Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ματαιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ματαιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Κλειδαριές

Τρυφεροί άνθρωποι τριγύρω στο διαδίκτυο. Παρατημένοι άνθρωποι, παραιτημένοι άνθρωποι, λίγο ξεχασμένοι από τους συντρόφους τους, λίγο βαριούνται, λίγο έχασαν το ενδιαφέρον, λίγο συνέλαβαν τη ματαιότητα, λίγο θυμήθηκαν τη ζωή. Όλοι με το κουβάλημα των παιδικών πληγών τους. Μην πεις όχι. Μην αμφισβητήσεις. Οι παιδικές πληγές (ακόμα κι αν δεν έχει έρθει ο καιρός να το συνειδητοποιήσεις, ακόμα κι αν δεν θες να το παραδεχτείς) είναι αυτές που ορίζουν τη θέση μας στον κόσμο.  Μια πάστα από συναισθήματα, ένα ισχυρό μείγμα  από κάτι, που παγιώνεται καπου στο βάθος μας και κινεί τις διαδικασίες.
Στο χτεσινό ερώτημα  σε ένα φίλο γιατί προτιμά τις παντρεμενες γυναίκες αφού έχει επιλογή σε ελεύθερες, είπε το εξής τρομαχτικό μα, ωστόσο, απολύτως ξεκάθαρο.
"Προσπαθώ να σώσω τη μάνα μου από τον πατέρα μου".
Βουβή. Απόμεινα. Τρομαχτικό. Γιατί κάνουμε τούτη την επιλογή και όχι άλλη; Γιατί κάνουμε αυτό και όχι το άλλο;
Η πλάτη μας βαραίνει από αυτά που δεν φαίνονται. Οι καρδιές μας είναι κλειδωμένες με μικρές- μικρές παιδικές κλειδαριές που δεν έχουμε τρόπο να τις ανοίξουμε, μονάχα τις κοιτάζουμε και, πάλι καλά αν μπορείς να το κάνεις κι αυτό. Πολλές από αυτές τις έχουμε τόσο καλά σκεπάσει, ακριβώς γι' αυτό: για να μη μπορούμε όύτε οι ίδιοι να τις δούμε. Το ένστικτο να αποφύγουμε την αίσθηση του πόνου που προκαλεί η παιδική κλειδαρίτσα.

Πλένω το σώμα μου το βράδυ. Μουσκεύω το μαξιλάρι με τα βρεγμένα μαλλιά. Κοιμάμαι. Μέσα στη νύχτα ξυπνάω επειδή το μαξιλάρι μου παγώνει το μάγουλο.  Την άλλη μέρα ετοιμάζομαι για τη δουλειά.  Δε χτενίζομαι. Μαζεύω με λαστιχάκι τα αχτένιστα μαλλιά μου. Μοιάζω της γιαγιάς και της μάνας μου. Θέλω; Δε θέλω; Η φύση γελάει πίσω από την πλάτη μας και μας ελέγχει.
Φοράω τα ρούχα τα παλιά, τα λερωμενα, πάνω στο σώμα το καθαρό. Πάλι θα λερωθώ με σκόνες, κομμάτια σοβά, χρώματα.
Νύχια κοντά, χέρια δουλεμένα. Σκέφτομαι πόσο πολύ έχω δουλέψει στη ζωή μου και ανεβαίνει μονάχος του ένα κόμπος στο λαιμό. Είμαι έτοιμη να κλάψω. Από χαρά όμως. Από μεγάλη χαρά κι ευγνωμοσύνη στο Σύμπαν γιατί είμαι καλά, γιατί είμαστε καλά, γιατί αγαπώ, γιατί το Σύμπαν με γεμίζει δώρα, εμένα το παιδί του Άπειρου Σύμπαντος, εμένα "το καημένο το ορφανό" όπως με φώναζαν κάποτε οι φίλοι κι η γειτονιά μου.
Είμαι εδώ.
Κουβαλάω τις μικρές κλειδαριές μου με ηρωισμό. Τις βλέπω, τις αναγνωρίζω μία προς μία. Δεν μπορώ να τις ανοίξω, όπως κι εσείς δεν μπορείτε να ανοίξετε τις δικές σας. Τα κλειδιά έχουν χαθεί.  Αλλά τις ξέρω. Δεν θέλω να τις κουκουλώσω, ούτε να τις χώσω βαθύτερα, ούτε να τις εξαφανίσω, ούτε τις κοιτώ κακιασμένα. Τις αφήνω να υπάρχουν απλά και τις κοιτάζω με αγάπη. Χωρις αυτές τις μικρές μου κλειδαριές δεν θα ήμουν αυτή που είμαι. Κι αυτή που είμαι, φιλαράκι, μαρέσει.