Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Τρέχουμε





Τρέχουμε. Σαν τους τρελούς ή τους εμμονικούς, τρέχουμε. 
Γράφω, φωτογραφίζω, επεξεργάζομαι τι φωτογραφίες μου, απαντώ σε τηλεφωνήματα ή δεν απαντώ, χαριεντίζομαι, μαγειρεύω, κάνω έρωτα, διαβάζω, πετάω άχρηστα αντικείμενα, (αυτά που έχουν εκπληρώσει το σκοπό τους), συγχρόνως σκέφτομαι πως πρέπει να βρω μια μπαντάνα να φοράω σαν μάσκα όποτε βγαίνω έξω. 
Συγχρόνως. Σκέφτομαι. 
(Μην αγγίξεις άλλο δέρμα. Πάντα με πλήγωνε να σκέφτομαι πως τα χέρια που αγαπώ αγγίζουν κι άλλο δέρμα. Μην αγγίξεις. Γίνομαι κτητική, δεν έχω, αλλά και δεν έχεις εναλλακτική. Θέλω να είμαι. Κτητική. Όσο τα χέρια σου αγγίζουν εμένα μην αγγίξεις άλλο δέρμα).
Και γράφω. Τι γράφω; 
Σήμερα θελω τα γράμματα να είναι μεγάλα. Να καρφώνονται στα μάτια, να πιάνουν ολόκληρο το χώρο, να καδράρουν στα άκρα της οθόνης, να "φαίνονται". 
Όταν ανοίγεις διάπλατα την καρδιά σου αυτό είναι από μόνο του μεγαλειώδες και σημαντικό. Να "φαίνονται" τα μαύρα σημάδια στο άσπρο χαρτί. Τα κόμματα,  οι παράγραφοι,οι τελείες, τα κεφαλαία. Να μένουν στο μάτι λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγη ζωή πριν σβήσουν.
Τρέχουμε. Κανονίζουμε ωράρια, συναντήσεις μεταχρονολογημένες, υποσχόμαστε συνευρέσεις, προγραμματίζουμε, κι ύστερα παρακαλάμε να έρθει η ώρα της συνάντησης και δε ζούμε στο τώρα αλλά θέλουμε να σπρώχνεται ο καιρός στο αύριο, στο μεθαύριο, στο μετά από μια βδομάδα. Και έρχεται η ώρα η προγραμματισμένη αλλά εμείς ούτε τότε βρισκόμαστε εκεί, έχουμε τραβήξει παραπέρα. έχουμε κάτι μεταγενέστερο προγραμματίσει και πάλι δε ζούμε αυτό που συμβαίνει, ο νους μας είναι στην επόμενη κίνηση, μελλοντική κίνηση, στην ουσία, ανύπαρκτη κίνηση. 

(Κατά καιρούς αγοράζω πακέτο τσιγάρα. Το καπνίζω όλο, ύστερα βήχω. Το αφορίζω για μήνες βρίζοντας. Ύστερα έρχεται πάλι ο καιρός που αγοράζω πακέτο τσιγάρα). 

(Κι αν δε σε νοιάζουν αυτά που γράφω, νοιάζουν εμένα κι αυτό φτάνει προς το παρόν, είπε και με κοίταζε κατάματα καθώς το έλεγε. Τόσο κατάματα που ήθελα να χαμηλώσω τα δικά μου μάτια, και δεν μπορούσα. (Ντροπιασμένη για όσα είχα ξεστομίσει πριν λίγο).

Πού θα μας πήγαινε άραγε ο καιρός εάν πειθήνια τον ακολουθούσαμε; 






Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Της ευτυχίας το μέλι



Της ευτυχίας το μέλι
γλυκό όσο πρέπει
προσαρμοσμένο στα θέλω του καθενός
εθιστικό πολύ
ατίθασο μέλι
πολλάκις αόρατο
(πολλοί έχουν, πολλοί δεν ξέρουν)
ανεκτίμητο
πηγή αρωματική που ανακουφίζει
ψυχή τε
και σώματι
και καρδίαν
δυσεύρετο μέλι
απαραλλήλιστο
βιοσυνθετικό αναγκαίο
ενοχικό αναλγητικό

της ευτυχίας το μέλι
καμπάνα δονητική
των ουρανίων σωμάτων

της ευτυχίας το μέλι
αθέατος ρυθμιστής
των μυστηρίων
του σύμπαντος.


Καραντίνας τελευταίες μέρες
Φύλακες γρηγορείτε





Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Είναι νωρίς



Ακόμα για την εποχή μας 
είμαστε αρκετά τρελλοί
όμως είναι γραμμένο πια 
το λουλούδι αυτό εμείς οι δυο 
μια για πάντα το κόψαμε
ειναι γραμμένο 
στις μέρες στο μυαλό και στα χρόνια μας
μα είναι νωρίς αγάπη μου να μιλάς για μένα και για σένα
το αδοκίμαστο δεν το αντέχουν οι άνθρωποι
κι ούτε που ξέρουμε ακόμα για πόσο 
πρέπει να πάω το αυτοκίνητο στον ηλεκτρολόγο
τι θα μαγειρέψεις σήμερα;
ανέβασα ένα βαρύ κιβώτιο στο πατάρι και πονά η μέση
λέξεις και κάθε μέρα και νωρίς και 
σήμερα δεν έχω όρεξη να σε αγκαλιάσω 
όμως σαν πέφτω στο άδειο κρεβάτι μου ξέρω ότι τα χέρια σου θα με αποκοίμιζαν
θα έπαιρναν την κούραση της μέρας
την κούραση που σε γεμίζουν οι άνθρωποι
είναι νωρίς αγαπη μου 
κοίτα τα λουλούδια
στις κόκκινες φωτογραφίες μου
είναι νωρίς, μ' ακούς;
τούτο το νωρίς να ξέρεις πως θα μας φάει, αγάπη μου
λέξεις φοβερές όπως τα νωρίς και τα αργά, τα ποτέ, τα τώρα και τα πάντα
είναι επικίνδυνες
έχουνε φάει πολύ κόσμο, να ξέρεις.
 Δεν συγκατατίθεται ποτέ ο καιρός. 
Ακόμα κι αν αγαπιούνται οι άνθρωποι. 



Υ.Γ.
Ότι μοιάζει με το Μονόγραμμα του Ελύτη είναι από το Μονόγραμμα του Ελύτη. Ό,τι άλλο, δικό μου. 



Shuntaro Tanikawa

Shuntaro Tanikawa

Είναι πρωί
Πρώτα τεντώνομαι στο κρεβάτι.
Σηκώνομαι απότομα.
Πάω για κατούρημα.
Παίρνω την εφημερίδα.
Είμαι μια μικρή μονάδα παραγωγής ενέργειας.
Η δύναμη των νεκρών φύλλων να πέφτουν …
Η δύναμη των δακρύων ενός ανήσυχου παιδιού …
Η δύναμη του εξασθενισμένου ήχου μιας άρπας των Εβραίων
Η δύναμη της περιστασιακής στίξης …
Η δύναμη του «Καλού πρωινού» …
Μια αόρατη μήτρα
ενώνει μικροσκοπικές δυνάμεις.
Είμαι ένας από αυτούς τους κόμβους.
Η γη είναι πάνω στο τραπέζι.
Παίζω ένα επίμονο παιχνίδι με τη γη.
Πίνω χυμό καρότου.
Ενεργοποιώ τον επιτραπέζιο υπολογιστή.
Παραμένω ανυπόμονος για λίγο.
Αναπάντεχες λέξεις εμφανίζονται,
έτσι, σαν φυσαλίδες.

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης

Τάσος Λειβαδίτης, 
«Καντάτα – αυτός με την Παλόμα» 


Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, 
πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, 
τα χωρατά των σπουργιτιών, 
τα σγουρά γέλια των θάμνων, 
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, 
ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; 
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα 
το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, 
πλάι στο πηγάδι 
ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του, 
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά», 
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του 
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του 
απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, 
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, 
σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα 
από κόσμο σε κόσμο. 
Απρόοπτα, 
ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, 
μακρόσυρτα σούρουπα 
με τ’ άστρα 
να τρέμουν μακριά 
σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, 
έκθαμβες ώρες, 
βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο 
που έφτανε ως τον πόνο. 
Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής 
που διαπερνούσαν σα ρίγη, 
πέρα, κει κάτου, 
κει κάτου, μακριά, 
τους βραδυνούς ορίζοντες. 

(Απόσπασμα από τη συλλογή «Καντάτα», 1960)


https://youtu.be/FItvuYc9VRw 
(Chopin, Spring Waltz)






Επειδή ήρθε.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Κρησάρα ή κόσκινο ή σήτα


Ζητάς να σου στέλνω τα κείμενά μου, αυτά που ανεβαίνουν από το υποσυνείδητο, έτσι δεν τόπες;
Κοίτα πώς σκέφτομαι:
Αυτά που έρχονται από το υποσυνείδητο παίρνουνε σχήμα και ήχο και πραγματική μορφή όταν επί χρόνια διϋλίζονται σε κρησάρα λεπρότρυπη σαν αυτή της ζωής όπου όλα περνάνε από μέσα και βγαίνουν πιο εύπλαστα από όσο ήταν αρχικά. Φτιάξε εικόνα: ένας πόνος χοντρός, ένας κόμπος που πέφτει ξαφνικά μέσα στην κρησάρα που είναι η σκέψη μου, το συναίσθημά μου ή το μυαλό μου και που  δεν μπορώ να διαχειριστώ, επειδή γαι να το διαχειριστώ πρέπει πρώτα να το καταλάβω. Αλλά για να το καταλάβω πρέπει πρώτα να το διϋλίσω.
Το υγρό που βοηθά στη διΰλιση δεν είναι άλλο από την καθημερινή ζωή. Αυτό το απλό πράγμα που λέγεται "κάθε μέρα" έχει μεγαλύτερη σημασία από όση υπολογίζουμε. Για σκέψου: λέμε ο χρόνος τα μαλακώνει όλα. Ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός. Λάθος. Το κάθε μέρα είναι αυτό που τα γιατρεύει όλα. Ο χρόνος είναι παιδί τής κάθε μέρας, απλά τη συνοδεύει παντού. Δες ένα παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι συμβαίνει ένα γεγονός που με κάνει να πονώ πολύ. Ένας χωρισμός ή κάτι βαρύτερο, δεν θέλω να μιλήσω για θάνατο, αυτό είναι το πιο βαρύ που μπορεί να συμβεί σε κάποιον, ας το αφήσουμε απέξω αν και η θεωρία του κόμπου στην κρησάρα ισχύει το ίδιο για ό, τι μπορεί να πονά και ό, τι πέφτει σαν δύσκολος κόμπος στην ανθρώπινη αντίληψή μου.
Φαντάσου τώρα ότι αυτός ο πόνος-κομπος καταλαμβάνει ξαφνικά ολες τις αισθήσεις μου. Η ισχυρή επιθυμία είναι να περάσει, κανένας πόνος δεν αντέχεται. Φαντάσου λοιπόν να έχω άπλετο χρόνο, αλλά εγώ μένω απομονωμένος σε κάποιο δωμάτιο και πονώ. Πονώ αφόρητα αλλά μένω εκεί κλεισμένος, επικεντρωμένος στον πόνο μου ενώ περιμένω ο χρόνος να τον γιατρέψει. Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο το διϋλιστικό υγρό που ονομάζεται ζωή δεν εισέρχεται. Ο κόμπος-πόνος παραμένει ανέπαφος στην κρησάρα και το ίδιο δυνατός.
Ας πάρουμε την άλλη εκδοχή. Εδώ απορρίπτεται το "ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα". Έχω τον πόνο-κόμπο στην κρησάρα μου αλλά είμαι έξω από το δωμάτιο, είμαι έξω στη ζωή. Κάποτε αγαπημένη μου έκφραση σε κάθε δύσκολη περίσταση ήταν το "η ζωή σε τραβάει από το μανίκι" και την χρησιμοποιούσα συχνά.
Πονάω λοιπόν, αλλά είμαι έξω στη ζωή, το διϋλιστικό υγρό μου. Αυτό το πολύτιμο "κάθε μέρα" με τραβάει από το μανίκι, με αποσπά. Ο πόνος κόμπος μπορεί να είναι εκεί αλλά η ζωή σταγόνα- σταγόνα πέφτει πάνω του. Κάποιος θα πει ένα αστείο, κάποιος θα μου ζητήσει κάτι, κάτι θα δω, που για κάποια φευγαλέα δευτερόπλεπτα τραβάει την προσοχή μου και ξεχνάω τον κόμπο, παρότι δεν έχει αλλάξει θέση.
Ρέοντας πάνω στον κόμπο όμως,  αυτά τα μικρά κι ασήμαντα γεγονότα καταφέρνουν να τον  μαλακώσουν τόσο, που σε λίγο ο κόμπος μπορεί να περνάει από τις τρύπες της  κρησάρας. Ωστόσο είναι πλέον διαλυμένος  σε μικρότερα κομμάτια, αποδυναμωμένος (άρα πιο εύπλαστος και  πιο ευκολοχώνευτος),  είναι πιο εύκολος να σκορπιστεί ή να διανεμηθεί  ή να ενσωματωθεί, έτσι που σχεδόν τον περισσότερο καιρό να μοιάζει (ή ακόμα και να μου γίνεται) ανύπαρκτος.
Η ζωή λοιπόν είναι το υγρό διΰλισης, το κάθε μέρα με τις υποχρεώσεις του, τις ευθύνες του, αυτό είναι που γιατρεύει τα πάντα, και όχι ο χρόνος. 
Η ζωή που σε τραβάει από το μανίκι.
Τα υπάρχοντα και αναδυόμενα από το υποσυνείδητο, λοιπόν, δεν είναι άλλο από πολλές, πολλές και άπειρα κουραστικές διϋλίσεις.
(Υ.Γ. Σε ευχαριστώ που με βοηθάς να παραληρώ αλλά και να βάζω λόγια στις σκέψεις μου).
Καλημέρα.









Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Άνοιξη


Ποτάμι ποταμάκι η άνοιξη.
Κατεβάζει τα νερά του χειμώνα ορμητικά.
Δεν με φύλαξες. Παράπονο.
Προστάτεψέ με. Εντολή.
Τι; Δεν ξέρεις; Απορία.
Ούτε να με κρατήσεις ξέρεις. Παράπονο.
Και τώρα τι θα γίνει, που, ούτε κι εγώ;
Μικρός πρίγκηπας, μοναδικό τριαντάφυλλο,
μικρές χαρακιές από νυστέρι στην κοιλιά,
υγρά που αναδύονται αλμυρά,
υγρά που εκβάλλονται από πηγές βάθους εξακοσίων στιβάδων
Τι; λάθος λέω;
Τι; δεν έχεις ακούσει τίποτα για τους προσωπικούς μας μύθους;
Αυτούς, ντε, που πιάνονται από σχεδόν ανύπαρκτα επεισόδια
και μας αρέσει να τους μεγαλώνουμε και να τους ομορφαίνουμε  στο μυαλό μας
και ύστερα, όταν τους διηγιόμαστε στους αλλους
-καλή ώρα όπως έκανε στα παραμύθια της η Χαλιμά-
οι μύθοι έχουν γίνει αληθινοί στο μυαλό μας
κι ο καθένας ξένος
-που δεν γνωρίζει την πραγματική ιστορία μας-
τους ακούει σαν αληθινούς
κι εμείς ζούμε πια με τις καινούργιες εκδοχές των μύθων μας,
τους πλάσαμε και μονάχα αυτούς ιστορούμε
τα δεινά
τα δεινά τα κρύβουμε
-τους πόνους τις νύχτες καλύτερα να τους κρύβουμε-
έτσι
μετά από καιρό
το επόμενο φθινόπωρο ίσως
θα έχουμε ξεχάσει
-ξεχάσει-
με τον ίδιο τρόπο που ξεχνάμε
ένα μικρό γυάλινο βάζο σε κάποιο ντουλάπι που δεν ανοίγει ποτέ.

Άνοιξη του 2520