Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Τα άδεια τελάρα

 


Τα άδεια μου τελάρα

τα μισοζωγραφισμένα

του Αντώνη

της μάνας μου

των υπολοίπων άλλων

τα πούλησα. 

Δεμένα με ταινία

δεμένα με αναμνήσεις

τα παρέδωσα 

παραμερίζοντας λύπη

και μπόλικη νοσταλγία

μάνα συγγνώμη για το μισοτελειωμένο πορτραίτο σου

με κοιτούσες με εκείνο το βλέμμα που δεν ξεχνιέται

σε πούλησα μαζί με τα άλλα

ωστόσο πήγες σε καλή μεριά

ένας ψηλός μακρυμάλλης που θα γίνει ζωγράφος 

σε παρέλαβε

θα σου άρεσαν τα νιάτα του μάνα, σε ξέρω 

θα ζωγραφίσει πάνω σου πουλιά, θάλασσες κι ίσως λουλούδια

και δεν σου είπα το πιο ωραίο

τα τελάρα μού τα παράγγειλε για τον άντρα της μια κοπέλα με δροσερό γέλιο

από αγάπη τα παράγγειλε μάνα, από έρωτα

με μόνη απαίτηση να παραδοθούν την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.

Τι να έκανα, μάνα; 



Ο κουρέας της Πλατείας Αττικής

 



Ευτυχισμένη ξυπνώ κάτω από το πουπουλένιο μου πάπλωμα

και υπολογίζω

πόσες χάρες μού έχει κάνει ο Θεός

να έχω σπίτι

και ζεστό κρεβάτι και περισσευάμενο φαΐ

για τον Abbas 

άρα τι νόημα έχει 

να παρακολουθώ τις ιστορίες σου στο ίντερνετ

ότι πας στο θέατρο Ακροπόλ

και βλέπεις Κουρέα της Σεβίλλης

με την άλλη

με μια άλλη

με την άλλη

Τι μαζοχισμός πια

Τι συναισθηματική αυτοκτονία

Τι πισώπλατο μαχαίρωμα στην ίδια εμένα

Φασολάδα χτες για τον Abbas

Δεν τον καλώ σπίτι

Δεν θέλει να έρθει

Του βάζω φαγητό στο τάπερ

Βάζω κι ελιές

Κι αν έχω τυρί

Του το παραδίδω πάνω από το κάγκελο της κλειδωμένης πόρτας

Ακουμπάει το ποδήλατο στη μάντρα 

κουβαλώντας στην πλαστική σακούλα μια φραντζόλα ψωμί

Πάντα στις έξι που σχολά

Χτυπάει κουδούνι

σήμερα φασολάδα Abbas

Σήμερα του Αγίου Βαλεντίνου Abbas 

Εμείς δεν γιορτάζουμε, έτσι; 

Είναι για τους μικροαστούς τέτοιου είδους γιορτές

Φασολάδα, Abbas... 

Ούτε καν κρέας.



 




Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Του Αγίου Βαλεντίνου

 





Του Αγίου Βαλεντίνου σήμερα. Δε θυμάμαι ποτέ να έχω γιορτάσει τούτη τη γιορτή του έρωτα μαζί με κάποιον. Ακόμα και σχέση να είχα, πάντα αυτή τη μέρα την περνούσα μόνη. Κάποια χρονιά, εγώ και η Γιάννα βγήκαμε παρέα του Αγίου Βαλεντίνου. Πήγαμε και τα ήπιαμε σε κάποιο μπαράκι και δώσαμε υπόσχεση ότι θα είμαστε η μία Βαλεντίνα της άλλης κι ότι δεν έχουμε ανάγκη τους άντρες που, τέτοια μέρα, μας άφηναν μόνες μας ή δεν υπήρχαν καθόλου. 

Κάθε χρονιά λοιπόν, η Γιάννα ερχόταν Χαλάνδρι, μου έφερνε κάρτα με καρδούλες και ευχές και βγαίναμε οι δυο μας να τα πιούμε. Ύστερα η Βαλεντίνα μου πέθανε από αλματώδη καρκίνο.

Τα τελευταία χρόνια είχα εσένα. Εσύ δεν μου έφερνες ποτέ κάρτες με καρδούλες αλλά σου έφτιαχνα εγώ. Ήταν κι αυτό κάτι. Φέτος δεν έχω παρά μόνο φωτογραφίες. 

Είναι κι αυτό κάτι. 

Υ.Γ.

Μπορεί να λένε ότι η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου δε σημαίνει τίποτα και είναι μόνο για να δουλεύουν τα λουλουδάδικα και τα ζαχαροπλαστεία, και ότι ο έρωτας γιορτάζεται όλες τις μέρες του χρόνου. Μπούρδες! Τον έρωτα ακόμα και αν τον έχουμε τον ξεχνάμε μέσα στην καθημερινότητα, διότι ας μου πει κάποιος πόσες φορές προσφέρει λουλούδια χωρίς λόγο στην αγαπημένη του ή ποια ερωτευμένη προσφέρει τούρτα καρδούλα ή κάρτα καρδούλα στον αγαπημένο της έτσι στα ξαφνικά; 

Άρα; 

Εγώ χωρίς Βαλεντίνο φέτος (φοβάμαι πως έτσι θα κυλήσει πια η ζωή μου), προτιμώ να μη σιωπήσω. Τιμάω τη μέρα έστω με δυο λόγια μου (κι ας μην τα ακούσει κανείς).

(Μπορεί και να θέλω να τον καλοπιάσω!)


Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Χαλαρά

 


Χαλαρό πράγμα το να τρως φιστίκι αράπικο στον καναπέ, παρακολουθώντας τηλεόραση...

Χαλαρά αναρωτήθηκες αν το φιστίκι έχει βιταμίνες. Γκούγκλαρες. Έχει. Τα σκυλιά στο πάτωμα χαλαρά κοιμούνται. 

Κουρασμένη από το ταβάνι που επιδιόρθωνες όλη τη μέρα, χαλαρά στην πολύθρόνα ένα φιστίκι σου φράζει τον πνεύμονα. Πετάχτηκες επάνω προσπαθώντας με κόπο να πάρεις αναπνοή. Πεθαίνω, σκέφτηκες. Έτσι κάπως θα πεθάνω, χαλαρά. Ασφυξία και κάτω. Προσπαθείς να καταπιεις, δεν. Η ανάσα που παίρνεις για να ζήσεις κάνει ένα θόρυβο σαν σύρσιμο από βαρύ έπιπλο στο πάτωμα. Τα σκυλιά πετάγονται πίσω σου. Κάτι καταλαβαίνουν. Τον πανικό σου; Σέρνεις ακόμα μια φορά το έπιπλο, κάπως έτσι θα με βρουν. Μπορεί και τα σκυλιά μου, πεινώντας να με φάνε. Πόσες μέρες; Πότε θα με ψάξουν; Δεν μάζεψα και τις ακατάλληλες φωτογραφίες μου. Ποιος νοιάζεται για ακατάλληλες φωτογραφίες τώρα; Αρχίζω να βήχω δυνατά. Παίρνω ανάσα-βαρύ-έπιπλο-που σέρνεται-με-θόρυβο και βήχω. Η Λου στέκεται από κάτω μου, με κοιτάζει με αγωνία. Βήχω. Προσπαθώ να ξεράσω το μέσα μου, προσπαθώ να πάρω ανάσα, προσπαθώ να ζήσω. Κάνω μόνη μου Χάιμλιχ στην καρέκλα, όπως έμαθα στις πρώτες βοήθειες. Το φιστίκι εξέρχεται. Ανασαίνω χωρίς θόρυβο πια. 

Πίνω μια γουλιά νερό. Έζησα. Δεν ήταν η ώρα μου ακόμα. Χαϊδεύω τη μουσούδα της Λου που ανησύχησε. Ηρεμεί. Όλα καλά της λέω, όλα καλά. Νιώθω το λαιμό μου γδαρμένο. 

Ξανακάθομαι στην πολυθρόνα. 

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Εγκαύματα


Όπως τότε που στα οχτώ της είδε τον ασβέστη που ήταν μαλακός και άρχισε να τον πλάθει με τα χεράκια της. Και άρχισε να τον ζυμώνει και να φτιάχνει μικρά λευκά αγαλματάκια. Και μετά την πήγαν στο νοσοκομείο και μετά είχε και τις δυο παλάμες της τυλιγμένες με γάζες για ένα μήνα. Και πονούσε πολύ. 

Τελικά το λευκό πονάει. Ο ασβέστης, η ζάχαρη, το αλεύρι, η λευκές σκόνες, οι λευκές μου νύχτες, το λευκό σου δέρμα.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Αντέχω



Ξυπνάω ανόρεχτα. Ποιος ξέρει τι όνειρα έβλεπα πάλι. Θέλω να πλυθώ να φύγει η νύχτα από πάνω μου, να φύγουν οι νυχτερινοί ίσκιοι. Μπαίνω στο μπάνιο μισόγυμνη. Δοκιμάζω το νερό. Κρύο. Συννεφιά όλη μέρα χτες, ο ηλιακός πεθαμένος. Δεν θέλω να περιμένω το θερμοσίφωνο. Γυρίζω στην κρεβατοκάμαρα. Ντύνομαι άπλυτη. Όλη η νύχτα πάνω μου. Όλα τα άσχημα όνειρα στο άπλυτο δέρμα. Φτιάχνω καφέ. Φλεβαριάτικο κρύο παντού.  Αντέχω. Αντέχω. 
Προχτές αγόρασα τσιγάρα. Σήμερα τέλειωσα το πακέτο. Το τελευταίο τσιγάρο με τον καφέ. Στον υπολογιστή. Γράφω με δυο δάχτυλα που καθώς τα κινώ στα πλήκτρα, κρυώνουν. 
Αντέχω. Αντέχω. 
Γράφω κάτι που απορρέει σήψη. Πολυειπωμένα πράγματα. Τα ίδια ξανά και ξανά. Θλίψη χωρίς εσένα. Θλίψη στον ύπνο. (Είναι φορές που νυσταγμένη, ξεχνάω. Γυρίζω πλευρό, σκεπάζομαι και μουρμουρίζω: "καληνύχτα καρδιά μου", με τη φωνή σου).
Αντέχω. Αντέχω. 
Γράφω κάτι και κλείνω τον υπολογιστή. Σκύβω. Ηττημένη. 
Θέλω να κλάψω; Δεν ξέρω. Δεν σηκώνομαι από την καρέκλα. Ξανα-ανοίγω τον υπολογιστή. Όχι, η μέρα δεν θα πάει χαμένη. Αυτή η θλίψη δεν θα πάει χαμένη. Θα γράψω κι άλλο. Κι αλλο, ίσαμε να ησυχάσω την καρδιά μου. 
Σε λίγο θα πάω στον Σ. να του φτιαξω τη θερμοκρασία στο μηχάνημα που βγάζει κλωσσόπουλα. Εκείνος θα χαρεί που θα με δει, θα θέλει να με αγκαλιάσει, θα με σφίγγει κι εγώ θα σφίγγομαι και θα κλείνω, θα είναι σα μια μάχη ελάχιστων δευτερολέπτων. Θα απελευθερωθώ από το αγκάλιασμα με μια δόση δυσφορίας. Θα καθίσω στην καρέκλα που κάθομαι συνήθως, θα μου βάλει τσίπουρο και θα μου σερβίρει χτεσινά, προχτεσινά γλυκά από το σπίτι του, μπορεί ακόμα και κουραμπιέδες από τα Χριστούγεννα. Εγώ θα τα φάω και μάλιστα με λαιμαργία, λες και είναι από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο. Ύστερα εκείνος θα αρχίσει να μιλάει ασταμάτητα κι εγώ θα ακούω. Θα πει για συγγενείς του (που δεν ξέρω) θα πει για φίλους, για τη γυναίκα του (που δεν ξέρω) για ανθρώπους που δεν θα γνωρίσω ποτέ, θα μιλήσει για τις δουλειές του. Εγώ θα ακούω με υπομονή. Ύστερα θα του φτιάξω το μηχάνημα. Θα παραπονεθεί που χάνομαι. Θα γκρινιάξει που δεν τον θέλω, που θα μπορούσε να με βοηθήσει αλλά είμαι εγωίστρια και δεν ζητάω βοήθεια, θα πει κι άλλα και εγώ θα ακούω. 
Βάλε κι άλλο τσίπουρο. (από το δικό του, κάνει την απόσταξη μόνος του). 
(Βάλε κι άλλο τσίπουρο γιατί κουράστηκα, δεν θέλω να ακούσω άλλο. Η φωνή σου άρχισε να τρυπάει τα αυτιά μου). 
 Εγώ δεν προλαβαίνω να πω τίποτα. Είναι σα να έχει να μιλήσει μήνες. Είναι σα να μαζεύει πολύν καιρό υλικό και να το αδειάζει πάνω μου όποτε με δει. 
Χάνεσαι, γιατί χάνεσαι; Εγώ ο καημένος... Το ρεφραίν. 
Θα καθίσω λίγο ακόμα. Ύστερα θα βρω μια δικαιολογία. Τα σκυλιά, το ταβάνι, τα έπιπλα που θέλουν πέταμα, μετακίνηση, κάτι θα βρω και θα φύγω. Μόλις πάω προς το αυτοκίνητο θα με αγκαλιάσει πάλι, θα τραβηχτώ πάλι. Θα μπω στο αυτοκίνητο. Θα πάρω βαθιά ανάσα. 
Αντέχω. Αντέχω. 



Διαλυμένη

 


Διαλυμένη. 


...και τώρα θα αρχίσουν οι καλημέρες

και οι ευχές

κι εγώ ευγενικά θα απαντάω

έχοντας μπηγμένο εκείνο το τσιγκέλι μέσα μου

πιάνει κομμάτι από την καρδιά μου,

κατακερματίζει τα σπλάχνα

Πλημμυρίζω δάκρυα μέσα μου

έξω λέω ευγενικές καλημέρες

Πλημμυρίζω αίμα μέσα μου

εδώ στην εξοχή

εδώ στο ησυχαστήριο

εδώ στα ευλογημένα χωράφια

υποταγμένη όλη

Το πένθος ταιριάζει στο ασκηταριό 

Κίτρινα λουλούδια και λευκή ρίζα στα μαλλιά μου

Κάθε γη έχει τη μοίρα της.

Καλημέρα.


Υ.Γ. θα ταΐσω τη θλίψη μου κι άλλο