Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016


Σημαδεμένες

Ένα απόγευμα που βρέθηκαν στο σπίτι του, ο Γιάννης άρχισε να ξεδένει το σφιχτό πλέξιμο αργά, με υπομονή, σαν να ξεκούμπωνε τα κουμπάκια από το πουκάμισο της ψυχής της. Τα μαλλιά της χύθηκαν στους ώμους και σκέπασαν την γυμνή της πλάτη, πλούσια, μυρωδάτα, με τα τσακίσματα από το μόνιμο πλέξιμο της κοτσίδας, σαν σκάλες που μπορούσε να τα ανεβεί. Έχωσε το πρόσωπό του στον μυρωδάτο χείμαρρο. Έπειτα την πήρε, την απίθωσε απαλά στο κρεβάτι μουρμουρίζοντας ερωτικά λόγια, σαν να ήταν τα μαλλιά της ο εαυτός της που του εμπιστεύτηκε, ενώ η Ζωή είχε αρχίσει να τρέμει από έρωτα και κολλούσε επάνω του έτοιμη να του παραδοθεί ακόμα μια φορά, χωρίς να καταλαβαίνει πού τέλειωνε το δικό της σώμα και πού άρχιζε του εραστή της.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου