Έχω δοκιμάσει όλες τις ποικιλίες φτηνού καφέ
και κοίτα ένα όνειρο που έχω
να έρθει η μέρα που θα αγοράσω τον ακριβότερο και να γράψω γι' αυτόν.
Έχω δοκιμάσει όλες τις ποικιλίες φτηνού καφέ
και κοίτα ένα όνειρο που έχω
να έρθει η μέρα που θα αγοράσω τον ακριβότερο και να γράψω γι' αυτόν.
Τα άδεια μου τελάρα
τα μισοζωγραφισμένα
του Αντώνη
της μάνας μου
των υπολοίπων άλλων
τα πούλησα.
Δεμένα με ταινία
δεμένα με αναμνήσεις
τα παρέδωσα
παραμερίζοντας λύπη
και μπόλικη νοσταλγία
μάνα συγγνώμη για το μισοτελειωμένο πορτραίτο σου
με κοιτούσες με εκείνο το βλέμμα που δεν ξεχνιέται
σε πούλησα μαζί με τα άλλα
ωστόσο πήγες σε καλή μεριά
ένας ψηλός μακρυμάλλης που θα γίνει ζωγράφος
σε παρέλαβε
θα σου άρεσαν τα νιάτα του μάνα, σε ξέρω
θα ζωγραφίσει πάνω σου πουλιά, θάλασσες κι ίσως λουλούδια
και δεν σου είπα το πιο ωραίο
τα τελάρα μού τα παράγγειλε για τον άντρα της μια κοπέλα με δροσερό γέλιο
από αγάπη τα παράγγειλε μάνα, από έρωτα
με μόνη απαίτηση να παραδοθούν την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.
Τι να έκανα, μάνα;
και υπολογίζω
πόσες χάρες μού έχει κάνει ο Θεός
να έχω σπίτι
και ζεστό κρεβάτι και περισσευάμενο φαΐ
για τον Abbas
άρα τι νόημα έχει
να παρακολουθώ τις ιστορίες σου στο ίντερνετ
ότι πας στο θέατρο Ακροπόλ
και βλέπεις Κουρέα της Σεβίλλης
με την άλλη
με μια άλλη
με την άλλη
Τι μαζοχισμός πια
Τι συναισθηματική αυτοκτονία
Τι πισώπλατο μαχαίρωμα στην ίδια εμένα
Φασολάδα χτες για τον Abbas
Δεν τον καλώ σπίτι
Δεν θέλει να έρθει
Του βάζω φαγητό στο τάπερ
Βάζω κι ελιές
Κι αν έχω τυρί
Του το παραδίδω πάνω από το κάγκελο της κλειδωμένης πόρτας
Ακουμπάει το ποδήλατο στη μάντρα
κουβαλώντας στην πλαστική σακούλα μια φραντζόλα ψωμί
Πάντα στις έξι που σχολά
Χτυπάει κουδούνι
σήμερα φασολάδα Abbas
Σήμερα του Αγίου Βαλεντίνου Abbas
Εμείς δεν γιορτάζουμε, έτσι;
Είναι για τους μικροαστούς τέτοιου είδους γιορτές
Φασολάδα, Abbas...
Ούτε καν κρέας.
Κάθε χρονιά λοιπόν, η Γιάννα ερχόταν Χαλάνδρι, μου έφερνε κάρτα με καρδούλες και ευχές και βγαίναμε οι δυο μας να τα πιούμε. Ύστερα η Βαλεντίνα μου πέθανε από αλματώδη καρκίνο.
Τα τελευταία χρόνια είχα εσένα. Εσύ δεν μου έφερνες ποτέ κάρτες με καρδούλες αλλά σου έφτιαχνα εγώ. Ήταν κι αυτό κάτι. Φέτος δεν έχω παρά μόνο φωτογραφίες.
Είναι κι αυτό κάτι.
Υ.Γ.
Μπορεί να λένε ότι η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου δε σημαίνει τίποτα και είναι μόνο για να δουλεύουν τα λουλουδάδικα και τα ζαχαροπλαστεία, και ότι ο έρωτας γιορτάζεται όλες τις μέρες του χρόνου. Μπούρδες! Τον έρωτα ακόμα και αν τον έχουμε τον ξεχνάμε μέσα στην καθημερινότητα, διότι ας μου πει κάποιος πόσες φορές προσφέρει λουλούδια χωρίς λόγο στην αγαπημένη του ή ποια ερωτευμένη προσφέρει τούρτα καρδούλα ή κάρτα καρδούλα στον αγαπημένο της έτσι στα ξαφνικά;
Άρα;
Εγώ χωρίς Βαλεντίνο φέτος (φοβάμαι πως έτσι θα κυλήσει πια η ζωή μου), προτιμώ να μη σιωπήσω. Τιμάω τη μέρα έστω με δυο λόγια μου (κι ας μην τα ακούσει κανείς).
(Μπορεί και να θέλω να τον καλοπιάσω!)
Χαλαρό πράγμα το να τρως φιστίκι αράπικο στον καναπέ, παρακολουθώντας τηλεόραση...
Χαλαρά αναρωτήθηκες αν το φιστίκι έχει βιταμίνες. Γκούγκλαρες. Έχει. Τα σκυλιά στο πάτωμα χαλαρά κοιμούνται.
Κουρασμένη από το ταβάνι που επιδιόρθωνες όλη τη μέρα, χαλαρά στην πολύθρόνα ένα φιστίκι σου φράζει τον πνεύμονα. Πετάχτηκες επάνω προσπαθώντας με κόπο να πάρεις αναπνοή. Πεθαίνω, σκέφτηκες. Έτσι κάπως θα πεθάνω, χαλαρά. Ασφυξία και κάτω. Προσπαθείς να καταπιεις, δεν. Η ανάσα που παίρνεις για να ζήσεις κάνει ένα θόρυβο σαν σύρσιμο από βαρύ έπιπλο στο πάτωμα. Τα σκυλιά πετάγονται πίσω σου. Κάτι καταλαβαίνουν. Τον πανικό σου; Σέρνεις ακόμα μια φορά το έπιπλο, κάπως έτσι θα με βρουν. Μπορεί και τα σκυλιά μου, πεινώντας να με φάνε. Πόσες μέρες; Πότε θα με ψάξουν; Δεν μάζεψα και τις ακατάλληλες φωτογραφίες μου. Ποιος νοιάζεται για ακατάλληλες φωτογραφίες τώρα; Αρχίζω να βήχω δυνατά. Παίρνω ανάσα-βαρύ-έπιπλο-που σέρνεται-με-θόρυβο και βήχω. Η Λου στέκεται από κάτω μου, με κοιτάζει με αγωνία. Βήχω. Προσπαθώ να ξεράσω το μέσα μου, προσπαθώ να πάρω ανάσα, προσπαθώ να ζήσω. Κάνω μόνη μου Χάιμλιχ στην καρέκλα, όπως έμαθα στις πρώτες βοήθειες. Το φιστίκι εξέρχεται. Ανασαίνω χωρίς θόρυβο πια.
Πίνω μια γουλιά νερό. Έζησα. Δεν ήταν η ώρα μου ακόμα. Χαϊδεύω τη μουσούδα της Λου που ανησύχησε. Ηρεμεί. Όλα καλά της λέω, όλα καλά. Νιώθω το λαιμό μου γδαρμένο.
Ξανακάθομαι στην πολυθρόνα.
Όπως τότε που στα οχτώ της είδε τον ασβέστη που ήταν μαλακός και άρχισε να τον πλάθει με τα χεράκια της. Και άρχισε να τον ζυμώνει και να φτιάχνει μικρά λευκά αγαλματάκια. Και μετά την πήγαν στο νοσοκομείο και μετά είχε και τις δυο παλάμες της τυλιγμένες με γάζες για ένα μήνα. Και πονούσε πολύ.
Τελικά το λευκό πονάει. Ο ασβέστης, η ζάχαρη, το αλεύρι, η λευκές σκόνες, οι λευκές μου νύχτες, το λευκό σου δέρμα.