Παρασκευή 26 Μαΐου 2017


Εντάξει. Ψυχή που περισσεύει και γέλιο.
Τι παιχνίδι παίζεις, πάλι, ω! Σύμπαν;
Σαν το παιδί που περιμένει -πόση αφέλεια μπορεί να κρύβει, αλήθεια, το μυαλό ενός παιδιού- περιμένει, λέω, να μπει  κάποιο πουλί στο ξέσκεπο κλουβί του...

Ντίνος Χριστιανόπουλος


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/ntinos_xristianopoylos_poems.htm

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
(1955)

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.
Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)


ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
(1953)

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.

ΤΕΛΟΣ

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
(1956)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(1962)


Πέμπτη 25 Μαΐου 2017





Σου μιλάω, λοιπόν. Σου μιλάω για πράγματα που είναι προφανές ότι δεν σε ενδιαφέρουν. Η ανάγκη να μιλήσω είναι δική μου. Μπαίνει το δίλημμα: Ανάγκη να μιλήσω ή να σου μιλήσω; Δεύτερο δίλημμα: Ανοίγω τη σκέψη μου από ανάγκη να σου μιλήσω ή την ανοίγω με σκοπό να με μάθεις, να με εγκρίνεις και να μείνεις; Συμπέρασμα: ζητώ έγκριση και την αποδοχή σου. Ερώτημα: γιατί με ενδιαφέρει η αποδοχή σου; Επόμενο ερώτημα: με ενδιαφέρει η αποδοχή γενικώς ή η αποδοχή σου; Ερώτημα τρίτο: γιατί η αποδοχή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται προσπάθεια που, πολλές φορές, γίνεται -με κάποιον τρόπο- σχεδόν οδυνηρή; Εδώ, τίθεται θέμα εσωτερικής αμφισβήτησης. Αλλά για ποιο από τα δύο; Γι' αυτά που αυτή τη στιγμή -στη συγκεκριμένη κουβέντα μας- λέω σ' εσένα ή μήπως αναδύεται κάτι βαθύτερο που φτάνει έως τον πυρήνα μου; Η διαφορά είναι τεράστια: η κουβέντα μας είναι κάτι προσωρινό, δεν έχει σχέση με τον βαθύτερο εαυτό μου, άρα η αποδοχή σου ή όχι, δεν θα έπρεπε να είναι κάτι για το οποίο απαιτείται προσπάθεια.

Για να παρηγορήσω τις αμφιβολίες ζητώ κι από σένα το ίδιο: Να μιλήσεις και να ανοιχτείς. Αν δεν έρθει το δικό σου "άνοιγμα" νιώθω απόρριψη. Νιώθω ότι κρατάς μυστικά από μένα. Αμέσως με καταλαμβάνει φόβος. Φόβος γι' αυτά που κρύβεις. Μπορεί να μη μου αρέσουν. Καινούργια αμφιβολία: Πιθανόν να μη σκέφτεσαι θετικά για μένα. Ή να βρίσκεις την κουβέντα μας βαρετή. Ή να σε έχει φέρει εδώ διαφορετική αιτία από αυτήν που επιθυμώ εγώ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ξαφνικά βρίσκομαι σε έναν κυκεώνα απελπισίας που, πριν ακόμα απαντήσεις, με φέρνει σε κατάθλιψη.



Δευτέρα 22 Μαΐου 2017





Είμαι ένας άνθρωπος που περπατά στην κόψη του δράματος.
Φαινομενικά, κινούμαι σε πλαίσια φυσιολογικού ανθρώπου: προσπαθώ (μάταια) να κόψω το κάπνισμα, έχω καλούς φίλους, αγαπώ τη γεύση του φαγητού, αγαπώ τον έρωτα και τους ερωτευμένους, έχω δεδικασμένο διαζυγίου, τεκνοποίησης, εργασιακών χρόνων κι ό,τι άλλο συνιστά μια νορμάλ ζωή. Αλλά. Αλλά. Αλλά είμαι ένας άνθρωπος που περπατά στην κόψη του δράματος.
Δεν θα επανέλθω στις αιτίες ούτε στις μακριές ιστορίες που προκάλεσαν το σύνδρομο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Και το αποτέλεσμα είναι να είμαι άνθρωπος του "πολύ". Πολύ. Περισσότερο. Πιο. Παραπάνω από. Νομίζω ότι η ζωή πρέπει να εμπεριέχει μεγάλα. Εγώ φοβάμαι τα μικρά. Και το σενάριο της ζωής μου μαγειρεύει, προκαλεί τα μεγάλα, τα πιο περίπλοκα, τα διαφορετικά. Νομίζω ότι οι φίλοι μου αυτό αγαπάνε σε μένα. Το δράμα που εμφανίζεται εκεί που κανένας δεν το περιμένει, αυτό που διαλύει  την καθημερινότητά μου ως φυσιολογικού. Και σκορπά κραδασμούς στην βαρετή καθημερινότητα των άλλων.
(Συνεχίζεται)
...ή μπορεί και όχι.




Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

MADELEINE PEYROUX "Between The Bars" Drink up, baby Stay up all night Things you could do You won't but you might The potential you'll be You'll never see Promises you'll only make Drink up with me now And forget all about Pressure of days Do what I say And I'll make you okay And drive them away Images stuck in your head People you've been before That you don't want around anymore That push and shove and won't bend to your will I'll keep them still Drink up, baby Look at the stars. And I'll kiss you again Between the bars Where I'm seeing you there With your hands in the air Waiting to finally be caught Drink up one more time And I'll make you mine And keep you apart Deep in my heart Separate from the rest Where I like you the best Keep the things you forgot The people you've been before That you don't want around anymore That push and shove and won't bend to your will I'll keep them still

<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/FktNzLg_te4" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>

Κυριακή 14 Μαΐου 2017




Πικραίνω: 

Λέξη: πικραίνω (Κλιτικό Νέας), Ετυμολογία: [<αρχ. πικραίνω < πικρός]
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας  Συνώνυμα  Ομόρριζα  Λεξικά Δημοτικού  
λήμμαμέροςφωνήχρόνοςέγκλισηαριθμόςπρόσωπο
πικραίνωρήμαενεργητικήενεστώταςοριστική
υποτακτική
ενικόςπρώτο
πικραίνω
πικραίνεις
πικραίνει
πικραίνομε / πικραίνουμεπικραίνομεν (λόγ.)
πικραίνετε
πικραίνουν
πικραίνουνε (προφ.)

μέροςφωνήχρόνοςέγκλιση
ρήμαενεργητικήενεστώταςοριστική

Με πικραίνω
με πικραίνεις
με πικραίνει
μια πίκρα γενική
στην άκρη της γλώσσας
(πρωί πρωί σχεδόν με το χάραμα)
σαν να ξυπνάς πικραμένος
κι όσο κι αν βολοδέρνεις
δεν μπορείς να καταλάβεις
αν -γενικώς- η πίκρα είναι κάτι αυτοάνοσο
ή αν -ειδικώς- μαζοχικά επιτρέπεις κι ηθελημένα
-μουντζουρωμένος από παλιές ενοχές-
άλλοι να σε πικραίνουν
(Χαμηλή άμυνα: αυτοάνοση, κι αυτή, δε συμφωνείς;)
Ωστόσο, -για να επανέλθουμε-  διαπράττω δικαιολογίες
κάπου να ρίξω το βάρος της ζωής μου
(βαραίνει χωρίς να βρίσκω κανέναν να τη μοιραστώ)
-πώς να στο πω να το καταλάβεις-
είναι τόση η πίκρα μερικά πρωινά
που ξυπνάω και φτύνω.





Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ευτυχισμένος;




Ευτυχισμένος; 
Με ένα προφίλ στο facebook γεμάτο γυναίκες, είναι μόνος. Τα πρωινά δεν έχει πού να στείλει μια καλημέρα, τα απογεύματα σαπίζει στη συνδρομητική τηλεόραση και τα Σαββατοκύριακα που δεν δουλεύει κατεβαίνει στο υπόγειο και φτιάχνει διάφορα, για να περάσει η μέρα. Τα βράδια πολλές φορές αυνανίζεται φαντασιώνοντας διαφορετικές γυναίκες κάθε φορά, ίσως και κάποια που από χρόνια τού έχει κολλήσει τη σκέψη. 


Εξωτερικά, ηλικιακά και λειτουργικά, είναι τέλειος. Ωστόσο,  λίγη αλαζονεία, λίγη επικριτικότητα, λίγη ομορφιά, λίγη εξυπνάδα παραπάνω, τον έχουν ζαλίσει. Παραπατά. Και με την τελευταία - εναπομείνουσα- ρανίδα εγκεφαλικού φωτός, καλεί - ο ίδιος- στη ζωή του αυτό που χρόνια φαντασιώνεται. Κι εκείνο έρχεται με θετική ενέργεια και τρυφερή σκέψη. 

Τον   περιλούζει με βάλσαμο και λάδι για τις πληγές. Του στηρίζει το πόδι που τρέμει και του δείχνει δρόμους να περπατήσει. Αυτός, μπροστά στην προσφορά, αρχίζει να παραπαίει ακόμα περισσότερο. Μετράει και προβληματίζεται. Στο τέλος, προτιμάει να σαπίζει στο συνδρομητικό του κανάλι. 

!!!!!!




Δευτέρα 8 Μαΐου 2017



Απολαμβάνω ήρεμα και σχεδόν ευτυχισμένα  -τι λέω; ηδονικά είναι η  σωστή λέξη- το ίντερνετ που επανήλθε σπίτι μου μετά από αποκλεισμό πέντε ημερών, λόγω κλιμακίου επισκευών στην περιοχή. Δεύτερη μέρα χωρίς τσιγάρο και δεύτερη εβδομάδα πενιχρής επισίτισης, λόγω Μαΐου. (Έχω την προσωπική άποψη ότι το 80% των γυναικών, κάθε Μάιο ξαναξεκινά δίαιτα). Το ίντερνετ, λοιπόν, καθώς και η ενασχόληση με τη γραφή και την ανάγνωση κάνει να περνά η ώρα (του φαγητού)  και ο καημός (του τσιγάρου).
Κλάξον έξω από την πόρτα μου, διακόπτει την απόλαυση.
Κοιτάζω από το παράθυρο. Κόκκινο φορτηγάκι. Courrier, γράφει στο πλάι. Δεν περιμένω τίποτα κι από κανέναν. Παρακαλώ; λέω. Δέμα, μου λέει ένας ψηλός. Ξεκλειδώνω την εξώπορτα για να παραλάβω. Σκάω μύτη από κάτω του, (ψηλός, λέμε), γεμάτη περιέργεια.
Υπογράψτε εδώ, μου λέει. Υπογράφω. Παίρνει το μάτι μου κάτι γαλλικά. Από τη Φρανσουάζ, σκέφτομαι. Παραλαμβάνω και μπαίνω μέσα. Δεν είναι από τη Φρανσουάζ αλλά από τον Ανρί. Το ζυγίζω με το χέρι. Βαρύ. Η πείνα και η στέρηση, απλώνει στο νου μου σοκολατάκια. Σοκολατάκια είναι. Όπως την άλλη φορά. Σοκολατάκια διάφορα: με ποτό, με φουντούκι ολόκληρο, με πραλίνα, με κρέμα νουγκά. Φαντασιώνομαι. Με εξαιρετική ειδητική ικανότητα τα νιώθω στο στόμα να λιώνουν. Σκίζω το πρώτο χαρτί και ήδη έχω πάρει την απόφασή μου:  θα τα φάω όλα σήμερα. Να τελειώνουν. Νιώθω κάπως ένοχη που θα χαλάσω την διαιτητική προσπάθεια δύο εβδομάδων.  Απενοχοποιούμαι μετά από μισό δευτερόλεπτο: αξίζω μια καλή συμπεριφορά. ένα reward για την καλή μου καρδιά, την υπομονή μου όλα αυτά τα χρόνια, και ένα σωρό καλές πράξεις που έχω κάνει. Αναρωτιέμαι τι σχήματα έχουν κι από ποιο θα ξεκινήσω. Κάνω την ανεδαφική και παράλογη σκέψη: τι καλά θα ήταν αν είχε μέσα στο κουτί και τσιγάρα! Κόβω βίαια το καπάκι του κουτιού. Βγάζω τα κομμάτια από τις τσαλακωμένες εφημερίδες που προφυλάσσουν, ανυπόμονα. Μια σκέψη περνά στην πίσω μεριά του μυαλού μου και με τρομάζει:  (η μπροστά μεριά του μυαλού μου είναι κατακλυσμένη από σοκολάτα) αν ΔΕΝ είναι σοκολατάκια;  Εντάξει να μην είναι τσιγάρα. Αλλά αν ΔΕΝ είναι σοκολατάκια; Βγάζω εφημερίδες κι άλλες εφημερίδες. Αυτό που απομένει στα χέρια μου γυμνό, είναι ένα μπουκάλι Bordeaux του 2012 για το οποίο, εγώ, πρέπει να χαρώ. Μα, έλεος! Μπορεί κανείς να χαρεί με κάτι τέτοιο;