Νεύρα, νεύρα, νεύρα...
7:34 αφύπνιση. Ακούω τη Μιμία που έχει ξυπνήσει. Σηκώνομαι, φοράω μπλούζα. Νιώθω το σώμα μου ακόμα κουρασμένο. Ο ύπνος δεν το ξεκούρασε. Για κλάσματα δευτερολέπτου αναρωτιέμαι γιατί. Θυμάμαι πως κλάδεψα χτες όλο τον κήπο. Και γιατί να σηκωθώ από τώρα; Ξαναβγάζω τη μπλούζα, ξαπλώνω πάλι. Δεν αντέχω περισσότερο από δύο λεπτά. Πετάγομαι, ντύνομαι. Βγαίνω κι ανοίγω μπαλκονόπορτες και παράθυρα. Τα σκυλιά εισέρχονται στην κουζίνα πεινασμένα. Προσπαθώ να τους βάλω φαγητό. Το νεαρό γατάκι (το καινούργιο αναγκαστικό μέλος της ζωο-οικογένειας μιας και πριν κάτι μήνες άρχισαν να μας επισκέπτονται κάτι τεράστιοι ποντίκαροι του αγρού μαζί με την οικογενειακή ολομέλειά τους, και επειδή δεν μου πάει η καρδιά να δηλητηριάζω ποντίκια, έφερα τον γάτο εδώ, μπας και τα διώξει με τη μυρωδιά του, τουλάχιστον ως εικάζεται).
Προσπαθώ να τους ταΐσω, λοιπόν, και ο μικρός Μίκο νιαουρίζει, και μετά από τα σκυλιά θέλω να ταΐσω και τούτον, και η Μιμία τριγυρίζει κι αυτή γύρω με το μπουκάλι το νερό της στο χέρι, και έχει μια συγκεκριμένη θέση που κάθεται στον καναπέ και εγώ αμίλητη ακόμα και χωρίς καφέ, έχω ανταλλάξει μόνο μια καλημέρα μαζί της και δεν της απαντάω στα υπόλοιπα που μουρμουρίζει (γιατί μετά το καλημέρα άρχισε να περιγράφει τι πράττουν τα ζώα την τρέχουσα στιγμή, "ο Μίδας πεινάει, η Λου έρχεται πίσω σου, σταματείστε βρε", και τέτοια, στα οποία πρωί πρωί δεν είμαι συνηθισμένη. (Το πρώτο άνοιγμα που κάνει το στόμα μου όταν ξυπνάω είναι για να πιεί την πρώτη γουλιά καφέ).
Κρατιέμαι λοιπόν και δεν απαντώ, δίνω τόπο στην οργή και συνεχίζω νυσταγμένη να καλύπτω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στα ζώα, μέχρι που ακούω τη Μιμία να φωνάζει ότι το γατάκι έχει κάνει κακά του στον καναπέ, ακριβώς στη θέση που κάθεται εκείνη. Παρατάω τα ταΐσματα και τρέχω να μαζέψω. Η Μιμία όρθια, σα να μην ξέρει πού να καθίσει τώρα που λερώθηκε η θέση του καναπέ, τα σκυλιά να περιμένουν φαγητό ενώ ο γάτος να νιαουρίζει ανάμεσα στα πόδια μας, κι αυτός πεινασμένος.
Εξερράγην, βρε! Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου! Beyond my control, πώς το λένε!
Έβαλα κάτι φωνές, μα κάτι φωνές!
Λουφάξανε όλοι.
Πρώτα μάζεψα τα κακά. Mετά καθάρισα. Mετά έβαλα σε όλους φαγητό. Mετά έπλυνα το σημείο στον καναπέ (πριν τρεις μέρες είχα στρώσει καθαρό ριχτάρι). Μετά έριξα πάνω στο επίμαχο σημείο ένα άσχετο τριπλοδιπλωμένο ύφασμα στη θέση που κάθεται η Μιμία.
Ύστερα έφτιαξα καφέ. Για μένα και τη Μιμία που είχε μαζευτεί αμίλητη στη βεράντα. Κάθισα δίπλα της με τον καφέ μου. Αφήστε με να ξυπνήσω.
Οχτώ το πρωί. Ο καιρός δροσερός και συννεφιασμένος. Η γη μυρίζει όμορφα. Μυρίζει εξοχή, δέντρα, χώμα, ίσως κάπου μακριά βροχή. Αγαπώ αυτή τη μυρωδιά. Μου θυμίζει πρωινά διακοπών. Πρωινά που έχουν χαρούμενα ξυπνήματα. Στην καθημερινότητα μου, οχτώ το πρωί δεν βγαίνω έξω. Κάθομαι στον υπολογιστή και παιδεύω τα πλήκτρα (τη μούσα μου ή τον μούσο μου, δεν ξέρω φάτσα, δεν ξέρω τι είναι. (Ελπίζω κάποια στιγμή να φωτίσει εκείνος το πρόσωπό του επίτηδες και να τον δω, να δω πώς είναι εκείνος που κουβαλάει την έμπνευση).
Σε λίγο όλα είχαν ησυχάσει. Άνοιξα στα σκυλιά να βγουν για την πρωινή τους βόλτα. (Εδώ στην εξοχή μπορούν να πηγαίνουν μόνα τους). Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και έπειτα μπήκα στο γραφείο και άνοιξα υπολογιστή. Το γατάκι ήρθε ζητώντας αγκαλιά. Το ανέβασα στα πόδια μου και συνέχισα να γράφω. Η Μιμία στη βεράντα, εξακολουθεί να μιλάει. Τουλάχιστον χαμηλόφωνα.