Πικραίνω:
Λέξη: πικραίνω (Κλιτικό Νέας), Ετυμολογία: [<αρχ. πικραίνω < πικρός]
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας Συνώνυμα Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας Συνώνυμα Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού
λήμμα | μέρος | φωνή | χρόνος | έγκλιση | αριθμός | πρόσωπο |
---|---|---|---|---|---|---|
πικραίνω | ρήμα | ενεργητική | ενεστώτας | οριστική υποτακτική | ενικός | πρώτο |
Με πικραίνω
με πικραίνεις
με πικραίνει
μια πίκρα γενική
στην άκρη της γλώσσας
(πρωί πρωί σχεδόν με το χάραμα)
σαν να ξυπνάς πικραμένος
κι όσο κι αν βολοδέρνεις
δεν μπορείς να καταλάβεις
αν -γενικώς- η πίκρα είναι κάτι αυτοάνοσο
ή αν -ειδικώς- μαζοχικά επιτρέπεις κι ηθελημένα
-μουντζουρωμένος από παλιές ενοχές-
άλλοι να σε πικραίνουν
(Χαμηλή άμυνα: αυτοάνοση, κι αυτή, δε συμφωνείς;)
Ωστόσο, -για να επανέλθουμε- διαπράττω δικαιολογίες
κάπου να ρίξω το βάρος της ζωής μου
(βαραίνει χωρίς να βρίσκω κανέναν να τη μοιραστώ)
-πώς να στο πω να το καταλάβεις-
είναι τόση η πίκρα μερικά πρωινά
που ξυπνάω και φτύνω.