Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

μαμά, μου λείπεις







Ήλιος κι αέρας στο νεκροταφείο.
Κάθε φορά που έρχομαι ή αρχίζει να ψιχαλίζει ή φυσάει.  Νάναι το παράπονό σου, μάνα; Σε νοιάζει, άραγε που δεν έχεις αστραφτερά μάρμαρα όπως οι άλλοι, εκεί που ξαπλώνεις; Δεν ήρθες στα όνειρά μου ούτε μια φορά. Τι να δηλώνεις άραγε; Πως είσαι ήσυχη ή πως μου είσαι θυμωμένη;
Ένας παπάς περιφέρεται ανάμεσα στους ταφους. Τον παρακολουθώ για λίγο. Τα πολύχρωμα άμφια ανεμίζουν ανάμεσα στους άσπρους σταυρούς. Κάνω γρήγορους υπολογισμούς. Δεν έχω λεφτά να του ζητήσω ευχέλαιο.
Μάνα, πάλι φτωχικά θα τη βγάλουμε.
Καθαρίζω τα αγριόχορτα από τα χαλίκια που έστρωσα πάνω σου. Το καντήλι σου μας το κλέψανε, μάνα. Ποιος ξέρει τι έγινε. Ανάβω το θυμιατό. Καρβουνάκια, λιβάνια πάνω σου, μπροστά στην ξεθωριασμένη πια φωτογραφία. Γυρίζω από την καλή το σταυρό που ξεκόλλησε από τη θέση του. Τώρα κι αυτός πάνω σου βαραίνει.
Σου εξιστορώ, όπως γίνεται στο σινεμά, τα καθέκαστα. Τα παιδιά, η Μιμία, τα δικά μου. Μου λείπεις, μάνα... ψιθυρίζω και με πιάνουν κλάματα. Μαζεύομαι. Κάποιος νεαρός πίσω μου σκουπίζει έναν τάφο. Εγώ σκουπίζω τα δάκρυα. Μάνα, μου λείπεις και δεν ξέρω να το εξηγήσω. Γιατί μου λείπεις ή γιατί το λέω αυτό. Μου λείπεις και κλαίω. Γιατί μου λείπεις; Τι είναι αυτό που μου λείπει από σένα; Το ότι σε έχω συνδέσει με το ότι κάποτε ήμουνα παιδί; Το ότι με βαραίνουν τώρα χίλιες ευθύνες και τότε-κάποτε τις ευθύνες τις είχες εσύ κι εγώ ζούσα ανέμελα;
Στέκομαι πάνω σου και νιώθω ένα ολόκληρο κομμάτι ζωής να έχει κλείσει, να έχει μείνει πίσω, να έχει αναγκαστικά αποβληθεί από μέσα μου... Γιατί λέω πως μου λείπεις; Έτσι κι αλλιώς όταν μεγάλωσα δεν σε είχα ανάγκη κι ούτε τη γνώμη σου άκουγα. Έτσι κι αλλιώς παλιομοδίτικη γνώμη θα ήταν... Τότε τι; Γιατί λέω ότι μου λείπεις αφού τίποτα πια δεν θα μπορούσες να κάνεις για μένα;
Δεν έχω ανάγκη από εσένα κι ούτε από τη γνώμη σου. Τότε; Γιατί λέω πως μου λείπεις, γιατί τρέχουν τα μάτια μου;
Κλαίω, μαμά... Κλαίω εδώ κάτω απ' τον ήλιο για σένα. Και μόνο εσύ μέσα από όλους τους ανθρώπους θα μπορούσες να με αγκαλιάσεις και να μου πεις να μην κλαίω, ακόμα κι αν ήξερες πως κλαίω για σένα, μαμά...
Μαμά, μου λείπεις...


Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ποτέ να μην υποτιμάς τη χαζομάρα





...Και γιατί παρακαλώ να ξυπνάς με όρεξη πάντα;
Οι αστυνομικοί της μεγάλης χώρας για παράδειγμα, ξυπνάνε πάντα με όρεξη; Εγώ σας λέω όχι. Ας πατήσουμε στο κεφάλι μερικούς, λένε. Ή ας σπάσουμε έστω ένα κεφάλι κάποιου σήμερα. Έτσι, για ξεχαρμάνιασμα. Ας εξολοθρεύσουμε κάμποσους μαύρους, κάμποσους ενάντιους. Για να ξεδώσουμε, βρε αδερφέ!  Πόσο σοβαρά, δηλαδή πρέπει να το πάρετε; Είναι κακό να προσπαθεί κάποιος να περάσει ευχάριστα την ώρα του; Να διασκεδάσει τη στενοχώρια του όποτε δεν έχει κέφια;

Δώσε στο βλάκα εξουσία και θα καταστρέψει το σύμπαν σε χρόνο dt.
Θα βιάσει, θα σκοτώσει, θα προσπαθήσει να επιβληθεί με κάθε τρόπο νόμιμο, παράνομο, έκνομο. Θα κάνει πράγματα που κανείς δεν τα περιμένει. Με τόσα κόμπλεξ που κουβαλάει τόσα χρόνια στην πλάτη του (επειδή δεν έχει την οξύνεια να καταλάβει ότι είναι  καθυστερημένος, ωστόσο ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει και δεν μπορεί να φτάσει τους άλλους), τότε, ουέ κι αλίμονο. Αυτούς τους άλλους τους καταγράφει ως εχθρούς.
Ποτέ μη δίνεις στο βλάκα εξουσία, όσο ανάγκη και να έχεις, όσο και να θέλεις να κάνεις καλό. Άθελά σου γίνεσαι συνεργός του. Και θα εκπλαγείς από το πόσο γρήγορα ένας νοητικά καθυστερημένος προσπαθώντας να επιβάλλει τη δύναμή του μπορεί να γυρίσει ακόμα και εναντίον σου. Καλέ μου Σαμαρείτη.










Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Αποβολή




Να το, πάλι.
Έρχεται μόνο του. 
Ευτυχία ή δυστυχία, δεν ξεχωρίζει. Απλά έρχεται.
Σαν ίωση έρχεται. Επωάζεται λίγες μέρες και μετά ξεσπάει. Συμπτώματα: παρόμοια με της δηλητηρίασης. Στομάχι βαρύ, τάση για έμετο, πυρετός, μυαλό συνέχεια εκεί, (φυσικό αφού υποφέρεις, αφού κάτι σε ανακατεύεει, αφού κάτι περιέχεις που πολλές φορές μοιάζει να μην είναι δικό σου, να μην το αντέχει ο οργανισμός σου και πρέπει να εκβληθεί). 
Ηρεμείς μόνο όταν το εκβάλεις. ("Όταν το ξεράσεις" είναι η ακριβέσερη έκφραση αλλά ξέρω ότι ως κυνικότερη επίσης, δεν αρέσει).
Σύσταση; 
Μμμ...
Θέλει σκέψη. 
Πολλές φορές απροσδιόριστη. Μη ανιχνεύσιμη, είναι το πιο σωστό. Δυστυχώς η επιστήμη δεν έχει φτάσει ακόμα σε σημείο να αναλύει σε τόσο βάθος αυτό που θεωρούμε ψυχή. (ΑΥΤΟ έχει σχέση με ΕΚΕΙΝΑ τα βάθη).
Μη ανιχνεύσιμη, ωστόσο τόσο δυνατή που μπορεί να επιβληθεί στην ύλη. 
Έκστασιακή κατάσταση. 
Λειτουργείς μόνος. Τη στιγμή που συμβαίνει ξεχνάς περιβάλλον, άτομα, έρωτες (ακόμα κι αν κάτι από τα άνωθεν έχει προκαλέσει την εκστασιακή συνθήκη, λειτουργείς αχάριστα). 
Επίσης λειτουργείς ηρωικά. Εξαφανίζεται ο σωματικός πόνος (εάν υπάρχει τον υπερβαίνεις, εξάλλου από μόνος του εξαφανίζεται ως εκ θαύματος), εξαφανίζεται ο φόβος, εξαφανίζονται ηθικές τε και μη αναστολές. Μέσα στην εκστασιακή κατάσταση,  μεταμορφώνεσαι. 
Γίνεσαι σούπερ ήρωας, γίνεσαι παιδί, αλλάζεις φύλλο, διορθώνεις όψη,  διορθώνεις λάθη. Γίνεσαι ο Θεός σου. Όσο κρατά η έκσταση έχεις τη δύναμη να πλάσεις τον κόσμο από την αρχή του. 

Να το πάλι. Πόσο το χαίρομαι. 
Έρχεται και φεύγει ανεξαρτήτου θέλησης. 
Ανακατεύει το μέσα μου. Ησυχάζω μονάχα όταν αποβάλλω.


























Καλός και βροχερός Ιούνιος.
Δύο του μήνα
Μονάχα η αγάπη σώζει τον άνθρωπο. Ό, τι αγαπάς το προστατεύεις.













Μικρή πηγή μου, εσύ


Την πηγούλα που τρέχει, την πηγούλα που στερεύει
θα την ακολουθήσω μια μέρα  αντίστροφα
βήμα βήμα
να δω
από ποια ύψη ξεκινάει. 







Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πεταλούδα



Μικρή λευκή αναγκεμένη πεταλούδα
πας στη φωτιά και καίγεσαι
πας στο νερό και πνίγεσαι
ποιος να μπορέσει
να σε σώσει από σένα;


Το γλέντι κράτησε πολύ. Εσύ αργά έφτασες. Οι καλεσμένοι είχαν φάει. Βρήκες μόνο αποφάγια κι άδεια ποτήρια. Τηλέφωνα. Έλα. Έρχομαι τώρα. Μην έρθεις, είμαι καλεσμένη σε ένα γεύμα που δεν έχει φαγητό. Είμαι εδώ και πεινάω και διψάω αλλά μην έρθεις, δεν έχει νόημα. Έχω πάει και σε άλλα γεύματα που δεν είχε μείνει φαγητό για μένα. Καφές; Πικρός. Σημειωματάρια, μαγνητοφωνημένες νυσταγμένες λέξεις και καλώδια. Μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο, σημάδι στο γδαρμένο χέρι, κόμπος για κλάμα. Βρήκα μια πεταλούδα πνιγμένη. Έπλεε κάτασπρη στην επιφάνεια του νερού. Έπλεε άδεια από ζωή, άδεια από αναμνήσεις, ελαφριά από όλα. Αρχίζω και φοβάμαι, ξέρεις. Φοβάμαι τη στιγμή που τακτοποιώ γύρω, τη στιγμή που ξεκαθαρίζω τα ντουλάπια μου, όταν πετάω τα άχρηστα από γύρω κι από τη ζωή μου, από την ψυχή μου, κάνω χώρο ή με νοιάζει η υστεροφημία; Φοβάμαι. Ασύνδετη με όλα. Αποσυνδέομαι; Και τι μετράω; Και τι είδους ημερολόγιο είναι αυτό; Ποιος θα το διαβάσει, ποιος θα ρωτήσει και ποιος θα καταλάβει; Και γιατί να το κάνει; Κάποια μέρα τούτο το μαραφέτι δεν θα ανοίξει. Και θα περάσουν μέρες μέχρι να το ανοίξουν άλλοι. Άλλοι που δεν θα τους νοιάζει το περιεχόμενο ή θα τους νοιάζει λίγο, καθυστερημένα. Εφήμερα όλα θα αποδειχτούν. Γραφτά, βιβλία και φωτογραφίες, πεταμένα λεφτά, μνήμη δύο τερραμπάιτ, μνήμη άχρηστη, μνήμη ξένη. Τίποτα δεν έχει αξία έξω από την αγάπη που γεμίζει την καρδιά. Μη μου το πάρεις αυτό. Αυτό άφησέ μου το ως το τέλος. Ως το τέλος κράτα γεμάτη την καρδιά μου. Θα τρώω και θα πίνω αυτό. Κι ας πηγαίνω σ' όλα τα γεύματα του κόσμου μονάχη.

























Τελειώνει κι ο Μάης

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Το δώρο του έρωτα





Θα έχουμε τα κρυφά γέλια μας 
τους κώδικες που κανένας άλλος δεν θα γνωρίζει
το μυστικό μας θα παίρνουμε μαζί στη δουλειά
μαζί στις παρέες
μαζί μας στην οικογένεια
υπάρχουν γιορτές που δεν θα γιορτάσουμε μαζί
λιμάνια που δεν θα αποβιβαστούμε
γέφυρες που δεν θα μας τρομάξουν 
για το κενό που θα χάσκει κάτω από τα πόδια μας 
υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ 
δεν θα αντικρύσουν τα πρόσωπά μας χαρούμενα 
το ένα δίπλα στο άλλο
που δεν θα ζυγίσουν ποτέ 
τον έρωτα που φέγγει στα μάτια μας
κι αυτό 
είναι λύπη.
Ωστόσο
εμείς κουβαλάμε το μυστικό μας περήφανοι
και θα ζούμε ευτυχισμένοι 
κι αυτό 
είναι το σπάνιο δώρο που μας μοιράστηκε
επειδή είμαστε σπάνιοι εμείς 

κι αυτό 
είναι χαρά.   

Υ.Γ.  
Ἑφτασφράγιστο μυστικό μου τὰ κλειδιά σου
φύτεψα σὲ τέσσερις ἐποχὲς καὶ ἔκρυψα σὲ τρεῖς ἀνέμους. 

Νὰ μοῦ χαμογελᾶς κι ἐγὼ νὰ μιλήσω στὸν ἥλιο νὰ κατέβει 
νὰ μοῦ πλένει μὲ ζέστη τὰ ξυπόλυτα πόδια μου.

Απόσπασμα από "Το μυστικό" 
Γεώργιος Πολίδης 




Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Πείνα





Είναι κάτι σαν να υπάρχει ανάγκη να βγει προς τα έξω. Πεινάς να γεννήσεις. Γεννάς και θέλεις κι άλλο. Γεννάς . Πεινάς. Τι λέξεις! Κι άλλο. Δεν έφτασε. Θέλω. Είναι σαν ναρκωτικό. Το συνήθισε ο οργανισμός σου και δεν μπορεί χωρίς αυτό. Δεν υπάρχει μέρα, ούτε πρωί, ούτε ζωή αν δεν πάρεις αυτό πρώτα. Αν δεν ησυχάσει το ένστικτο. Πείνα για γέννα. Γέννα. Ζωή; 

Μεσημέρια




Λατρεύω τα μεσημέρια της ησυχίας. Κάποια απομακρισμένα γαυγίσματα, ένα αυτοκίνητο κάπου κάπου, το πλατάγισμα της γλώσσας των σκυλιών δίπλα μου που γλύφουν τη γούνα τους, ένα σπουργίτι που βρίσκει το θάρρος να εισβάλλει πετώντας μέσα στα δωμάτια, να κάνει κύκλο στην κουζίνα και στο σαλόνι κι ύστερα να βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα και να χάνεται στα δέντρα του κήπου. 
Το να ακούς την ησυχία τα μεσημέρια έχει ήχο. Και έχει φως. Εκείνο το δυνατό φως, το σκληρό και κάθετο. Που σε κάνει να θες να προστατευτείς. Τότε μισοκλείνω τα παράθυρα και  αφήνω το φως απέξω. Όχι όλο. Τόσο μόνο όσο να γλυκαίνουν τα μάτια. 
Τα μεσημεριανά μισόκλειστα παράθυρα λατρεύω. Όπου ο ήλιος μπαίνει λίγος, φωτίζει κομματιασμένος το πάτωμα, την πολυθρόνα, τα χέρια μου, τις ελαφριές κουρτίνες. Εκεί στην ησυχία και στο μισόφωτο είναι ωραίο να σκέφτεσαι, να ακούς, να ενώνεις τα ψιθυρίσματά σου με τους έξω ήχους, είναι σα να ερωτεύεσαι. 
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού και της ησυχίας μπορώ να ερωτεύομαι κάθε μέρα. 





Κάπου που να συνεχίζω το μονόλογο χωρίς αντιρρήσεις!