Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Το σπίτι
Το σπίτι μου είναι γεμάτο μικροπράγματα. Κουβαλάω μαζί μου όλο το συναίσθημα και τις αναμνήσεις που αγόραζα όλα αυτά τα χρόνια. Το κατάλαβα τώρα με τη μετακόμιση. Μέσα στο  καινούργιο, με κόπο έσπρωξα μέσα και το παλιό. Κουβάλησα ακόμα και κάτι χάρτινα σακουλάκια που είχα για να βάζω μέσα δώρα. Τα δώρα που δεν κάνω πια. Λόγω ανέχειας. Διότι πώς να χαρίσεις όταν δεν έχεις; 
Στρίμωξα, που λες, τα παλιά μου έπιπλα στο καινούργιο σπίτι.  Αυτά που λυπόμουν να πετάξω γιατί τα είχα πληρώσει ακριβά, αυτά που μου θύμιζαν τη λαχτάρα με την οποία τα είχα πρωτοδεί, λατρέψει και ακριβοπληρώσει ακόμα και αυτά που έβρισκα στο δρόμο και ήμουνα σίγουρη πως μου ταιριάζανε στη διακόσμηση του σπιτιού μου. 
Βιβλία; Αμέτρητα. Με τριγυρίζουν από παντού. Ντύνουν τους τοίχους. Καλό είναι αυτό. Κρατούν ένα είδος μόνωσης από το κρύο. Αν πεις για σημειώσεις και χαρτιά, η ανασφάλειά μου πάντα ήταν μην έρθει κάποια ιδέα και δεν έχω κοντά μου χαρτί για να τη γράψω. Πόσα δέντρα έχουν γίνει χαρτί κι έχουν μπει μέσα στο σπίτι μου! Αν ζωντάνευαν, τα δωμάτια θα γινόντουσαν δάση. 
Μάζευα. Σαν το μυρμήγκι. Αγόραζα καινούργια μα κρατούσα και τα παλιά. Κι όλο στρίμωχνα. Όλο στρίμωχνα κι έσπρωχνα κι έχωνα. 
Κι ήρθε τούτη η στριμωσιά και μ' επνιξε. Τώρα είναι πρέπον να αρχίσω να πετάω. Μα δεν μου πάει η καρδιά από πού να αρχίσω. Από αυτά που φορούσα και καμάρωνα; Από ρούχα που μόλις τα είδα είπα πως ταιριάζουν επάνω μου σαν γάντι και που όταν τα φορούσα ένιωθα περήφανη; Από τα κρεβάτια που κοιμήθηκα και ξύπνησα ευτυχισμένη; Από τα τραπέζια που έφαγα και σηκώθηκα χορτασμένη; Από τα βιβλία που με έμαθαν όσα ξέρω; Από τα συρτάρια που έκρυβα τα πολύτιμα για μένα πράγματα;
Και τώρα ξημεροβραδιάζομαι κοιτώντας. 


Η ψυχή
Η ψυχή μου είναι γεμάτη μικρολογήματα. Κουβαλάω μαζί μου όλο το συναίσθημα και τις αναμνήσεις που φορτώθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Το κατάλαβα τώρα με την μετακόμιση. Μέσα στις  καινούργιες εμπειρίες, με κόπο έσπρωξα μέσα και τις παλιές. Κουβάλησα ακόμα και κάτι στιγμές με τρυφερές αναμνήσεις που ξέμειναν από τότε που είχα ψυχή και την χάριζα σαν δώρα. Δώρα που δεν κάνω πια. Λόγω ανέχειας. Διότι πώς να χαρίσεις όταν δεν έχεις; 
Στρίμωξα, που λες, τις παλιές αναμνήσεις στην καινούργια ζωή.  Αυτές που λυπόμουν να ξεχάσω γιατί τις είχα πληρώσει ακριβά, αυτές που μου θύμιζαν λαχτάρα που είχα νιώσει, αυτές που είχα λατρέψει και νόμιζα πως θα κρατούσα για πάντα, ακόμα και αυτές που τύχαιναν στο δρόμο και ήμουνα σίγουρη πως ταιριάζανε στην ψυχή μου. 
Λόγια; Αμέτρητα. Με τριγυρίζουν από παντού. Ντύνουν τους τοίχους. Καλό είναι αυτό. Κρατούν ένα είδος μόνωσης όταν πιάνει το κρύο της μοναξιάς. Πόσες φωνές έγιναν ένα με τους τοίχους κι έχουν ντύσει το σπίτι μου! Αν ζωντάνευαν, τα δωμάτια θα γινόντουσαν δάση. Δάση από ανθρώπινες φωνές κι αγάπη. 
Μάζευα. Σαν το μυρμήγκι. Αγόραζα καινούργια ζωή μα κρατούσα και την παλιά. Κι όλο στρίμωχνα. Όλο στρίμωχνα κι έσπρωχνα κι έχωνα. 
Κι ήρθε τούτη η στριμωσιά και μ' επνιξε. Τώρα είναι πρέπον να αρχίσω να πετάω. Μα δεν μου πάει η καρδιά από πού να αρχίσω. Από αυτά που με έκαναν να χαρώ; Να καμαρώνω; Να κλάψω;  Από αυτά  που ταίριαζαν σαν γάντι πάνω μου κι ένιωθα περήφανη; Από τα κρεβάτια που κοιμήθηκα και ξύπνησα ευτυχισμένη; Από τα τραπέζια που έφαγα και σηκώθηκα χορτασμένη; Από τα βιβλία που με έμαθαν όσα ξέρω; Από τις στιγμές που έκρυβα σαν πολύτιμα πράγματα;
Πάλι κοιτώντας ξημεροβραδιάζομαι. 

Ξυπνάς και πιάνεις χαρτί



Το σπίτι και η ψυχή είναι το ίδιο ή το σπίτι μας μιλάει. 








Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016


 «Οι λέξεις είναι σαν το κρασί πάνω στα χείλη». 

Βιρτζίνια Γουλφ



image
Μάτση Χατζηλαζάρου

Αντίστροφη Αφιέρωση (απόσπασμα)
εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina

εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα' χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987)




image
Τζόις Μανσούρ
Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
Τζόις Μανσούρ (1928-1986)




Μαρία Πολυδούρη

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
–τον εἶχα ἀπόψε ὅλον καημὸ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου!

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.

Μελισσάνθη
Ἄς...
Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...

Μελισσάνθη


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Πέντε ποιήματα − της Γκουέντολυν Μπέννετ

Written by  //  01/03/2016  //  Ποίηση  //  Πέντε ποιήματα − της Γκουέντολυν Μπέννετ

Μετάφραση: Κώστας Λιννός

ΜΥΣΤΙΚΟ
(SECRET)
Θα φτιάξω ένα τραγούδι σαν τα μαλλιά σου…
Χρυσοπλεγμένο με σκιές πρασινωπές,
Και θα παίξω με το τραγούδι μου
Όπως τα δάχτυλά μου θα έπαιζαν με τα μαλλιά σου.
Βαθιά στην καρδιά μου
Θα παίζω με το τραγούδι μου για σένα,
Απαλά…
Θα γελάσω με την ευαίσθητη γυαλάδα του,
Θα τυλίξω το τραγούδι μου σε μια κουβέρτα
Γαλάζια όπως τα μάτια σου είναι γαλανά
Με μικροσκοπικές πιτσιλιές από ασήμι.
Θα το τυλίξω χαδιάρικα,
Τρυφερά…
Θα τραγουδήσω ένα νανούρισμα
Στο τραγούδι που έχω φτιάξει
Απ’ τα μαλλιά και τα μάτια σου,
Και δεν θα μάθεις ποτέ
Ότι βαθιά στην καρδιά μου
Φυλάω ένα τραγούδι για σένα
Μυστικά…

ΜΙΣΟΣ
(HATRED)
Θα σε μισήσω
Σαν ένα βέλος από σβουριχτό ατσάλι
Τοξεμένο στον γαλήνιο άνεμο
Το σούρουπο,
Ή με σοβαρότητα
Όπως τα πεύκα είναι νηφάλια
Όταν στέκουν χαραγμένα
Απέναντι στον ουρανό.
Το να σε μισώ θα είναι ένα παιχνίδι
Που παίζεται με κρύα χέρια
Και λεπτά δάχτυλα.
Η καρδιά σου θα λαχταρά
Το μοναχικό μεγαλείο του πεύκου
Ενώ ξαναφουντωμένες φωτιές στα μάτια μου
Θα σε πληγώνουν σαν γοργά βέλη.
Η μνήμη θ’ απλώσει τα χέρια της
Πάνω στο στήθος σου
Και θα καταλάβεις
Το μίσος μου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
(NOCTURNE)
Η δροσερή νύχτα είναι παράξενη
Ανάμεσα στις μέρες του μεσοκαλόκαιρου…
Μακρινοί πάγοι είναι πιασμένοι
Στο χλωμό φως του φεγγαριού,
Κι οι ήχοι είναι αλαργινό γέλιο
Παγωμένο σε κρυστάλλινα δάκρυα.

ΣΟΝΕΤΟ
(SONNET)
Κάποια πράγματα είναι πολύ αγαπητά σε μένα:
Πράγματα τέτοια σαν τα λουλούδια λουσμένα στη βροχή,
Ή μοτίβα σχηματισμένα πάνω στη θάλασσα,
Ή κρόκοι εκεί που το χιόνι έχει στρωθεί.
Ο ιριδισμός ενός πολύτιμου λίθου,
Του φεγγαριού το ψυχρό στιλπνό φως,
Οι αζαλέες και το άρωμα το δικό τους,
Και τ’ αγιοκλήματα μέσα στη νύχτα.
Κι ακόμα πολλοί ήχοι είν’ αγαπητοί:
Όπως οι άνεμοι που τραγουδούν ανάμεσα στα δέντρα,
Ή τα τριζόνια που καλούν απ’ το φράγμα του ποταμού,
Ή οι νέγροι που μουρμουρίζουν μελωδίες.
Αλλά το πιο αγαπητό απ’ όλα που μπορώ να φανταστώ
Είναι τα ξαφνικά δάκρυα στα μάτια σου.

ΚΑΘΑΡΣΗ
(PURGATION)
Έζησες
Και το σώμα σου
Έντυσε τις φλόγες της γης.
Τώρα που οι φωτιές έχουν σβήσει
Κι άφησαν το σώμα σου κρύο,
Τρέμω καθώς στέκομαι
Μπροστά στο σμιλεμένο μάρμαρο
Της ελευθερωμένης απ’ την τέφρα ψυχής σου.

[Gwendolyn Bennett: Αφροαμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος και εικαστικός. Γεννήθηκε το 1902 και πέθανε το 1981. Υπήρξε μέλος του ποιητικού κινήματος Αναγέννηση του Χάρλεμ (Harlem Renaissance)]

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016


ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Σαν όλα εκείνα που προηγήθηκαν
Θα μπορούσε κι αυτό να ήταν ένα εύρημα
Αλλά είναι ο λύκος των στιγμών.
Γιώργος Βέης

Ο Θεός που λατρεύει

Για τον τόπο μου και τους ανθρώπους του είμαι ένας θεός
Όχι γιατί με λατρεύουν αλλά γιατί λατρεύω εγώ
Γιατί υποκλίνομαι σε αυτόν που θα μου χαρίσει
λίγους καρπούς ή ένα χαμόγελο από το κτήμα του.
Ή γιατί πηγαίνω στους άξεστους κατοίκους
ζητιανεύοντας ένα κέρμα ή ένα πουκάμισο και μου το δίνουν.
Γιατί παραμονεύω τον ουρανό με μάτια γερακιού
και τον μνημονεύω στους στίχους μου.
Γιατί εγώ μόνος.
Γιατί κοιμήθηκα εφτά μήνες σε μια κουνιστή πολυθρόνα
κι άλλους πέντε στα πεζοδρόμια της πόλης.
Γιατί τον πλούτο κοιτάζω από μακριά
μα όχι με μίσος.
Γιατί αγαπώ όποιον αγαπά

Γιατί μπορώ πορτοκαλιές και μποστάνια να καλλιεργώ και μέσα ακόμη στο λιοπύρι

Γιατί ένα φίλο έχω
που τον πάντρεψα και του βάφτισα όλα τα παιδιά.
Γιατί καλός δεν είμαι με τον τρόπο τον γνωστό
Γιατί το κεφάλαιο δεν προστάτεψα όντας δικηγόρος.
Γιατί τα πουλιά αγαπώ και τη βροχή
και το βασίλειό τους που την ψυχή μου εξαγνίζει.
Γιατί γεννήθηκα Μάιο.
Γιατί μπορώ να χαστουκίζω τον κλέφτη συμπολίτη.
Γιατί η μητέρα μου με εγκατέλειψε
όταν τη χρειαζόμουν περισσότερο από ποτέ.
Γιατί όταν αρρωσταίνω 
στο νοσοκομείο πηγαίνω της πρόνοιας.
Μα πάνω από όλα γιατί σέβομαι μόνον όποιον με σέβεται,
αυτόν που καθημερινά μοχθεί για ένα ψωμί πικρό, μοναχικό κι αβέβαιο
σαν αυτούς εδώ τους στίχους που από το θάνατο ξεκλέβω.
RAUL GOMEZ JATTIN

(Μετάφραση:Ε. ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ)

Χάι-κου

Όταν το μάτι του γερακιού σκοτεινιάζει το μικρό ορτύκι 

Αρχίζει να τιτιβίζει. 


Γεράκι
Το ταξίδι του χρόνου μπορεί να γίνει και με άνεμο
μπορεί να γίνει και με θάλασσα αγριεμένη
μπορεί να γίνει και με ποίηση ατιμασμένη
μπορεί να γίνει κι από άντρα κι από γυναίκα
κι από φίδια ακόμα
κι από τη χλόη 
στο ταξίδι του χρόνου δεν είσαι άλλο από ποντίκι 
πιασμένο σε ράμφος γερακιού.
Ε.Κ. 
Ο Μάρτης, να!

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ερωτικό
Λέω στον έρωτά μου να μην ξανάρθει
κάτω από το βάρος του σαπίζει ποταμός δακρύων
θέλω να αναπαυτείς, τόλμησα και του είπα
 ο χρόνος είναι μια αράχνη που πλέκει τον ιστό της εις βάρος σου
εν τω μεταξύ, το βλέπεις και μόνος σου
ότι ο ήλιος ανατέλλει από τη δύση τον τελευταίο καιρό
δεν έχει αξιοπρέπεια να γλείφεις αποφάγια.
Στάθηκε και με κοίταξε τρίβοντας τα πόδια του σαν μύγα
ύστερα σαν να σημάδευε στον αέρα 
πέταξε 
και μ' άφησε ήσυχη.
Ε.Κ.
Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης



Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016


Η περιπέτεια των ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΩΝ


Για να καταλάβετε πόσο περιπετειώδεις υπάρξεις είναι οι  ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ: 
Ξεκίνησαν οι τελικές διορθώσεις ένα ηλιόλουστο πρωινό. Μια στοίβα κιτρινωπά χαρτιά που έπρεπε να διορθωθούν σε χρονικό περιθώριο μιας εβδομάδας. Τα παρέλαβα με χαρά λέγοντας στον επιμελητή μου ότι τον αγαπώ που μου παραδίδει τις ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ στην τελική μορφή. Μου είπε πως τις υπόλοιπες μέρες μπορούσα να τις κάνω ό,τι θέλω, ήταν ολόδικές μου. 
Ολόδικές μου; Μαρτύρησα. Οι άτιμες, ήταν πολλές! 430 σελίδες που νόμιζα πως τις ήξερα απ' έξω. Αμ, δε! 
Κάθε σελίδα, το μαρτύριο της σταγόνας. Τόσο άγχος, δεν είχα ούτε όταν παντρευόμουνα! Έξι η ώρα το πρωί αφύπνιση! Σαν τον βρικόλακα! Να μην μου κολλάει ύπνος!

Την πρώτη μέρα, λοιπόν, πήρα το κουτί με τα αλμυρά μπισκοτάκια που μου είχε φέρει η Νίκη και στρώθηκα στο γραφείο. Με πόση φόρα ξεκίνησα! Με πόση χαρά! 



 Την δεύτερη μέρα πήρα και τον καφέ μου. Συνέχιζα απτόητη, με πρωτοφανή αισιοδοξία και πολλά όνειρα. 

Την τρίτη μέρα ο οργανισμός μου ζητούσε κάτι γλυκό. Πήρα κοντά μου το κουτί με τα σοκολατάκια με τις διάφορες γεύσεις, που μου είχε φέρει και πάλι η Νίκη. 


Την τέταρτη μέρα, οι διορθώσεις προχωρούσαν, και το κουτί άδειαζε ανεξέλεγκτα. Έξω είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο και η θερμοκρασία είχε πέσει. Εγώ, άγαλμα στο γραφείο. Χέρια παγωμένα, πόδια παγωμένα, μυαλό συγκεντρωμένο και σπίτι σε άκρα σιωπή. 

 Την πέμπτη μέρα μια φοβερή ιδέα γεννήθηκε στο κεφάλι μου το ζαλισμένο. Να μετακινηθώ στο σαλόνι και να ανάψω το τζάκι γιατί από το κρύο, το μυαλό μου κόντευε να γίνει το ίδιο πάγος όσο και τα χέρια μου. 



 
Την έκτη μέρα, το άναψα και συνέχισα ακάθεκτη μέχρι τελική πτώσης. 

Αποτέλεσμα: Την έβδομη μέρα είχα τελειώσει τις διορθώσεις -αυτό σημαίνει συνέπεια-,  είχα επίσης τελειώσει ένα κιλό αλμυρά μπισκότα, ένα ολόκληρο κουτί σοκολατάκια, είχα πιει ένα σωρό λικέρ σε ψηλό ποτήρι, και πάρει δύο κιλά. 
Συμπέρασμα: Θα κόψω από φιλενάδα τη Νίκη.
... Πάντως, σήμερα έχει λιακάδα. 

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016


Σημαδεμένες

Ένα απόγευμα που βρέθηκαν στο σπίτι του, ο Γιάννης άρχισε να ξεδένει το σφιχτό πλέξιμο αργά, με υπομονή, σαν να ξεκούμπωνε τα κουμπάκια από το πουκάμισο της ψυχής της. Τα μαλλιά της χύθηκαν στους ώμους και σκέπασαν την γυμνή της πλάτη, πλούσια, μυρωδάτα, με τα τσακίσματα από το μόνιμο πλέξιμο της κοτσίδας, σαν σκάλες που μπορούσε να τα ανεβεί. Έχωσε το πρόσωπό του στον μυρωδάτο χείμαρρο. Έπειτα την πήρε, την απίθωσε απαλά στο κρεβάτι μουρμουρίζοντας ερωτικά λόγια, σαν να ήταν τα μαλλιά της ο εαυτός της που του εμπιστεύτηκε, ενώ η Ζωή είχε αρχίσει να τρέμει από έρωτα και κολλούσε επάνω του έτοιμη να του παραδοθεί ακόμα μια φορά, χωρίς να καταλαβαίνει πού τέλειωνε το δικό της σώμα και πού άρχιζε του εραστή της.