Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πικραίνω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πικραίνω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Μαΐου 2017




Πικραίνω: 

Λέξη: πικραίνω (Κλιτικό Νέας), Ετυμολογία: [<αρχ. πικραίνω < πικρός]
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας  Συνώνυμα  Ομόρριζα  Λεξικά Δημοτικού  
λήμμαμέροςφωνήχρόνοςέγκλισηαριθμόςπρόσωπο
πικραίνωρήμαενεργητικήενεστώταςοριστική
υποτακτική
ενικόςπρώτο
πικραίνω
πικραίνεις
πικραίνει
πικραίνομε / πικραίνουμεπικραίνομεν (λόγ.)
πικραίνετε
πικραίνουν
πικραίνουνε (προφ.)

μέροςφωνήχρόνοςέγκλιση
ρήμαενεργητικήενεστώταςοριστική

Με πικραίνω
με πικραίνεις
με πικραίνει
μια πίκρα γενική
στην άκρη της γλώσσας
(πρωί πρωί σχεδόν με το χάραμα)
σαν να ξυπνάς πικραμένος
κι όσο κι αν βολοδέρνεις
δεν μπορείς να καταλάβεις
αν -γενικώς- η πίκρα είναι κάτι αυτοάνοσο
ή αν -ειδικώς- μαζοχικά επιτρέπεις κι ηθελημένα
-μουντζουρωμένος από παλιές ενοχές-
άλλοι να σε πικραίνουν
(Χαμηλή άμυνα: αυτοάνοση, κι αυτή, δε συμφωνείς;)
Ωστόσο, -για να επανέλθουμε-  διαπράττω δικαιολογίες
κάπου να ρίξω το βάρος της ζωής μου
(βαραίνει χωρίς να βρίσκω κανέναν να τη μοιραστώ)
-πώς να στο πω να το καταλάβεις-
είναι τόση η πίκρα μερικά πρωινά
που ξυπνάω και φτύνω.