Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016



Αγαπώ τους θλιβερούς ποιητές,
τους απαρηγόρητους
κάποια ουσία στο σώμα τους
με ερεθίζει
ίσως το ένζυμο της ερημιάς
ή κάποιος υφομήκυτας
με όνομα παράξενο όπως ερωτοζύνη,
τροπονίνη
ή μοναχικόνη
τους αγαπώ ανάμεσα στα σύννεφα
μισοτελειωμένων τσιγάρων
καπνισμένων στα πεταχτά
βιαζούμενοι να προλάβουν τη λέξη
η οποία, παρεμπιπτόντως,
περνά κυνικά διαφεύγουσα
έξω από τα στασίδια των νεφελωδών δωματίων
ενόσω αυτοί
αναμένουν
εντός.
Ε.Κ.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016




Χρίστος Λάσκαρης
1931-2008 

 



http://www.flytoistros.com/laskaris/laskaris-poems.php

Η αγαπημένη του εποχή
Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή -
όχι τόσο για τα φρούτα του,
όσο γι' αυτούς
τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ,
εκεί στις φτωχογειτονιές.
με τις καταβρεγμένες τους αυλές,
τα τηγανίσματα.

Μνήμη της μητέρας μου
Έρχεσαι απ' τα προχτές στα όνειρά μου:
πάνω σ' ένα κρεβάτι ν' αγωνίζεσαι.
Απόψε όμως,
καθόσουν έξω στην αυλή και μπάλωνες.
Κοιτούσα τα πληγιασμένα μπράτσα σου.
Είναι απ' τους ορούς, μου λες,
με βασανίσανε.

Τα αναφιλητά
Ξύπνησα από 'να παρατεταμένο αλύχτημα.
Λύκου θα 'τανε,
γιατ' ήτανε τόσο μοναχικό
και λυπημένο.
Δεν είχα ακόμη συνέλθει,
όταν άκουσα στη διπλανή κάμαρη,
αναφιλητά.
Ο πατέρας μου,
έκλαιγε μες στον ύπνο του.




Ετοιμασίες
Πρωί,
και μ' ετοιμάζουνε για το σχολείο.
(Η αδερφή μου χαϊδεύοντας τη σάκα μου).
Έξαφνα το σκηνικό αλλάζει:
Στη μισοφωτισμένη κάμαρη,
οι γυναίκες ετοιμάζουν τον πατέρα μου.

Στην κλινική
Την ετοίμασαν και με φώναξαν να ασπαστώ.
ήταν ένα δωματιάκι στο υπόγειο της κλινικής
καμωμένο για την περίσταση.
Ξαπλωμένη σ' ένα μαρμάρινο πάγκο,
μου φάνηκε πως κοιμόταν.
Τόσο είχε γαληνέψει.
Καθώς την κοίταζα μες στο καλό της φόρεμα
τη θυμήθηκα στο χωριό Κυριακή
που πηγαίναμε για την εκκλησία.
Τι γυρεύαμε σ' αυτό το υπόγειο!
«Μάνα», τραύλισα,
κι αναλύθηκα σε λυγμούς.

Χωρίς τίτλο
Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή.


Ελπίζουμε του χρόνου
«Του χρόνου», έγραφε, «αν είμαστε καλά
θα έρθουμε για λίγες μέρες να σας δούμε».
Μα πάντα κάτι τύχαινε κι ανέβαλλαν:
κάποια από κείνες τις δουλειές,
που δεν περιμένουνε.
«Ελπίζουμε του χρόνου, πρώτα ο θεός»,
ξανάγραφε.
Όμως διέκρινες κάποια παραίτηση,
πως είχε κουραστεί,
πως είχε κι ο ίδιος αρχίσει ν' αμφιβάλλει.

Ποτέ ξανά
Αυτό το ποίημα
ποτέ δε θα το ξαναγράψω.
Ποτέ δε θα περάσω
απ' τα ίδια φιλιά.

Μου πέρασε από το νου να αναρτήσω μια φωτογραφία του ποιητή που τον δείχνει νεώτερο. Νεώτερο. Χαμογελαστό. Το χαμόγελο της νιότης που νομίζουμε ότι μπορούμε να το κρατήσουμε έτσι ανοιχτό και γάργαρο όλα μας τα χρόνια. Προτίμησα να βάλω μια από τις τελευταίες. Είναι γέρος. Στο βίντεο δυσκολεύεται να απαγγείλει. Το χαμόγελο έχει χαθεί. Μπροστά του βλέπει το δρόμο να τερματίζει.

Σβήσε το φως
Σβήσε το φως
είναι αργά.
αργά για ο,τιδήποτε.

Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή.


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Βιβλία στο προσκέφαλο


Ψάχνοντας στα σκουπίδια.
Έμαθα να διαβάζω την εποχή του περιοδικού Ρομάντσο. Τρεις δραχμές το έβλεπα κρεμασμένο στο περίπτερο της γειτονιάς μου. Δεν τις είχα.
Στα εξώφυλλα Βουγιουκλάκη, Λόρεν, Ντελόν, Μπαρντό.
Η Χαρίκλεια, έμενε στο διπλανό προσφυγικό. Αγόραζε κάθε Τρίτη –αν θυμάμαι καλά– το περιοδικό, το διάβαζε και την επόμενη Τρίτη που κυκλοφορούσε το καινούργιο, πετούσε το παλιό στα σκουπίδια.
Εγώ, το είχα πάρει είδηση και παραφυλούσα τη λεία μου. Μόλις το έβλεπα στη σακούλα με τα σκουπίδια,  περνούσα με τρόπο, την άρπαζα και την έφερνα στην αυλή του σπιτιού μου. Ξεχώριζα  το Ρομάντσο, το ξεσκόνιζα από τίποτα χνούδια και σκόνες, ίσως και κάποια κρεμυδόφυλλα που είχαν κολλήσει στο μάτι του Κούρκουλου ή στο αυτί της Καρέζη, κι άρχιζα τη μελέτη. 
Θυμάμαι ακόμα τη γραμματοσειρά. Τα γράμματα μικρά, τα κείμενα ασφυκτικά. Οι περισσότερες διαφημίσεις δουλεμένες στο χέρι. Γελοιογραφίες που προσπαθούσα να αντιγράψω στο τετράδιο και το φωτορομάντσο στις κεντρικές σελίδες.
Στην ύλη του, τα χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου. Τα «Εύθυμα διηγήματα» του Νίκου Τσιφόρου, τα τρυφερά έργα της Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, τα «Εξωτικά διηγήματα» του Νίκου Μαράκη και τα αστυνομικά που λάτρευα και διάβαζα πρώτα από όλα, του Γιάννη Μαρή και της Αγκάθα Κρίστι.

Μια μέρα, ο  εργοδότης της μάνας μου, καθαρίζοντας τη βιβλιοθήκη του γιου του, μας χάρισε όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που να έχει διαβάσει όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Μαθαίνω από εκεί να φτιάχνω ομοιοκαταληξίες και τετράστιχα που τα πασάρω στις εκθέσεις του δημοτικού. Γίνομαι δημοφιλής.

Πηγαίνοντας γυμνάσιο, αρχίζω να παίρνω δίφραγκο για τα εισιτήρια του λεωφορείου. Όλα έβαιναν καλώς, –κι εγώ με λεωφορείο στο σχολείο–, έως την ημέρα που άνοιξε το παλαιοπωλείο βιβλίων, στην Πλατεία Χαλανδρίου, στον κεντρικό δρόμο. Από το τζάμι του λεωφορείου,  μαγεύομαι. Από εκεί και μετά, αρχίζω ποδαρόδρομο. Κρατώ τα δίφραγκα και χαζεύω στη βιτρίνα του με τις ώρες. Ήθελα να τα αποκτήσω όλα.
Μια μέρα, μπήκα μέσα δειλά. Ο παλαιοπώλης, αφού με  ρώτησε διάφορα για το ποιόν μου, μου προτείνει Κρόνιν, «Τα άγουρα χρόνια». Το ρούφηξα σε μια μέρα. Ένα φτωχό παιδί, καταφέρνει με την ισχυρή θέλησή του να γίνει μεγάλος και τρανός γιατρός. Ταυτίζομαι. Κι εγώ, κάποτε,  θα τα καταφέρω.

Την επομένη, το δίφραγκο πηγαίνει σε Στάιμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής». Την τρίτη μέρα,  Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» και «Ώρες αγάπης, ώρες πολέμου», όλα, κατά προτροπή του παλαιοπώλη.
Ξεθάρρεψα. Η πιο συχνή του –υποθέτω– πελάτισσα. Ζήτησα «Νανά» του Ζολά, που την είχε φάτσα-φόρα, προκλητικά στη βιτρίνα.
«Δεν είναι της ηλικίας σου», μου είπε. Εγώ επέμενα. Το πήρα. Μπήκα σε Ντοστογιέφσκι «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα» που εκείνη την εποχή μου φάνηκε τεράστιο και βαρετό.
«Κλέβω» από την ντουλάπα της μάνας μου τον  «Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ», του Ντ. Λώρενς και τον διαβάζω στα κρυφά. Αντιλαμβάνομαι ότι το γράψιμο μπορεί να ξυπνήσει το σώμα.
Ντ. Λώρενς

Το «Μπροστά στη λαιμητόμο», του Ουγκώ και η «Ανάστασις» του Τολστόι,   μπερδεύεται σ’ αυτή την ηλικία με τον «Δαβίδ Κόπερφιλντ» του Ντίκενς, τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Βέρν και τα παραμύθια του Αισώπου.
Καθόλου ποίηση προς το παρόν, μέχρι τη στιγμή που ο περιπτεράς της γειτονιάς –δεν θυμάμαι πώς έγινε και τι ειπώθηκε– κι ένα καλό πρωί, μου δανείζει  ποίηση, αφού με έβαλε πρώτα να ορκιστώ ότι θα προσέξω και θα επιστρέψω τα βιβλία. Μπαίνω σε άλλον κόσμο: Ξεκινάω με έναν χοντρό μαυροδεμένο τόμο: «Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη». Ο περιπτεράς,  με συνεχίζει με Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Μαβίλη, Κορνάρο, Κοτζιούλα. Ρουφάω σαν σφουγγάρι.
Η έρευνα πια, πηγαίνει μόνη της.  

Φτάνω εφηβεία και μπαίνω στον Χένρι Μίλλερ και τους τροπικούς: «Τροπικός του Αιγόκερω», «Τροπικός του Καρκίνου». Επηρεάζομαι αφάνταστα. Θαυμάζω. Αρχίζω να γράφω παραληρηματικά, –σχεδόν αυτοματικά και ολοσχερώς αποτυχημένα– μερικές συναισθηματικές ανοησίες, ορμώμενη από ζήλεια για τον τρόπο γραφής του.
Ανακαλύπτω τον Καμύ. «Πτώση», «Πανούκλα», «Ευτυχισμένος θάνατος», «Ξένος». Ανακαλύπτω Πρεβέρ και αρχίζω να διαβάζω ποίηση στα γαλλικά, με το λεξικό από δίπλα.  

Έρχεται στη ζωή μου ο Νερούντα με τα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα». Με εντυπωσιάζει τόσο, που τα μαθαίνω ολόκληρα, ενώ, αργότερα, όποτε θέλω να εντυπωσιάσω κάποιον αγαπημένο, τα απαγγέλω  μαυλιστικά, γερμένη στον –εκάστοτε– ώμο του.
«Σ' αγαπάω, χωρίς να ξέρω πώς, ούτε πότε, ούτε από πού
σ' αγαπάω έτσι ίσια, χωρίς προβλήματα ούτε αλαζονεία
έτσι σ' αγαπάω, γιατί δεν ξέρω ν' αγαπάω αλλιώς
Έτσι, μονάχα, μ' αυτό τον τρόπο, όπου ούτε είσαι, ούτε είμαι,
τόσο κοντά, που το χέρι σου πάνω το στήθος μου γίνονται ένα
τόσο κοντά, που κλείνονται τα μάτια σου με τον ύπνο μου».
Διαβάζω τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Μπρυκνέρ, το «Στο δρόμο», του Κέρουακ, πολλά του Μπουκόφσκι και Έσσε, όπου, από τον «Κλόουν» του, απομνημονεύω ολόκληρες παραγράφους
Ο Λουντέμης έρχεται να συνδράμει τις ευαίσθητες στιγμές μου. Εγώ, που είμαι διάσημη για την κακή μου μνήμη, απομνημονεύω επίσης, και δεν ξεχνώ αυτές τις παραγράφους, ποτέ. Κάποιος μου χαρίζει Καββαδία, «Μαραμπού» και «Πούσι», «Βάρδια».
Καζαντζάκης και «Καπετάν-Μιχάλης». Βρίσκω, ολόκληρο το έργο, ένα μαγικό πεζό ποίημα.




Διαβάζω Κρίστι και Πόε μετά μανίας.
Λατρεύω και ζηλεύω Τάσο Λειβαδίτη με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Μαρκές, Άτγουντ, Αλλιέντε, Κόου, εντυπωσιάζομαι με τους δρόμους της φαντασίας.
Διαβάζω τη «Νόσο του Πορτνόυ» του Ρόθ, συγκλονίζομαι από τον έξυπνο τρόπο γραφής. Το μυαλό του συγγραφέα ανοίγεται μπροστά μου. Το ίδια εντύπωση μου κάνει ο Μπάροουζ με το «Γυμνό γεύμα», καθώς και ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς, αν και, ομολογώ ανερυθρίαστα ότι στάθηκα ανίκανη να τον τελειώσω. «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου», του Ρολάν Μπαρτ. Διαβάζω, κι αλλάζω τρόπο σκέψης.


Στο προσκέφαλο, σήμερα: Γιασμίν Γκατά «Η καλλιγράφος του Βοσπόρου». «Συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας» του Πέτρου Βλαστού. (Δεν υπάρχει πιο πλούσια γλώσσα από τη δικιά μας).  «Ατέλειωτος Ιούλιος» της Ζντράφκα Εφτίμοβα. Ο «Καπετάν-Μιχάλης», Νίκου Καζαντζάκη. Αλλιέντε. 
Zdravka Evtimova


Ιζαμπέλ Αλιέντε 
Οι δύο πρώτοι τόμοι από τα «Άπαντα» του Τάσου Λειβαδίτη: «Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…»



Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016





Ο Θεός είναι Μεγάλος. Μην ακούσω αντίθετο. Μην κοιτάτε τότε με τον Αδάμ και την Εύα. Μόνο δύο άνθρωποι. Ήταν φυσικό να έχουν προσωπική επαφή μαζί Του. Όπως φυσικό είναι και τώρα -που έχουμε γίνει τόσοι πολλοί- να μην τα προλαβαίνει όλα.
Κάποτε, λοιπόν, ο Θεός άκουσε που Τον φώναζα. Πόσες φορές Τον είχα φωνάξει! Ήρθε, λοιπόν κι απλώθηκε πάνω από το σπίτι.
"Ή τα γραφτά σου, ή τα παιδιά σου!" άκουσε κάποιον να μου φωνάζει επιτακτικά και κάπως τρομακτικά.
Ο Θεός γέλασε πάνω από τη στέγη. Διότι άλλα σχέδια είχε. 

Έτσι, πολύ διακριτικά, απομάκρυνε αυτόν που έθετε το δίλημμα. 





Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Ο φίλος.

Εγκώμιον


  • Όποιος έχει φίλους δεν έχει ανάγκη από ψυχαναλυτές.
  •  Οι φίλοι είναι ο τρόπος του Θεού να ζητήσει συγγνώμη για τους συγγενείς που μας έδωσε.
  • «Ούκ έστιν ουδέν κτήμα κάλλιον φίλου.
  • Κανένας άνθρωπος δεν είναι αποτυχημένος όταν έχει φίλους.


Βικιπαίδεια: Φιλία ονομάζεται η σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων του ίδιου ή και διαφορετικού φύλου, με κύριο χαρακτηριστικό την αμοιβαία πλατωνική αγάπηαφοσίωση και κατανόηση, χωρίς κατ' ανάγκη να υπάρχει συμφέρον, κίνητρο ή ανώτερος στόχος.
Η πραγματική φιλία έχει αυτά τα 11 χαρακτηριστικά
{http://www.huffingtonpost.gr/2014/12/07/--alithini-filia-xaraktiristika_n_6274454.html}
Οι φίλοι: 
1. Πιέζουν να αποδεχτούμε τον εαυτό μας
2. Λένε πότε κάνουμε λάθος
3. Είναι παρόντες
4. Ακούνε πραγματικά
5. Μας στηρίζουν σε κάθε δυσκολία
6. Μειώνουν τα επίπεδα του στρες
7. Μας κρατούν προσγειωμένους
8. Μας προστατεύουν, ακόμα κι αν έρχονται σε δύσκολη θέση
9. Κάνουν τη φιλία προτεραιότητα
10. Συγχωρούν
11. Μας κάνουν να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι.
Οι φίλοι. Που μπαίνεις στο σπίτι τους και σου βάζουν πιάτο να φας κι ας το έχουν υπολογίσει για την άλλη μέρα, σαν τη Ρούλα. Που ξυπνάς στο σπίτι τους και σου φτιάχνουν καφέ και σου μαγειρεύουν πρωινό ενώ αυτοί το πρωί δεν συνηθίζουν να τρώνε, σαν τη Νίκη και το Βάσο. Που ξεκινάνε από Γλυφάδα σαν τη Λίτσα και το Δημήτρη, από τη Νέα Μάκρη, σαν τον Κώστα και τη Λίνα, από Χαλκίδα σαν τον Αντώνη, από Βόλο σαν την Αθηνά κι έρχονται στο Χαλάνδρι για παρουσίαση μιας ώρας ενώ η απόσταση που έχουν διανύσει έχει κρατήσει χρόνο διπλό και τριπλό. 
Μιλώ για την Αμαλία που ενώ πονάει, καταφτάνει με ένα τριαντάφυλλο στα μπαταρισμένα της χέρια κι ένα μπουκαλάκι με ευτυχία, τυλιγμένο δώρο. Μιλώ για τα υποστηρικτικά μηνύματά της σε κάθε περίοδο άγχους μου. Μιλώ για τη Νίκη που ήρθε με γάζες και στα δύο της πόδια, για τη Βαρβάρα που προσπαθούσε να πληρώσει με κάρτα τον καφέ, για τη Μαριέλα που μας φιλοξένησε όλο το καλοκαίρι με ανοιχτή καρδιά και ανοιχτό σπίτι, για τη Μαρία που κρυφά και σιωπηλά μου πρόσφερε εκείνο το ταξίδι στην Ισπανία και όχι μόνο, μιλάω για την Κατίνα που ήρθε στην πρώτη παρουσίαση της ζωής της κουβαλώντας την χρόνια υποστήριξή της, την κόρη της και την εγγονή, μιλάω για τον Κώστα που όταν τηλεφώνησα τον βρήκα ανεβασμένο στην ελιά και που επέστρεψε, πήρε τη φωτογραφική του και ήρθε. Μιλάω για την Ειρήνη τη γυναίκα του που δεν του γρίνιαξε ποτέ: "βαριέμαι που πάμε στην ίδια παρουσίαση πάλι" και καταφτάνει με το παλτό στα χέρια. Για τη Στέλλα και το Νίκο από το Πόρτο Ράφτη. Για τη Νικούλα της Αμαλίας που μου στέλνει γραπτά. Για τη Λίνα που προβλέπαμε μεταξύ τσικουδιάς και νύχτας τα μελλούμενα, τη Μαριανίκη που μελέτησε τα μυστικά του βιβλίου, τη Σοφία που μου δάνεισε χρήματα όταν δεν είχα, τη Γλυκερία που πάντα νοιάζεται να μάθει αν είμαι καλά, ξεχνώντας να διηγηθεί τα πονεμένα δικά της. Για τον Γιώργο που καταφτάνει από Ερέτρια για να μου φτιάξει το καλοριφέρ με τα καλά του ρούχα σε σακούλα, μήπως και βγούμε το βράδυ, που ποτέ δεν γίνεται.Για την Κωνσταντίνα που ζητά πληρωμή μόνο μια αγκαλιά και καθώς αγκαλιάζει ψιθυρίζει "είμαστε φίλες, δεν είμαστε;"  Για τον Στέφανο και την Αργυρώ, τους αγγέλους που κατοικούν στις Λεύκες, σ' εκείνο το σπίτι των ανέμων που αγκαλιάζει το πέλαγο. Για τον Φίλιππο που έρχεται από τις Σέρρες και κλαίει στην αγκαλιά μου, (άραγε για το μέλλον ή για το παρελθόν;) τον Φώτη  που μου ετοίμασε όλη την Θεσσαλονίκη και που τα πρωινά άπλωνε μπροστά μου ζεστές τηγανίτες με μέλι και κέικ και πορτοκαλάδες και ό, τι μπορείς να φανταστείς, γιατί ήτανε λέει, "οι δικές μου μέρες στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε να τις φχαριστηθώ", που μου κανόνιζε εμφάνιση στην τηλεόραση κι ύστερα με περίμενε να τελειώσω το κομμωτήριό μου, άσχετα με το πόσο βαριόταν ή πόσες δουλειές τον περίμεναν. Για τον Χάρη που μάζεψε ολόκληρο team από το Κιλκίς και ήρθε. Για τον Γιάννη και τον Χρήστο που μου στέλνουν φωτογραφίες με το βιβλίο. Γιατί κάθε μικρή επαφή ξυπνάει στη μνήμη μας χίλιες ωραίες ώρες. Για την Όλγα που ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Για τη Σοφία κι ας μην προλάβαμε να μιλήσουμε ως συνήθως για τα αισθηματικά μας, ούτε για τρέχοντα καλλιτεχνικά. Για το Νίκο που κόντευε να τελειώσει το βιβλίο πριν ακόμα αρχίσουμε.Για τον Αντώνη που ήρθε χαρούμενος γιατί εκδίδει την ποιητική του συλλογή στο Μελάνι.  Για το Νώντα που γράφει. Για την Κική μου που γράφει επίσης και που έτρεξε με μια γλάστρα κυκλάμινα στο χέρι. Που είναι τρυφεροί, δοτικοί, πονεμένοι, σημαδεμένοι αλλά είναι πάντα μπροστά στα μάτια μου. 
Για εσάς. Που κρατώ σαν πολύτιμα. 
Επιτρέψτε μου να συγκινηθώ όσο θέλω.
Γιατί μιλώ για τους ανθρώπους της καρδιάς μου.
Γιατί μιλώ για τους φίλους μου.



Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016


Κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς




Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που νομίζουν πως όλοι οι άλλοι τους χρωστάνε. Νομίζουν επίσης πως πρέπει όλοι οι άλλοι να τους κάνουν δώρο τα βιβλία τους, ώρες από τη ζωή τους,  προσφιλή αντικείμενα και ψυχικά δώρα. Από την άλλη μεριά, όταν ζητιέται από αυτούς να σου χαρίσουν κάτι δικό τους πάντα το αντικείμενο ή ο χρόνος που τους ζητάς είναι τόσο πολύτιμος που δεν μπορούν να το αποχωριστούν (το αντικείμενο που ζητάς κρύβει πολλές αναμνήσεις) ή ο χρόνος που νομίζεις πως δικαιωματικά σου ανήκει (αφού εσύ έχεις σπαταλήσει ώρες και ώρες ψυχολογικής και όχι μόνο υποστήριξης), οι άνθρωποι αυτοί, δεν μπορούν να σου παραχωρήσουν ούτε ένα λεπτό γιατί αυτά που έχουν να κάνουν στις δυο ώρες που τους ζητάς, είναι σπουδαιότερα, καλύτερα, ενδιαφέροντα, αναγκαία, λίαν ζωτικά. Θα μπορούσε κανείς να θυμώσει βλέποντας με τη στενή έννοια τα πράγματα. Και η αλήθεια είναι ότι  πρώτη αντίδραση είναι ο θυμός. Μόλις καταλαγιάσει η πρώτη αντίδραση (η οποία είναι απολύτως φυσιολογική) έρχεται στο νου η απλή σοφή παροιμία του παππού μου: "Κουκιά τρώει, κουκιά μαρτυράει" και κάθε θυμός πάει περίπατο.
Γιατί; Γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει τόσα, όσα. Και κανένα νοήμων ον δεν έχει δικαίωμα να ζητά από ένα άλλο περισσότερα από όσα διαθέτει. Αν για παράδειγμα κάποιος έχει στην τσέπη του ένα δίφραγκο αν εσύ του ζητήσεις τρία, δεν έχει να στα δώσει. Γύρισέ τον ανάποδα, άδειασε τις τσέπες του,  γδάρε τον, βασάνισέ τον,  κρέμασέ τον. Ό, τι κι αν κάνεις, αφού δεν έχει περισσότερα, δεν μπορεί να σου δώσει.
Έτσι σκέφτομαι για τον αγαπημένο φίλο. Μέχρι εκεί μπορεί. Η ζωή, δίφραγκο έβαλε στις τσέπες του. Είναι κουταμάρα να επιμένει κάποιος για περισσότερα.
Γιατί, ο άνθρωπος, δεν έχει.




Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016


Τον εν ερήμω ποταμόν
Και ορόσον εν καμίνω
Και όμβρον εκ Παρθένου ιδών ο Ιωάννης, φόβω εταράχθη.

Ρωμανός ο Μελωδός



Είναι κάποιες μέρες που κάποιοι άνθρωποι περιμένουν πολλά από σένα κι  εσύ, φιλαράκι, δεν έχεις καθόλου όρεξη να αντιμετωπίσεις τίποτα, το καλοριφέρ στάζει (στάζει μοναξιά ή στάζει θλίψη)  η βρύση στο μπάνιο δεν θέλει να φτιάξει, η βρύση του μυαλού σου έχει στερέψει κι  όπως βλέπεις, με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένος, να το κοιτάξεις, αυτό, καημένε μου, ακόμα και η γραμματοσειρά παίζει παιχνίδια με τον Ερμή τον ανάδρομο, και ξαφνικά  μικραίνει, ένας φίλος στο νοσοκομείο, η καλύτερη φιλενάδα σου από πάνω του για να τον σώσει, να του συμμαζέψει τα σπασμένα του κόκαλα, κι εσύ, φιλαράκι, ξυπνάς ξεμαλλιασμενος το πρωί και, ανακατεύοντας τον καφέ σου στο μπρίκι, αναρωτιέσαι, είσαι ή δεν είσαι μόνος τελικά, γιατί μαζί με το καλοριφέρ που πλημμυρίζει το πάτωμα, να σου και τα υπαρξιακά, πλημμύρα αόρατη, ίδιο ενοχλητική με την άλλη, ζουζούνισμα μύγας στα αυτιά, τριγύρω στο δωμάτιο, πάνω από το κεφάλι, ταβάνι, μπάνιο, κουζίνα, ψυγείο, παντού, δεν ξεφεύγεις, και ψάχνεις παράθυρο. Να ανοίξεις. Να πάει στο διάολο η κωλόμυγα. Γαμώτο. Να ησυχάσεις.
Είναι κάποιες μέρες που νιώθεις τη ζωή σου να στάζει σαν το σωλήνα του καλοριφέρ. Παρακολουθείς. Στάλα στάλα στο πάτωμα. Κι εσύ,φιλαράκι, δεν έχεις κουράγιο να τη μαζέψεις.