Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Καφέ!

 

Καφέ!


Νεύρα, νεύρα, νεύρα...

7:34 αφύπνιση. Ακούω τη Μιμία που έχει ξυπνήσει. Σηκώνομαι, φοράω μπλούζα. Νιώθω το σώμα μου ακόμα κουρασμένο. Ο ύπνος δεν το ξεκούρασε. Για κλάσματα δευτερολέπτου αναρωτιέμαι γιατί.  Θυμάμαι πως κλάδεψα χτες όλο τον κήπο. Και γιατί να σηκωθώ από τώρα; Ξαναβγάζω τη μπλούζα, ξαπλώνω πάλι. Δεν αντέχω περισσότερο από δύο λεπτά. Πετάγομαι, ντύνομαι. Βγαίνω κι ανοίγω μπαλκονόπορτες και παράθυρα. Τα σκυλιά εισέρχονται στην κουζίνα πεινασμένα. Προσπαθώ να τους βάλω φαγητό. Το νεαρό γατάκι (το καινούργιο αναγκαστικό μέλος της ζωο-οικογένειας  μιας και πριν κάτι μήνες άρχισαν να μας επισκέπτονται κάτι τεράστιοι ποντίκαροι του αγρού μαζί με την οικογενειακή ολομέλειά τους, και επειδή δεν μου πάει η καρδιά να δηλητηριάζω ποντίκια, έφερα τον γάτο εδώ, μπας και τα διώξει με τη μυρωδιά του, τουλάχιστον ως εικάζεται). 

Προσπαθώ να τους ταΐσω, λοιπόν, και  ο μικρός Μίκο νιαουρίζει, και μετά από τα σκυλιά θέλω να ταΐσω και τούτον, και η Μιμία τριγυρίζει κι αυτή γύρω με το μπουκάλι το νερό της στο χέρι, και έχει μια συγκεκριμένη θέση που κάθεται στον καναπέ και εγώ αμίλητη ακόμα και χωρίς καφέ, έχω ανταλλάξει μόνο μια καλημέρα μαζί της  και δεν της απαντάω στα υπόλοιπα που μουρμουρίζει (γιατί μετά το καλημέρα άρχισε να περιγράφει τι πράττουν τα ζώα την τρέχουσα στιγμή, "ο Μίδας πεινάει, η Λου έρχεται πίσω σου, σταματείστε βρε", και τέτοια, στα οποία πρωί πρωί δεν είμαι συνηθισμένη.  (Το πρώτο άνοιγμα που κάνει το στόμα μου όταν ξυπνάω είναι για να πιεί την πρώτη γουλιά καφέ). 

Κρατιέμαι λοιπόν και δεν απαντώ, δίνω τόπο στην οργή και συνεχίζω νυσταγμένη να καλύπτω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στα ζώα, μέχρι που ακούω τη Μιμία να φωνάζει ότι το γατάκι έχει κάνει κακά του στον καναπέ, ακριβώς στη θέση που κάθεται εκείνη. Παρατάω τα ταΐσματα και τρέχω να μαζέψω. Η Μιμία όρθια, σα να μην ξέρει πού να καθίσει τώρα που λερώθηκε η θέση του καναπέ, τα σκυλιά να περιμένουν φαγητό ενώ ο γάτος να νιαουρίζει ανάμεσα στα πόδια μας, κι αυτός  πεινασμένος. 

Εξερράγην, βρε! Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου! Beyond my control, πώς το λένε! 

Έβαλα κάτι φωνές, μα κάτι φωνές! 

Λουφάξανε όλοι. 

Πρώτα μάζεψα τα κακά. Mετά καθάρισα. Mετά έβαλα σε όλους φαγητό. Mετά έπλυνα το σημείο στον καναπέ (πριν τρεις μέρες είχα στρώσει καθαρό ριχτάρι). Μετά έριξα πάνω στο επίμαχο σημείο ένα άσχετο τριπλοδιπλωμένο ύφασμα στη θέση που κάθεται η Μιμία. 

Ύστερα έφτιαξα καφέ. Για μένα και τη Μιμία που είχε μαζευτεί αμίλητη στη βεράντα. Κάθισα δίπλα της με τον καφέ μου. Αφήστε με να ξυπνήσω.

Οχτώ το πρωί. Ο καιρός δροσερός και συννεφιασμένος.  Η γη μυρίζει όμορφα. Μυρίζει εξοχή, δέντρα, χώμα, ίσως κάπου μακριά βροχή. Αγαπώ αυτή τη μυρωδιά. Μου θυμίζει πρωινά διακοπών. Πρωινά που έχουν χαρούμενα ξυπνήματα. Στην καθημερινότητα μου, οχτώ το πρωί δεν βγαίνω έξω. Κάθομαι στον υπολογιστή και παιδεύω τα πλήκτρα (τη μούσα μου ή τον μούσο μου, δεν ξέρω φάτσα, δεν ξέρω τι είναι. (Ελπίζω κάποια στιγμή να φωτίσει εκείνος το πρόσωπό του επίτηδες και να τον δω, να δω πώς είναι εκείνος που κουβαλάει την έμπνευση).

Σε λίγο όλα είχαν ησυχάσει. Άνοιξα στα σκυλιά να βγουν για την πρωινή τους βόλτα. (Εδώ στην εξοχή μπορούν να πηγαίνουν μόνα τους). Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και έπειτα μπήκα στο γραφείο και άνοιξα υπολογιστή. Το γατάκι ήρθε ζητώντας αγκαλιά. Το ανέβασα στα πόδια μου και συνέχισα να γράφω. Η Μιμία στη βεράντα, εξακολουθεί να μιλάει. Τουλάχιστον χαμηλόφωνα. 











Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Κουράστηκα ρε






Αν καταγράψει τη ζωή της θα έχει ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα με τον τρόπο που θα περιγράψει τα γεγονότα. Το σκέφτεται.

Η Μιμία στη βεράντα μιλάει μόνη της. Τρίτη μέρα μαζί και θέλω να γκρινιάξω, ξυπνάω με νεύρα, φτιάχνω καφέ με νεύρα, στέλνω απάντηση καλημέρας στον καλό μου κι έχω νεύρα. Το σπίτι μυρίζει αλλιώς, τα σκυλιά με εκνευρίζουν, το μικρό καινούργιο γατί κοιμάται πάνω στις διπλωμένες πατούσες μου και δεν μπορώ να κινηθώ κι ο καλός μου έχει δουλειές και δεν μπορούμε να συναντηθούμε. Όλοι περιμένουν από μένα και, όχι, το είχα συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια αλλά σήμερα ξύπνησα κουρασμένη από αυτό. Εφτάμιση το πρωί η Μιμία πηγαινοερχότανε και το μικρό γατί νιαούριζε, τουλάχιστον και οι δύο το έκαναν διακριτικά.
Αν καταγράψω τη ζωή μου θα είχε πλάκα. Να κυκλοφορήσει μετά θάνατον όμως. Που δεν θα είμαι εδώ να ντρέπομαι για αυτά που έχω κάνει. Ωστόσο ο χαρακτήρας μου με την έμφυτη περιέργεια που με διακρίνει και η ίδια η ζωή με οδήγησαν. Έκαψα πολύ κόσμο και βοήθησα πολύ κόσμο. Κι αυτό που με κάνει τώρα να πισωγυρίζω είναι τρία ερεθίσματα χτεσινά κι απανωτά. Το ένα ακούστηκε σε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση. Κάποιος είπε: μην αφήσεις κανένα να σκοτώσει τα όνειρά σου. Αυτό. Σπουδαίο. Το δεύτερο ένας άντρας που μου τηλεφώνησε και είπε ότι τον έχω σημαδέψει κι ένας άλλος άντρας που είπε ότι θέλει να με ταξιδέψει... " Να σε πηγαίνω μέσα από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές... Φιλώ την ομορφιά σου..."
Έτσι μου έγραψε. Έρχονται λοιπόν στιγμές που συνειδητοποιείς την αξία σου, γιατί μέσα στην ταλαιπωρία της ζωής σου δεν την έχεις αντιληφθεί. Και ξαφνικά αναρωτιέσαι αν και ποιες συμπεριφορές σου αξίζουν. Δεν άφησα κανέναν να σκοτώσει τα όνειρά μου. Ούτε τον άντρα που μαζί του έκανα τρία παιδιά. Γενναίο, έτσι; Και ναί, σημάδεψα μερικές ζωές, ο άνθρωπος δεν το είπε για πλάκα, το ξέρω κι εγώ, μπορώ να αναφέρω γεγονότα. Και ναι, βρίσκονται ακόμα κάποιοι που επιθυμούν να με ταξιδέψουν...

Από τότε που έχασα τον πατέρα μου σε ηλικία άκρως τρυφερή έπρεπε να κάνω μόνη μου τον πατέρα και τη μάνα γιατί κι εκείνη δούλευε και δήλωνε απούσα. Έγινα ο προστάτης του εαυτού μου, μιας κι έπρεπε όλα να τα αντιμετωπίσω μόνη μου. Σχολεία, καθηγητές, ελέγχους, μικροψευτιές, γκομενιλίκια, σκασιαρχεία, μαθήματα στα μικρότερα αδέρφια μου. Μετά δουλειά για χαρτζιλίκι, πολλές δουλειές, συνέχεια δουλειά. Γάμος, δουλειά, παιδιά, δουλειά. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο από δουλειά και τρέξιμο. Και συνεχίζει ακόμα. 
Μεγάλωμα παιδιών, μόνη. Ισορρόπηση παιδιών στις καταστάσεις διαζυγίου, φρενοβλάβειας του πατέρα τους, ψυχολόγοι, οικογενειακοί σύμβουλοι για να μη χαλάσει η οικογένεια, ψυχοτέστ, δουλειά, δουλειά, αυστηρό οικονομικό κουμάντο, πείνα, πείνα, δουλειά. Χωρισμός. Εδώ όχι δουλειά, δουλειές.
Άντρες. Καλοί, άμυαλοι, ασύμφοροι, ακατάλληλοι, άλλους τους παράτησα άλλοι με παράτησαν, κι όλο να ελπίζω πως ο κατάλληλος κάπου βρίσκεται και θάρθει και θα μείνει και θα ξεκουράσει το σώμα και την ψυχή μου. Κάποιος να ποτίσει εκτός από μένα, κάποιος να βιδώσει μια πρίζα εκτός από μένα, κάποιος να σκουπίσει, σιδερώσει, πάει στο μάρκετ, εκτός από μένα, (χρόνια και χρόνια αυτή η δουλειά, αυτές οι δουλειές), να πάει στο λογιστή, βγάλει τα σκουπίδια, φτιάξει καφέ, σηκώσει μια χαρτοπετσέτα από το πάτωμα, να πληρώσει ένα πενηνταράκι εκτός από μένα για μένα. Οι φίλοι μου ζητάνε να τους συνοδέψω σε διακοπές, κανείς δε ρωταει αν έχω να
πληρώσω τις διακοπές που μου ζητάνε. Δεν καταλαβαίνουν ότι εγώ πρέπει τα πάντα να τα προγραμματίζω πενηνταράκι-πενηνταράκι. Ότι εγώ έχω έσοδα μονά κι όχι διπλά.

Κουράστηκα ρε.

Βλέπω τα παιδιά μου που δεν μπορώ να τα βοηθήσω, βλέπω τις δυνάμεις και τις αντοχές μου να ελαττώνωνται,  κουράστηκα. Από μικρή τα πήρα όλα πάνω μου. Φαίνομαι δυνατή; Μπορεί και να είμαι. Αναγκασμένη βεβαίως, μη φανταστείς πως τόθελα. Αλλά κουράστηκα. Θέλω να ξαναγυρίσω σε περίοδο προστασίας. Θέλω κάποιον να αρχίσει να με προστατεύει. Να μου φτιάχνει καφέ το πρωί και να κλαδεύει την κληματαριά μου.










Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Σκύλος


Κι όταν κουράζεσαι από κάτι ή δυσφορείς, για να σώζεσαι, οφείλεις  να έχεις κάτι στο οποίο να καταφεύγεις. Όπως όταν βρέχει τρέχεις να προφυλαχτείς κάτω από υπόστεγο, ή τρέχεις σπίτι.  Χρειάζεσαι μια φωλιά όταν  οι συνθήκες σκληραίνουν. Εκεί όπου λες: η βροχή δεν θα με βρέξει, το κακό δεν μπορεί να με φτάσει. Προφυλάσσεσαι; Κρύβεσαι; Φοβάσαι; Όλα δικά σου. Δικαίωμα. Σημασία έχει πως επιβιώνεις εκεί που άλλοι πνίγονται στις τυχαίες πλημμύρες.


Σκύλος



Πάρε την πλάτη μου
Πάρε την άκρη του ποδιού μου
Πλύνε με τη βροχή της γλώσσας σου
πονεμένο μου
τρομαγμένο μου
παρατημένο μου
πλύνε όλο το σώμα
ακόμα και τα μαλλιά
κι ας λένε πως γλύφει μονάχα ο σκύλος
έτσι κι αλλιώς ο σκύλος  σε κοιτάζει κατάματα
λες κι εξαρτάται η ζωή του από σένα
τι κακό μπορεί να κρύβουν τα μάτια του σκύλου
πλύνε την πλάτη μου
σημάδεψε όπου φυτρώνει μικρή ελιά και πότισέ την
                                                               
λιβάδι είναι η πλάτη μου
απατημένο μου
αδικημένο μου
εκδικημένο μου
δεν το ξερεις
αλλά
μονάχα εγώ
ορίζω
τι μέγεθος
μπορεί να έχει
σκιά σου. 

Υ.Γ.
Η ζωή είναι ωραία επειδή κάθε μέρα αλλάζει. Ακόμα κι αν γίνεται πικρή, γι' αυτούς που βλέπουν μακρύτερα, κρύβει τη χαρά της έκπληξης. 





Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Φεγγάρι






Κοίτα το φεγγάρι! Κοίτα το φεγγάρι! σου φώναζα σαν παιδάκι κάθε λίγο. Το κοιτάω, αλλά να μην τρακάρουμε κιόλας! είπες για να με κάνεις να προσέχω το δρόμο.
Εσύ θα το κοιτάς κι εγώ θα είναι σα να το βλέπω μέσα από σένα, είπα.
Ή μάλλον ήθελα να πω. Δεν τέλειωσα τη φράση. Φοβήθηκα μήπως φανεί πολύ ρομαντική ή ίσως ακουστώ γλυκανάλατη.
Φιλί καληνύχτας στην είσοδο.  Κοίτα πόσα σύκα έχει η συκιά, είπα. Κοίτα τη συκιά, είπες. Έχει ρίξει τον τοίχο.
Μου έδειξες την πόρτα που δεν κλείνει, τον τοίχο που γέρνει, τις ρωγμές που δεν διορθώνονται. Κακιά συκιά, χαλάς την πόρτα της αγάπης μου. Φιλί καληνύχτας. Στείλε όταν φτάσεις. (Εσύ.)  Εντάχει. Φιλάκια. (Εγώ.) Στροφή πίσω. Αυτοκίνητα, φανάρια, κόσμος στα μαγαζιά που πίνει βραδινές μπύρες. Το φεγγάρι από πάνω σύντροφος. Τόσα καλοκαίρια μούχαν φύγει από τα χερια, τραγουδάει το ραδιόφωνο. Πόσα καλοκαίρια σκέφτομαι. Τόσα καλοκαίρια, που δε σ' αγαπούσα, λέει ο Δάκης. Και έρχεται στο μυαλό μου το προσωπό σου με την τούφα που απόψε έπεφτε σκορπισμένη στα δυό. Και ξαφνικά, απέραντη τρυφερότητα έρχεται και με τυλίγει. Κι όλες μου οι αγάπες έχουν γίνει μια. Και θυμάμαι λόγια που έχω πει και λέω σε άλλους, και σκέφτομαι ότι ο μοναδικός παραλείπτης κάθε λόγου μου, θέλω να είσαι εσύ.  Σε σένα είναι που θέλω να απευθύνομαι. Κοίτα το φεγγάρι! Κοίτα το φεγγάρι!Κοίτα πάνω το φεγγάρι που κρέμεται στο κενό, αγάπη μου! Το φεγγάρι μας είδε να φιλιόμαστε. Και δε με νοιαζει καθόλου αν κρατάει μυστικά.
Και η τρυφερότητα με γεμίζει γλύκα. Και σκέφτομαι το Δημήτρη που, χτες, μου έδινε οδηγίες πώς να φωτογραφίσω το φεγγάρι. Και μετά σκέφτομαι το Φώτη που με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει αν φωτογράφισα το φεγγάρι. Και τον άλλο Δημήτρη που μου είπε πως το φεγγάρι θα έχει έκλειψη. Και τον Αντώνη που θέλει να πάμε στο Δίστομο. Και τη Χρυσούλα που σήμερα με ανακάλυψε από το διαδίκτυο ενώ έχουμε να μιλήσουμε από το Δημοτικό. Και η ώρα έντεκα διασχίζω το Χαλάνδρι και σκέφτομαι τη Μιμία που κοιμάται τέτοια ώρα. Με τα νυχτικούλια της, με μισάνοιχτο στόμα. Ήσυχος ύπνος. Του αναμάρτητου ανθρώπου ο ύπνος. Και σκέφτομαι εσένα την αυριανή μέρα ήσυχο, να τριγυρνάς στο σπίτι σου. Και σκέφτομαι εμένα που κάποιοι με έμαθαν να κρύβομαι, να σκεπάζομαι, να σιωπώ, γιατί είμαι γυναίκα. Και σκέφτομαι το Βασίλη και την Ελίζα, τον Κυριάκο και τη Μελίνα, την Εύη και τον Ιορδάνη, γεμίζω αγάπη για τους φίλους μου, τους αγαπημένους μου, τους ανθρώπους της καρδιάς μου και κοίτα το φεγγάρι αγάπη μου... Εγώ από τη μια που τρέμω τις σιωπές των ανθρώπων, αρχίζω να συνηθίζω όσα μιλάμε κι όσα σωπαίνουμε. Εσύ από την άλλη, μένεις μαζί μου γιατί  έχεις καταλάβει πως νιώθω τον πλούτο της ψυχής σου στο μεγαλείο του. Και νιώθω τη δική σου τρυφερότητα αυτή που φοβάσαι να δείξεις αλλά σου ξεφεύγει και γω τη βλέπω. Κι όταν σου θυμώνω σαγαπάω πάλι μόνο και μόνο γι' αυτήν. Κοίτα το φεγγάρι που στέκεται δίπλα στο φως των φαναριών, αγάπη μου.
Παντού είσαι. Το φεγγάρι μου είσαι. Μεγάλο, γεμάτο, ολόκληρο, φωτεινό, πάνω μου, μπροστά μου, γύρω μου. Είσαι εσύ που με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερη. Εσύ μαλακώνεις την ψυχή μου απέναντι στον κόσμο.
Καληνύχτα. 


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Κλειδαριές

Τρυφεροί άνθρωποι τριγύρω στο διαδίκτυο. Παρατημένοι άνθρωποι, παραιτημένοι άνθρωποι, λίγο ξεχασμένοι από τους συντρόφους τους, λίγο βαριούνται, λίγο έχασαν το ενδιαφέρον, λίγο συνέλαβαν τη ματαιότητα, λίγο θυμήθηκαν τη ζωή. Όλοι με το κουβάλημα των παιδικών πληγών τους. Μην πεις όχι. Μην αμφισβητήσεις. Οι παιδικές πληγές (ακόμα κι αν δεν έχει έρθει ο καιρός να το συνειδητοποιήσεις, ακόμα κι αν δεν θες να το παραδεχτείς) είναι αυτές που ορίζουν τη θέση μας στον κόσμο.  Μια πάστα από συναισθήματα, ένα ισχυρό μείγμα  από κάτι, που παγιώνεται καπου στο βάθος μας και κινεί τις διαδικασίες.
Στο χτεσινό ερώτημα  σε ένα φίλο γιατί προτιμά τις παντρεμενες γυναίκες αφού έχει επιλογή σε ελεύθερες, είπε το εξής τρομαχτικό μα, ωστόσο, απολύτως ξεκάθαρο.
"Προσπαθώ να σώσω τη μάνα μου από τον πατέρα μου".
Βουβή. Απόμεινα. Τρομαχτικό. Γιατί κάνουμε τούτη την επιλογή και όχι άλλη; Γιατί κάνουμε αυτό και όχι το άλλο;
Η πλάτη μας βαραίνει από αυτά που δεν φαίνονται. Οι καρδιές μας είναι κλειδωμένες με μικρές- μικρές παιδικές κλειδαριές που δεν έχουμε τρόπο να τις ανοίξουμε, μονάχα τις κοιτάζουμε και, πάλι καλά αν μπορείς να το κάνεις κι αυτό. Πολλές από αυτές τις έχουμε τόσο καλά σκεπάσει, ακριβώς γι' αυτό: για να μη μπορούμε όύτε οι ίδιοι να τις δούμε. Το ένστικτο να αποφύγουμε την αίσθηση του πόνου που προκαλεί η παιδική κλειδαρίτσα.

Πλένω το σώμα μου το βράδυ. Μουσκεύω το μαξιλάρι με τα βρεγμένα μαλλιά. Κοιμάμαι. Μέσα στη νύχτα ξυπνάω επειδή το μαξιλάρι μου παγώνει το μάγουλο.  Την άλλη μέρα ετοιμάζομαι για τη δουλειά.  Δε χτενίζομαι. Μαζεύω με λαστιχάκι τα αχτένιστα μαλλιά μου. Μοιάζω της γιαγιάς και της μάνας μου. Θέλω; Δε θέλω; Η φύση γελάει πίσω από την πλάτη μας και μας ελέγχει.
Φοράω τα ρούχα τα παλιά, τα λερωμενα, πάνω στο σώμα το καθαρό. Πάλι θα λερωθώ με σκόνες, κομμάτια σοβά, χρώματα.
Νύχια κοντά, χέρια δουλεμένα. Σκέφτομαι πόσο πολύ έχω δουλέψει στη ζωή μου και ανεβαίνει μονάχος του ένα κόμπος στο λαιμό. Είμαι έτοιμη να κλάψω. Από χαρά όμως. Από μεγάλη χαρά κι ευγνωμοσύνη στο Σύμπαν γιατί είμαι καλά, γιατί είμαστε καλά, γιατί αγαπώ, γιατί το Σύμπαν με γεμίζει δώρα, εμένα το παιδί του Άπειρου Σύμπαντος, εμένα "το καημένο το ορφανό" όπως με φώναζαν κάποτε οι φίλοι κι η γειτονιά μου.
Είμαι εδώ.
Κουβαλάω τις μικρές κλειδαριές μου με ηρωισμό. Τις βλέπω, τις αναγνωρίζω μία προς μία. Δεν μπορώ να τις ανοίξω, όπως κι εσείς δεν μπορείτε να ανοίξετε τις δικές σας. Τα κλειδιά έχουν χαθεί.  Αλλά τις ξέρω. Δεν θέλω να τις κουκουλώσω, ούτε να τις χώσω βαθύτερα, ούτε να τις εξαφανίσω, ούτε τις κοιτώ κακιασμένα. Τις αφήνω να υπάρχουν απλά και τις κοιτάζω με αγάπη. Χωρις αυτές τις μικρές μου κλειδαριές δεν θα ήμουν αυτή που είμαι. Κι αυτή που είμαι, φιλαράκι, μαρέσει.




Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Μέγαρα-Αρτέμιδα 1-0

Μέγαρα-Αρτέμιδα 1-0




Έλα. Φύγε.
Δεν έρχομαι. Θα έρθω.
Σε περιμένω. Σ' αποθύμησα.
Δεν θάρθω.
Θα μείνω.
Ζέστη.
Θα κοιμηθώ μαζί σου το βράδυ.
Έλα.
Ζέστη.
Δε θάρθω. Ζέστη.
Ζέστη.
Κουράστηκα.
Θα έρθω.
Μην. Μην έρθεις.
Κουράστηκα.

Ζεστή γουλιά κατεβαίνει στο λαρύγγι ο πρωινός καφές. Τον νιώθεις που κυλάει στον οισοφάγο, που απλώνεται στο στομάχι. Ζεστή σταλιά ο ιδρώτας που τη νιώθεις να κυλάει στην πλάτη. Ζέστη.  Αντέχω τη ζέστη όπως αντέχω το κρύο. Τι, δηλαδή;
Τρέχει ο ιδρώτας, οι τοξίνες, το αλάτι. Τα μπράτσα κολλάνε στην επιφάνεια του γραφείου. Κλατς. Κλατς.
Απομακρύνομαι από το μυαλό και το σώμα μου και με βλέπω απέξω. Γίνομαι το τρίτο μάτι που με παρακολουθεί.
Τι λένε οι απέξω όταν έρχεσαι, δεν έρχεσαι.
Κινηματογραφική ταινία που συνεχίζεται μισόν αιώνα κι εγώ τη βλέπω χωρίς να βαριέμαι, με την ίδια αγωνία για το τέλος.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας υπόσχεται πως θα έρθει, η πρωταγωνίστρια χαίρεται, ετοιμάζεται ψυχικά και σωματικά, κάνει σχέδια για το τι θα φάει το βράδυ ο αγαπημένος, κρύα λεμονάδα για την άλλη μέρα το πρωί,  θα αλλάξει σεντόνια στο κρεββάτι, η καρδιά της πεταρίζει σα χελιδόνι, αλλά τελικά ο πρωταγωνιστής δεν έρχεται. Και τότε η καρδιά της απογοητεύεται αλλά εκείνη δεν τη συγκινεί τόσο όσο θάπρεπε κι αναρωτιέται ο θεατής τι συμβαίνει και πού πήγε όλη αυτή η λαχτάρα  που την έβλεπαν να έχει, όσο τον περίμενε λίγο πριν. Η πρωταγωνίστρια  δείχνει συναίσθημα απογοήτευσης μόνο γα μια στιγμή. Μετά τίποτα. Δεν κλαίει για τέτοια πράγματα πια, αυτές οι καταστάσεις μέσα στα τόσα χρόνια που έχουν διαβεί από πάνω της, δεν την επηρεάζουν. Συνεχίζει τη ζωή και τις δραστηριότητές της κανονικά, σα να μην έγινε τίποτα και σα να μην περίμενε τίποτα και σα να ξέχασε ότι περίμενε τον εραστή της με τόση αγωνία, γιατί όλα μπορείς να τα περιμένεις σε αυτή τη ζωή και όλα μπορούν να συμβούν ή να μη συμβούν εκεί που  δεν περιμένεις.
Εικόνα:
Γυναίκα που βαδίζει μέσα στο πλήθος ασταμάτητα.







Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

καληνύχτα μάτια μου





μου βάφεις τα μαλλιά
με σκεπάζεις
καληνύχτα μάτια μου
καλό νάνι
όνειρα σαν πέπλα απαλά
ξεχνώ τη μορφή σου
ξεχνώ τη μυρουδιά της πλάτης σου
την τοπιογραφία του στέρνου
ξεχνώ τη θέση κάθε μικρής τρίχας στα λεπτά σου πόδια
μη με αφήνεις να ξεχνώ
άργησες
κι εδώ αρχίζει να νυχτώνει νωρίτερα τώρα
εδώ χειμωνιάζει από τον Ιούλιο
τι τρομερός μήνας ο Ιούλιος
τι σιωπηλός μήνας
και πόσο απόμακρος ο Αύγουστος
καλό νάνι
όνειρα σαν πέπλα απαλά
μικρές ξεχασμένες κουβέντες
ψάχνουν νερό
αλλά
η αυλή μου γέμισε δίψα
έχει γεμίσει ακόλουθους
που αλλόγιστα το ξοδεύουν
κι εσύ λίμνη μου
εσύ καθαρό νερό μου
ποτάμι μου
θάλασσα απέραντη
έχεις γεμίσει καλάμια
και δε μ' αφήνεις να πιω.