Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Των Λόγων Το Μέλι




...γιατί για ν΄ αγαπάς πρέπει να πολεμάς, δυο άμα φιληθούν,
αλλάζει ο κόσμος, σάρκα παίρνουν οι πόθοι,
παίρνουνε σάρκα οι στοχασμοί, φτερά φυτρώνουν
στην πλάτη του σκλάβου, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί νοστιμίζει, το νερό είναι νερό,
γιατί για ν΄ αγαπάς πρέπει να πολεμήσεις, ν΄ ανοίξεις πόρτες,
να πάψεις να ΄σαι μια σκιά, ένας ακόμα αριθμός,
που ένας απρόσωπος αφέντης
σ΄ αιώνια δεσμά έχει καταδικάσει. 

Αλλάζει ο κόσμος
δυο αν κοιταχτούν κι αναγνωρίσει ένας τον άλλο
ξεγύμνωμα απ΄ τα ονόματα ειν΄ η αγάπη.

 
..................................................................
 
Η ζωή; πότε στ΄ αλήθεια ήτανε δικιά μας;
πότε είμαστε στ΄ αλήθεια εκείνο που ΄μαστε;
αν το καλοσκεφτείς, ποτέ, μονάχοι. 
Δεν είμαστε παρά ίλιγγος και κενό,
γκριμάτσες στον καθρέφτη, φρίκη κι εμετός,
δεν είν΄ η ζωή δικιά μας, μα των άλλων,
δεν είναι κανενός, ζωή είμαστ΄ όλοι,
είν΄  ηλιόψωμο για όλους τους ανθρώπους
όλους τους άλλους που είν΄ ωστόσο εμείς,
είμ΄ άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου όλες
γίνονται πιο δικές μου αν είναι κι όλων,
για να ΄μαι αληθινά, πρέπει άλλος να ΄μαι,
να βγω από μένα, να με ψάξω μέσα στους άλλους,
τους άλλους, που δεν είναι, αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που ύπαρξη άπειρη μου δίνουν,
δεν είμαι εγώ – μα εμείς είμαστε πάντα,
η ζωή είν΄ άλλη, πάντα εκεί, πιο πέρα.
έξω από σε, από εμέ, πάντα στον ορίζοντα,
ζωή που μας ξεζεί, μας κάνει ξένους,
που αφού μας φτιάξει μια όψη, μας ξοδιάζει...
 
(Αποσπάσματα από την "Ηλιόπετρα")

Οκτάβιο Παζ

Η Ηλιόπετρα Υπάρχει
 
Η «ηλιόπετρα» καθοδηγούσε τους Βίκινγκ
 
Μια νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενα ευρήματα που δείχνουν ότι η «μαγική» πέτρα που αναφέρεται στους σκανδιναβικούς μύθους ότι καθοδηγούσε τους Βίκινγκ στα ταξίδια τους, είναι υπαρκτή. Πρόκειται για τον καλσίτη (ή άστριο) έναν κρύσταλλο που γίνεται φωτεινός ανάλογα με την θέση του Ήλιου και λειτουργούσε έτσι, σαν πυξίδα για τους ναυτικούς.

Ο κρύσταλλος του Ήλιου
Υπήρχε πάντοτε η απορία πώς εξελίχθηκαν οι Βίκινγκ σε δεινούς θαλασσοπόρους, φτάνοντας μάλιστα μέχρι την αμερικανική ήπειρο πολύ πριν αυτή ανακαλυφθεί επισήμως από τους Ευρωπαίους. Ένας αρχαίος σκανδιναβικός μύθος (από τα γνωστά σάγκα) αναφέρει ότι ο θρυλικός ναυτικός Σίγκουρντ χρησιμοποιούσε στα ταξίδια του έναν κρύσταλλο, την «ηλιόπετρα», η οποία έδειχνε τη θέση του Ήλιου ακόμη και όταν στον ουρανό υπήρχε βαριά συννεφιά.
Η αναζήτηση οδήγησε στον καλσίτη (ή άστριο), έναν κρύσταλλο που είναι πολωμένος και μπορεί να φαίνεται σκοτεινός ή φωτεινός ανάλογα με τον προσανατολισμό του σε σχέση με τη θέση του Ήλιου.
Διεθνής ομάδα ερευνητών επιβεβαιώνει ότι ο καλσίτης διαθέτει ιδιότητες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πλοήγηση και θα μπορούσε να αποτελεί το δομικό λίθο, για τη δημιουργία μιας φυσικής πυξίδας, για τους Βίκινγκ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο καλσίτης μπορεί εύκολα να τύχει επεξεργασίας, ώστε να λάβει διάφορες μορφές και σχήματα, όπως αυτό ενός ρόμβου, που είναι το σχήμα το οποίο απαιτείται για να λειτουργήσει το φαινόμενο της πόλωσης.
Ερευνητές, ανακάλυψαν έναν τέτοιο κρυσταλλικό ρόμβο, σε ένα ναυάγιο του 16ου αιώνα, κρίνοντας ότι πρόκειται για εύρημα που ενισχύει τη θεωρία ότι ο καλσίτης χρησιμοποιούνταν ως πυξίδα. Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Philosophical Transactions of the Royal Society B.

 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016


1.
Το μωρό ήταν τυλιγμένο σε μαύρη πάνα. Κουκουλωμένο μέχρι το κεφάλι. Κάτω από το μαύρο λερωμἐνο ύφασμα έβλεπα τα πόδια του που τρέμανε. Κρύωνε. Έσκυψα και το σήκωσα από το τσιμέντο. Το αγκάλιασα σφιχτά για να το ζεστάνω. Το ένιωσα να λύνεται στην αγκαλιά μου, όπως κάνουν οι γάτες όταν τις χαιδεύεις. Έτσι κι αλλιώς, το μωρό είχε  μέγεθος γάτας. Δεν άνοιξα τις πάνες. Μονάχα που πλησίασα το σπίτι για να μπω. Η πόρτα ήταν κλειστή και δεν είχα κλειδί. Η γυναίκα που είχε βγει προηγουμένως, είχε τραβήξει την πόρτα. Ήμουν απ' έξω, με ένα μωρό που κρύωνε και δεν μπορούσα να το ανακουφίσω. Άρχισα να της φωνάζω να μου πετάξει το κλειδί. Δεν με άκουγε. Κουβέντιαζε. Μπορεί και να με άκουγε μα να μη μου έδινε σημασία. Φώναξα πιο δυνατά, άρχισα να βρίζω. Γύρισε. Κατάλαβε. Μου πέταξε το κλειδί. Το κλειδί με χτύπησε στο κεφάλι. Ξανάβρισα. Το σήκωσα από χάμω και ξεκλείδωσα την πόρτα.


2. Ημερολόγιο: Συναισθηματικός πληθωρισμός

Ν. Καββαδίας

* «Γράφουμε για να γευτούμε τη ζωή δύο φορές, την ίδια τη στιγμή κι εκ των υστέρων».Αναΐς Νιν

Screen Shot 2015-01-14 at 23.37.11
Σύλβια Πλαθ
* Το γράψιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να θεραπευτούμε και να ρίξουμε φως στη ζωή μας. Όταν κάποιος αποτυπώνει στο χαρτί τις σκέψεις του, δίνει διέξοδο στα συναισθήματά του, που προκλήθηκαν από ένα πρόβλημα ή κάποιος γεγονός στη ζωή του, ευχάριστο ή δυσάρεστο.
Ακόμη κι αν απλά καταγράφει σημειώσεις ή ποίηση, αποφθέγματα ή όνειρα, έρχεται πιο κοντά στον πραγματικό του εαυτό. Είναι ένα παράθυρο σε ό,τι έχει σημασία για κάποιον. Μπορεί να φέρει διαύγεια μέσα σ’ ένα κόσμο που μας βομβαρδίζει με μηνύματα και εικόνες για το ποιοι πρέπει να είμαστε και τι πρέπει να θέλουμε (Grason, 2005).
 

ημερολόγια διάσημων συγγραφέων Charlotte Brontë
Σαρλότ Μπροντέ
* Όταν κάποιος δουλεύει με τη ζωή του εις βάθος, ενεργοποιεί δυνάμεις που δεν γνώριζε ότι είχε.
(Progoff, 1992)
ημερολόγια διάσημων συγγραφέων Mark Twain
Μαρκ Τουαίην

* Γιατί να χρησιμοποιήσει κάποιος την Εκφραστική γραφή;
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέα Kathleen Adams υπάρχουν πολλοί λόγοι:
- Για ν’ ανακαλύψει το συγγραφέα μέσα του/ της.
- Για να κρατά ένα αρχείο με τις αλλαγές στη ζωή του/της.
- Για να γνωρίσει διαφορετικά κομμάτια του εαυτού του/της.
- Για να έχει ένα πολύτιμο εργαλείο στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
- Για να βελτιώσει τις σχέσεις του/της.
- Για να έχει πρόσβαση στις συνειδητές και ασυνείδητες σκέψεις του/της.
- Για να επεξεργάζεται τα όνειρά του/της.
- Για ν’ αναπτύξει τη διαίσθησή του/ της.
- Για ν’ αυξήσει τη δημιουργικότητά του/της.
- Για να βελτιώσει την απόδοσή του στη δουλειά ή τις σπουδές.
- Για ν’ αναγνωρίζει του κύκλους και τα μοτίβα που επαναλαμβάνει στη ζωή του/της.
(Adams, 1990)


Έρνεστ Χέμινγουέι
*Το να γράφουμε είναι ένας τρόπος για να μιλάμε στον εαυτό μας και τελικά είναι μια πράξη  -τι άλλο; -αγάπης προς εμάς.
(Grason, 2005)

*Αποσπάσματα από: http://psychografimata.com/16060/ekfrastiki-grafi-katathetontas-ta-sinesthimata-sto-charti/


3. Γιατί δεν σταματάω να γράφω

και γιατί δεν πρέπει να σταματάμε να γράφουμε


Θ´

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
(Γιώργος Σεφέρης)
Θερινό Ηλιοστάσι

Και μετά από το Σεφερικόν δίδαγμα, ο επίλογος:

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Μία εβδομάδα πέρασε χωρίς να επισκεφτώ τα "κορίτσια".
 
...Και σήμερα, ξύπνησα με μια φαγούρα στα χέρια. Και μίαν ακόμη, ανεπαίσθητη, στο μυαλό. Κι ακόμα μία στο πόδι, κάτι με είχε τσιμπήσει. Κάτι με είχε επισκεφτεί, κάτι είχε συλήσει στο σώμα μου, κάποιο ζουζούνι που του παραβίασα το χώρο.  Επίσης με τιμωρούσε η Μούσα που γκρίνιαζε πως, μία εβδομάδα, την είχα ξεχάσει. (Πού να καταλάβει, Αυτή, από... προσωπικά δράματα!) Φαγούρα. Παντού. Χώρια που τα "κορίτσια" περίμεναν στη Γ' Σεπτεμβρίου. (Πού να τα κατανοήσει, αυτά η Μούσα! Αυτή, το χαβά της!)
Ξύπνησα, εν ολίγοις, με βάσανα. Πρωτομηνιά και βάσανα, πού ακούστηκε! Η κουβέντα της γιαγιάς μου πως ό, τι κάνεις την πρώτη του μήνα θα το κάνεις όλο το μήνα, με τρόμαξε. Ασφαλώς και δεν ήθελα να έχω φαγούρα ολόκληρο μήνα! Έφτιαξα έναν καφέ, κάθισα στον υπολογιστή κι άρχισα να εξευμενίζω τα σημεία κνησμού. Πρώτα το πόδι. Ευκολότερο και πιο προσιτό. Ύστερα τα χέρια. Τα ακούμπησα στο πληκτρολόγιο, μόνο έτσι περνάνε. Αχ! Ανακούφιση. Ύστερα το μυαλό. Έξυσα κανένα δίωρο. Μία σελίδα κατόπιν έρευνας. Μέτριο αποτέλεσμα, μα η φαγούρα είχε περάσει. Τα "κορίτσια" ευχαριστημένα. Μου κράτησαν μυστικά για αύριο. Πάντα μου κρατούν μυστικά, που ανακαλύπτω λίγο λίγο. Αυτή είναι η ομορφιά. Να ακούς ιστορίες κι έπειτα να τις γράφεις.
Να ακούς φωνές.
Να ακούς φωνές; Ποιοι ακούν ανύπαρκτες φωνές; Οι σχιζοφρενείς; Ωχ, Παναγία μου!
 
Να που ήρθε ο Φλεβάρης!  
 
 
 
 
 
 
 
 



Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος, «Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου»
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους…
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

Το όνειρο
Εγώ πάλι ονειρεύτηκα το σπίτι σου
Μα τι βλέπω; αναρωτήθηκα
Είναι δέκα χρόνια πεθαμένος
και το κορίτσι που μου έφερε
δεν είναι δικό του
αυτός αγόρι είχε για παιδί
και δος του και καθάριζα το σπίτι σου από τα χώματα
μ' ένα χορταρένιο σκουπάκι
κάνοντας φαράσι τις χούφτες μου
και δος του και τίναζα τις σκόνες από τα σκεπάσματα
εδώ κάθεται, σκεφτόμουνα
κι αγαπούσα τη θέση που καθόσουν
και την κόρη σου αγαπούσα
κι ας ήξερα πως κάποτε είχες γιο
και δος του και πικραινόμουν
ετεροχρονισμένα
για τον ξαφνικό θάνατό σου
σα να τόξερα μες στ' όνειρο πως ήταν μονάχα όνειρο
και δος του τίναζα τη σκόνη των ενοχών μου από τα χαλιά σου.
Ε.Κ.
Τριάντα του μηνός των Αλκυονίδων


 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Εγώ δεν θέλω τίποτα άλλο στη ζωή μου απ' το να βάζω μια λεξούλα σε χαρτί...

Λίγο κλαίω

Λίγο κλαίω για τους χαμένους έρωτες
τους μνημονεύω σα νάχουνε φύγει ταξίδι
κι ίσως μια μέρα ξαναγυρίσουν
αδράχνοντας τις προσδοκίες
που σπάραξε η μοναξιά.

Λιγάκι τους θυμάμαι.
Κυρίως τη νύχτα,
τότε που ο πεθαμένος χρόνος
τέμνει σαν απόηχος καμπάνας
την
αιωνιότητα.
 

Ο Καλός μου ο Γενάρης φεύγει...

 

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ξύπνησα σήμερα με τη φράση: "Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι..."
Και θα ήταν γρουσουζιά να μην το ξαναδώ και να μην το ξανακούσω όλο... Πάλι και πάλι και πάλι όπως την πρώτη φορά...

Κι επειδή "Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο".

http://dide.fth.sch.gr/culture/monogrammaOElyths.htm
Για να ακούσετε το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ πατήστε ΕΔΩ (ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΙΟΥΛΙΤΑ / ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ) 
 
 
 Το μονόγραμμα
 
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.
 

Οδυσσέας Ελύτης
 

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

 
 

Καλλιέργεια Τζίντζερ (πιπερόριζα)

 
Υπάρχουν πολλά οφέλη για την υγεία στο τζίντζερ. Η καλλιέργεια του τζίντζερ είναι εύκολη και δεν απαιτεί πολλή προσπάθεια.
Για την καλλιέργειά μας, επιλέγουμε κομμάτια που είναι παχιά και έχουν όσο γίνεται πιο λείο δέρμα. Μουλιάζετε τη ρίζα σε ζεστό νερό, για 12 ώρες.
 
Στη συνέχεια, γεμίζετε με χώμα ένα δοχείο αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει περίπου τρία μεσαίου μεγέθους ριζώματα. Το δοχείο πρέπει να  έχει επαρκή αποστράγγιση. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε χώμα από τον κήπο σας ή αν δεν έχετε κήπο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λίγο εμπλουτισμένο χώμα από φυτώριο. Μπορείτε επίσης να προσθέσετε στο χώμα κοπριά για να κάνει μια πιο θρεπτικό το μίγμα.
Κόψτε την μουλιασμένη ρίζα τζίντζερ σε μικρά κομμάτια.
Κόψτε την μουλιασμένη ρίζα τζίντζερ σε μικρά κομμάτια.
Φυτέψτε τις ρίζες τζίντζερ και καλύψτε με χώμα και κοπριά μέχρι να κρυφτούν. Το τζίντζερ απαιτεί πολλή υγρασία, επομένως, είναι απαραίτητο να παίρνει αρκετό νερό.  Προσθέτετε νερό καθημερινά ή μέρα παρά μέρα. Βεβαιωθείτε ότι το έδαφος αποστραγγίζεται καλά, ώστε να αποφευχθεί η σήψη. Ένα ζεστό περιβάλλον είναι επίσης απαραίτητο για την ανάπτυξη του τζίντζερ. Τοποθετήστε το δοχείο σε φωτεινό σημείο και σε ζεστή θέση, αλλά όχι σε άμεσο ηλιακό φως.
Εάν δεν έχετε επαρκή πρόσβαση σε τέτοιο σημείο, μπορείτε να τοποθετήσετε το φυτό κάτω από μια λάμπα για να έχει την κατάλληλη ζεστασιά. Το τζίντζερ απαιτεί σχεδόν συνεχώς 24ο C.

Όταν χρειαστείτε να κόψετε ένα από τα  κομμάτια που χρειάζεστε, τραβήξτε το φυτό, κόψτε κι έπειτα ξαναχώστε το στο χώμα.Το Ginger έχει το πλεονέκτημα να σχηματίζει ένα μεγάλο φυτό.

Το Ginger έχει το πλεονέκτημα να σχηματίζει ένα μεγάλο φυτό.

 

Όλα τα χρήσιμα