η σαγήνη μαζί·
    (έχω σημειώσει κι άλλοτε:
    στην παρακμή των καρπών
    το μέτρο των ονείρων·
    πατημένα μήλα,
    φλούδες που ήταν κάποτε ο κόσμος
    χυμένα σπλάχνα χρωμάτων
    χρυσόμυγες, τυφλά σκουλήκια
    εκδικούνται ή θέλουν άραγε να ματαιώσουν εικόνες;
    απλωμένα μυστικά περιμένουν τη λύση τους
    αλλά το χέρι που έβαλε τις φωτιές
    κι έκανε τα δέντρα θάνατο θέλει κόψιμο θάνατο.)
    Πόσο σού μοιάζει αυτή η έπαρση
    και η σαγήνη μαζί·
    εννοείται ότι σου γράφω με κάρβουνα, δεν έχω χαρτί
    χούφταλα κλαδιά γεμίζουν τους δρόμους, δεν έχω χαρτί
    αλλά σκουπίδια, στα μάτια μιαν ίωση χρόνου
    που βλέπει από τώρα κιόλας πλανήτες στάχτες
    κι έναν άνθρωπο ξεχασμένο στη γωνία των ματαιοτήτων
    σ’ όλα εκείνα τα ξέπνοα «δεν», τα «ίσως θα έπρεπε»
    που ξεστόμισε χωρίς να ξέρει τίποτε
    μέσα στο φως περιμένει από καιρό μιαν άλλη θέα,
    ένα άλλο τοπίο φιλόξενο να τον στεγάσει, να τον σκεφτεί
    όχι ως μέγα κρίμα αλλά ως συγχώρεση.
    Μη με περιμένεις πια, κλείσε αμέσως θέση σ΄ αυτό το όνειρο
    εκεί θα βρεις άλλωστε, μεταξύ άλλων, την ίδια την ακακία
    του πρώτου στίχου.
    Γιώργος Βέης

    Ματαίωση
    Άχρηστη, άφελη κι αχρησίμευτη η συνεύρεση
    άδικη, μάταιη κι άγονη η προσδοκία
    τιποτένιο το αποτέλεσμα
    κι εσύ απόριχτος και πάλι, 
    του ριξιμιού,
    άσκοπα μπόσικος σε περιττές χαρές
    ανάμεσα σε αδιάφορο κόσμο.
    Ε.Κ.


    Πέτρος Βλαστός, συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας:


    άχρηστος κι αχρησίμεφτος, αχρείαστος, άφελος, ανωφέλητος, ανώφελος, άσκοπος, μάταιος, άγονος, άκαρπος, στείρος, ασήμαντος, τιποτένιος, αδιαφόρετος, άδικος, πεταμένος, απόριχτος. Για πέταμα, του ριξιμιού, δεν αξίζει τον κόπο, δεν αξίζει γιάντα. Μπόσικος, περιττός, αδιάφορος.

    Ματαίωση συνώνυμα





Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Άτιτλο
Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
γδυμένη από σκέψεις και πράξεις που βαφτίστηκαν λάθη.
Με λευκή δαντέλα θηλιά στο λαιμό,
με μαύρο πετσί λουστρίνι,
να καθρεφτίζει του ουρανού τα πιο μύχια πάθη.
Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
με μία ομορφιά στο σβησμένο πρόσωπό μου.
Γερά να κρατώ της πρόποσης το ποτήρι,
για ένα πλήθος ψυχρό μυωπικό,
γευόμενη τα φιλιά του Ιούδα στο λαιμό μου.
Ιφιγένεια Δεριζιώτη 
Εμπόδια
Εκεί που πας να με βρεις ρίχνω ένα καινούργιο φράγμα.
Δεν είναι που δεν θέλω να με βρεις
δεν είναι που θέλω να σε διώξω.
Μόνο που πια πρέπει να δούμε καθαρά
πόσα εμπόδια αντέχουμε να ξεπεράσουμε
για να βρεθούμε.
Πρέπει να ελέγξουμε ως πού τραβάει η δύναμή μας.
Κι έπειτα, μην ξεχνάς ποτέ το ενδεχόμενο
τα φράγματα να μην τα φτιάχνω μόνος μου
μα να υπάρχουν πάνω μου και μέσα μου σα μελανές ουλές
αλλάζοντας το σήμα και το χρώμα μου.
Αυτό το εμπόδιο που είναι ο εαυτός μου
για τον εαυτό μου.
Η σάρκα
Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτε δεν έμαθε.

Πριν από τη σιωπή  
Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα
όλο κι απλώνει
μέσα κι έξω.
Απ' το γυμνό βουνό μου
πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι αισθημάτων
κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα
βλέποντας μόνο δάση
πάλι πεθαίνω για ένα δέντρο.
Ένα δέντρο... ένα πρόσωπο...
Και πια δεν ξέρω
αν διάλεξα τη μοναξιά
ή αν μου την επιβάλλατε.
Καθώς απλώνει ο πάγος
δεν καταδέχομαι
να ζητήσω τη βοήθειά σας.
Τίτος Πατρίκιος

http://www.sarantakos.com/kibwtos/s-patrikios.html

Της απογοήτευσης
Κάλεσέ με, λοιπόν,  
στο επόμενο συμπόσιο
ένα κρεβάτι
δεν είναι τίποτε άλλο 
παρά ένα κρεβάτι
όπως ένα τραπέζι 
δεν είναι παρά μονάχα αυτό που βλέπουμε
καθώς θα ξέρεις
και το αιδοίο μιας γυναίκας
δεν είναι παρά ένα γεωλογικό σημείο
ανθρωπίνου σώματος.
Ε.Κ.

 :

Η άκρη από οτιδήποτε...



Σάββατο 5 Μαρτίου 2016




Χαλίλ Γκιμπράν
(απόσπασμα από τον Προφήτη)
Κάποιοι από σας με φώναζαν μονόχνωτο, μεθυσμένο με την ίδια μου τη μοναξιά.
Λέγανε: «πιάνει κουβέντα με τα δέντρα του δάσους κι όχι μ’ ανθρώπους.
Στις κορυφές των λόφων κάθεται μονάχος κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη μας».
Είναι αλήθεια ότι ανέβηκα στους λόφους και περπάτησα σε τόπους απόμερους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σας δω, αν δε βρισκόμουνα σε μεγάλο ύψος ή σε μακρινή απόσταση;
Πώς μπορεί κάποιος να είναι αληθινά κοντά, αν δε βρεθεί μακριά;

Και κάποιοι άλλο από σας μιλούσαν μέσα μου, όχι με λόγια, λέγοντας:
«ξένε, ξένε, εραστή του απρόσιτου ύψους, γιατί για κατοικία σου έχεις τις κορφές, εκεί που χτίζουν φωλιές οι αετοί;
Γιατί αναζητάς το ανέφικτο;
Μες στη μοναξιά των ψυχών τους τέτοια ήταν τα λόγια τους.
Μα αν βαθύτερη ήταν η μοναξιά τους, τότε θα ήξεραν ότι δεν έψαχνα τίποτε παραπάνω από το μυστικό της χαράς και του πόνους σας.
Κι ότι κυνηγούσα τους ανώτερους εαυτούς σας που βαδίζουν στα ουράνια.
Μόνο που ο κυνηγός ήταν και το θήραμα.
Καθώς πολλά από τα βέλη που το τόξο μου πετούσε, προορισμό τους είχαν μόνο το δικό μου στήθος.
Και ο ουράνιος ταξιδευτής την ίδια στιγμή σερνάμενο ερπετό ήταν.
Γιατί την ώρα που τα φτερά μου στον ήλιο απλώνονταν, χελώνα στη γη ήταν η σκιά τους.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν, επίσης, και δύσπιστος. 
Γιατί συχνά τα δάχτυλα έβαλα στην ίδια την πληγή μου, ώστε μεγαλύτερη να γίνει η πίστη μου σ’ εσάς και πιότερη η γνώση.

Με τούτη την πίστη και τη γνώση έρχομαι να δηλώσω.
Δεν είστε μες στα σώματα εγκλωβισμένοι, μήτε περιορισμό κανένα έχετε από τα σπίτια σας ή τα χωράφια.





«Ψωμί, χασίς και φεγγάρι»
Νιζάρ Καμπάνι

 «... Σ' εκείνες τις ανατολίτικες νύχτες όταν

Το φεγγάρι γεμίζει πλήρως, 
 Η ανατολή χάνει κάθε τιμή
Και σθένος. 
Τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν ξυπόλυτοι, 
Που πιστεύουν σε τέσσερις συζύγους
 Και την ημέρα της κρίσης, 
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βλέπουν το ψωμί
Μόνο στα όνειρά τους, 
Που περνούν τη νύχτα σε σπίτια
Χτισμένα από βήχα, 
 Που δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια τους φάρμακο, 
Ξαπλώνουν σαν τα πτώματα κάτω από το σεληνόφως.»






















Η ακινησία των θυρών
Οι πόρτες που βαφτίστηκαν σε ύδατα 
χρώματος ακέραιου γαλάζιου
βαστούν ακόμα τους τοίχους της νύχτας
τους βαστούν να μην πέσουν
τους βαστούν να μένουν γαλήνιοι
ακουμπά πάνω τους το βαρύ φορτίο
γλείφει πάνω τους η τραχιά σκιά του φεγγαριού
χρόνια τώρα
τα πρωινά χάνονται στο στεγνό ξύλο 
χωρίς ν' αφήνουν κανένα ίχνος 
ο άνεμος σκοντάφτει στη σάρκα τους
κι αυτές αντέχουν
χρόνια τώρα
μνήμες τώρα
ακίνητες
κι η πίκρα τους για ένα έστω μικρό ταξίδι
ακούγεται σαν τριγμός.
Ε.Κ.

Ένας ήλιος γενναιόδωρος

                                                                                



Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Το σπίτι
Το σπίτι μου είναι γεμάτο μικροπράγματα. Κουβαλάω μαζί μου όλο το συναίσθημα και τις αναμνήσεις που αγόραζα όλα αυτά τα χρόνια. Το κατάλαβα τώρα με τη μετακόμιση. Μέσα στο  καινούργιο, με κόπο έσπρωξα μέσα και το παλιό. Κουβάλησα ακόμα και κάτι χάρτινα σακουλάκια που είχα για να βάζω μέσα δώρα. Τα δώρα που δεν κάνω πια. Λόγω ανέχειας. Διότι πώς να χαρίσεις όταν δεν έχεις; 
Στρίμωξα, που λες, τα παλιά μου έπιπλα στο καινούργιο σπίτι.  Αυτά που λυπόμουν να πετάξω γιατί τα είχα πληρώσει ακριβά, αυτά που μου θύμιζαν τη λαχτάρα με την οποία τα είχα πρωτοδεί, λατρέψει και ακριβοπληρώσει ακόμα και αυτά που έβρισκα στο δρόμο και ήμουνα σίγουρη πως μου ταιριάζανε στη διακόσμηση του σπιτιού μου. 
Βιβλία; Αμέτρητα. Με τριγυρίζουν από παντού. Ντύνουν τους τοίχους. Καλό είναι αυτό. Κρατούν ένα είδος μόνωσης από το κρύο. Αν πεις για σημειώσεις και χαρτιά, η ανασφάλειά μου πάντα ήταν μην έρθει κάποια ιδέα και δεν έχω κοντά μου χαρτί για να τη γράψω. Πόσα δέντρα έχουν γίνει χαρτί κι έχουν μπει μέσα στο σπίτι μου! Αν ζωντάνευαν, τα δωμάτια θα γινόντουσαν δάση. 
Μάζευα. Σαν το μυρμήγκι. Αγόραζα καινούργια μα κρατούσα και τα παλιά. Κι όλο στρίμωχνα. Όλο στρίμωχνα κι έσπρωχνα κι έχωνα. 
Κι ήρθε τούτη η στριμωσιά και μ' επνιξε. Τώρα είναι πρέπον να αρχίσω να πετάω. Μα δεν μου πάει η καρδιά από πού να αρχίσω. Από αυτά που φορούσα και καμάρωνα; Από ρούχα που μόλις τα είδα είπα πως ταιριάζουν επάνω μου σαν γάντι και που όταν τα φορούσα ένιωθα περήφανη; Από τα κρεβάτια που κοιμήθηκα και ξύπνησα ευτυχισμένη; Από τα τραπέζια που έφαγα και σηκώθηκα χορτασμένη; Από τα βιβλία που με έμαθαν όσα ξέρω; Από τα συρτάρια που έκρυβα τα πολύτιμα για μένα πράγματα;
Και τώρα ξημεροβραδιάζομαι κοιτώντας. 


Η ψυχή
Η ψυχή μου είναι γεμάτη μικρολογήματα. Κουβαλάω μαζί μου όλο το συναίσθημα και τις αναμνήσεις που φορτώθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Το κατάλαβα τώρα με την μετακόμιση. Μέσα στις  καινούργιες εμπειρίες, με κόπο έσπρωξα μέσα και τις παλιές. Κουβάλησα ακόμα και κάτι στιγμές με τρυφερές αναμνήσεις που ξέμειναν από τότε που είχα ψυχή και την χάριζα σαν δώρα. Δώρα που δεν κάνω πια. Λόγω ανέχειας. Διότι πώς να χαρίσεις όταν δεν έχεις; 
Στρίμωξα, που λες, τις παλιές αναμνήσεις στην καινούργια ζωή.  Αυτές που λυπόμουν να ξεχάσω γιατί τις είχα πληρώσει ακριβά, αυτές που μου θύμιζαν λαχτάρα που είχα νιώσει, αυτές που είχα λατρέψει και νόμιζα πως θα κρατούσα για πάντα, ακόμα και αυτές που τύχαιναν στο δρόμο και ήμουνα σίγουρη πως ταιριάζανε στην ψυχή μου. 
Λόγια; Αμέτρητα. Με τριγυρίζουν από παντού. Ντύνουν τους τοίχους. Καλό είναι αυτό. Κρατούν ένα είδος μόνωσης όταν πιάνει το κρύο της μοναξιάς. Πόσες φωνές έγιναν ένα με τους τοίχους κι έχουν ντύσει το σπίτι μου! Αν ζωντάνευαν, τα δωμάτια θα γινόντουσαν δάση. Δάση από ανθρώπινες φωνές κι αγάπη. 
Μάζευα. Σαν το μυρμήγκι. Αγόραζα καινούργια ζωή μα κρατούσα και την παλιά. Κι όλο στρίμωχνα. Όλο στρίμωχνα κι έσπρωχνα κι έχωνα. 
Κι ήρθε τούτη η στριμωσιά και μ' επνιξε. Τώρα είναι πρέπον να αρχίσω να πετάω. Μα δεν μου πάει η καρδιά από πού να αρχίσω. Από αυτά που με έκαναν να χαρώ; Να καμαρώνω; Να κλάψω;  Από αυτά  που ταίριαζαν σαν γάντι πάνω μου κι ένιωθα περήφανη; Από τα κρεβάτια που κοιμήθηκα και ξύπνησα ευτυχισμένη; Από τα τραπέζια που έφαγα και σηκώθηκα χορτασμένη; Από τα βιβλία που με έμαθαν όσα ξέρω; Από τις στιγμές που έκρυβα σαν πολύτιμα πράγματα;
Πάλι κοιτώντας ξημεροβραδιάζομαι. 

Ξυπνάς και πιάνεις χαρτί



Το σπίτι και η ψυχή είναι το ίδιο ή το σπίτι μας μιλάει. 








Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016


 «Οι λέξεις είναι σαν το κρασί πάνω στα χείλη». 

Βιρτζίνια Γουλφ



image
Μάτση Χατζηλαζάρου

Αντίστροφη Αφιέρωση (απόσπασμα)
εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina

εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα' χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987)




image
Τζόις Μανσούρ
Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
Τζόις Μανσούρ (1928-1986)




Μαρία Πολυδούρη

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
–τον εἶχα ἀπόψε ὅλον καημὸ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου!

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.

Μελισσάνθη
Ἄς...
Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...

Μελισσάνθη


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Πέντε ποιήματα − της Γκουέντολυν Μπέννετ

Written by  //  01/03/2016  //  Ποίηση  //  Πέντε ποιήματα − της Γκουέντολυν Μπέννετ

Μετάφραση: Κώστας Λιννός

ΜΥΣΤΙΚΟ
(SECRET)
Θα φτιάξω ένα τραγούδι σαν τα μαλλιά σου…
Χρυσοπλεγμένο με σκιές πρασινωπές,
Και θα παίξω με το τραγούδι μου
Όπως τα δάχτυλά μου θα έπαιζαν με τα μαλλιά σου.
Βαθιά στην καρδιά μου
Θα παίζω με το τραγούδι μου για σένα,
Απαλά…
Θα γελάσω με την ευαίσθητη γυαλάδα του,
Θα τυλίξω το τραγούδι μου σε μια κουβέρτα
Γαλάζια όπως τα μάτια σου είναι γαλανά
Με μικροσκοπικές πιτσιλιές από ασήμι.
Θα το τυλίξω χαδιάρικα,
Τρυφερά…
Θα τραγουδήσω ένα νανούρισμα
Στο τραγούδι που έχω φτιάξει
Απ’ τα μαλλιά και τα μάτια σου,
Και δεν θα μάθεις ποτέ
Ότι βαθιά στην καρδιά μου
Φυλάω ένα τραγούδι για σένα
Μυστικά…

ΜΙΣΟΣ
(HATRED)
Θα σε μισήσω
Σαν ένα βέλος από σβουριχτό ατσάλι
Τοξεμένο στον γαλήνιο άνεμο
Το σούρουπο,
Ή με σοβαρότητα
Όπως τα πεύκα είναι νηφάλια
Όταν στέκουν χαραγμένα
Απέναντι στον ουρανό.
Το να σε μισώ θα είναι ένα παιχνίδι
Που παίζεται με κρύα χέρια
Και λεπτά δάχτυλα.
Η καρδιά σου θα λαχταρά
Το μοναχικό μεγαλείο του πεύκου
Ενώ ξαναφουντωμένες φωτιές στα μάτια μου
Θα σε πληγώνουν σαν γοργά βέλη.
Η μνήμη θ’ απλώσει τα χέρια της
Πάνω στο στήθος σου
Και θα καταλάβεις
Το μίσος μου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
(NOCTURNE)
Η δροσερή νύχτα είναι παράξενη
Ανάμεσα στις μέρες του μεσοκαλόκαιρου…
Μακρινοί πάγοι είναι πιασμένοι
Στο χλωμό φως του φεγγαριού,
Κι οι ήχοι είναι αλαργινό γέλιο
Παγωμένο σε κρυστάλλινα δάκρυα.

ΣΟΝΕΤΟ
(SONNET)
Κάποια πράγματα είναι πολύ αγαπητά σε μένα:
Πράγματα τέτοια σαν τα λουλούδια λουσμένα στη βροχή,
Ή μοτίβα σχηματισμένα πάνω στη θάλασσα,
Ή κρόκοι εκεί που το χιόνι έχει στρωθεί.
Ο ιριδισμός ενός πολύτιμου λίθου,
Του φεγγαριού το ψυχρό στιλπνό φως,
Οι αζαλέες και το άρωμα το δικό τους,
Και τ’ αγιοκλήματα μέσα στη νύχτα.
Κι ακόμα πολλοί ήχοι είν’ αγαπητοί:
Όπως οι άνεμοι που τραγουδούν ανάμεσα στα δέντρα,
Ή τα τριζόνια που καλούν απ’ το φράγμα του ποταμού,
Ή οι νέγροι που μουρμουρίζουν μελωδίες.
Αλλά το πιο αγαπητό απ’ όλα που μπορώ να φανταστώ
Είναι τα ξαφνικά δάκρυα στα μάτια σου.

ΚΑΘΑΡΣΗ
(PURGATION)
Έζησες
Και το σώμα σου
Έντυσε τις φλόγες της γης.
Τώρα που οι φωτιές έχουν σβήσει
Κι άφησαν το σώμα σου κρύο,
Τρέμω καθώς στέκομαι
Μπροστά στο σμιλεμένο μάρμαρο
Της ελευθερωμένης απ’ την τέφρα ψυχής σου.

[Gwendolyn Bennett: Αφροαμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος και εικαστικός. Γεννήθηκε το 1902 και πέθανε το 1981. Υπήρξε μέλος του ποιητικού κινήματος Αναγέννηση του Χάρλεμ (Harlem Renaissance)]

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016


ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Σαν όλα εκείνα που προηγήθηκαν
Θα μπορούσε κι αυτό να ήταν ένα εύρημα
Αλλά είναι ο λύκος των στιγμών.
Γιώργος Βέης

Ο Θεός που λατρεύει

Για τον τόπο μου και τους ανθρώπους του είμαι ένας θεός
Όχι γιατί με λατρεύουν αλλά γιατί λατρεύω εγώ
Γιατί υποκλίνομαι σε αυτόν που θα μου χαρίσει
λίγους καρπούς ή ένα χαμόγελο από το κτήμα του.
Ή γιατί πηγαίνω στους άξεστους κατοίκους
ζητιανεύοντας ένα κέρμα ή ένα πουκάμισο και μου το δίνουν.
Γιατί παραμονεύω τον ουρανό με μάτια γερακιού
και τον μνημονεύω στους στίχους μου.
Γιατί εγώ μόνος.
Γιατί κοιμήθηκα εφτά μήνες σε μια κουνιστή πολυθρόνα
κι άλλους πέντε στα πεζοδρόμια της πόλης.
Γιατί τον πλούτο κοιτάζω από μακριά
μα όχι με μίσος.
Γιατί αγαπώ όποιον αγαπά

Γιατί μπορώ πορτοκαλιές και μποστάνια να καλλιεργώ και μέσα ακόμη στο λιοπύρι

Γιατί ένα φίλο έχω
που τον πάντρεψα και του βάφτισα όλα τα παιδιά.
Γιατί καλός δεν είμαι με τον τρόπο τον γνωστό
Γιατί το κεφάλαιο δεν προστάτεψα όντας δικηγόρος.
Γιατί τα πουλιά αγαπώ και τη βροχή
και το βασίλειό τους που την ψυχή μου εξαγνίζει.
Γιατί γεννήθηκα Μάιο.
Γιατί μπορώ να χαστουκίζω τον κλέφτη συμπολίτη.
Γιατί η μητέρα μου με εγκατέλειψε
όταν τη χρειαζόμουν περισσότερο από ποτέ.
Γιατί όταν αρρωσταίνω 
στο νοσοκομείο πηγαίνω της πρόνοιας.
Μα πάνω από όλα γιατί σέβομαι μόνον όποιον με σέβεται,
αυτόν που καθημερινά μοχθεί για ένα ψωμί πικρό, μοναχικό κι αβέβαιο
σαν αυτούς εδώ τους στίχους που από το θάνατο ξεκλέβω.
RAUL GOMEZ JATTIN

(Μετάφραση:Ε. ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ)

Χάι-κου

Όταν το μάτι του γερακιού σκοτεινιάζει το μικρό ορτύκι 

Αρχίζει να τιτιβίζει. 


Γεράκι
Το ταξίδι του χρόνου μπορεί να γίνει και με άνεμο
μπορεί να γίνει και με θάλασσα αγριεμένη
μπορεί να γίνει και με ποίηση ατιμασμένη
μπορεί να γίνει κι από άντρα κι από γυναίκα
κι από φίδια ακόμα
κι από τη χλόη 
στο ταξίδι του χρόνου δεν είσαι άλλο από ποντίκι 
πιασμένο σε ράμφος γερακιού.
Ε.Κ. 
Ο Μάρτης, να!