Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Βιβλία στο προσκέφαλο


Ψάχνοντας στα σκουπίδια.
Έμαθα να διαβάζω την εποχή του περιοδικού Ρομάντσο. Τρεις δραχμές το έβλεπα κρεμασμένο στο περίπτερο της γειτονιάς μου. Δεν τις είχα.
Στα εξώφυλλα Βουγιουκλάκη, Λόρεν, Ντελόν, Μπαρντό.
Η Χαρίκλεια, έμενε στο διπλανό προσφυγικό. Αγόραζε κάθε Τρίτη –αν θυμάμαι καλά– το περιοδικό, το διάβαζε και την επόμενη Τρίτη που κυκλοφορούσε το καινούργιο, πετούσε το παλιό στα σκουπίδια.
Εγώ, το είχα πάρει είδηση και παραφυλούσα τη λεία μου. Μόλις το έβλεπα στη σακούλα με τα σκουπίδια,  περνούσα με τρόπο, την άρπαζα και την έφερνα στην αυλή του σπιτιού μου. Ξεχώριζα  το Ρομάντσο, το ξεσκόνιζα από τίποτα χνούδια και σκόνες, ίσως και κάποια κρεμυδόφυλλα που είχαν κολλήσει στο μάτι του Κούρκουλου ή στο αυτί της Καρέζη, κι άρχιζα τη μελέτη. 
Θυμάμαι ακόμα τη γραμματοσειρά. Τα γράμματα μικρά, τα κείμενα ασφυκτικά. Οι περισσότερες διαφημίσεις δουλεμένες στο χέρι. Γελοιογραφίες που προσπαθούσα να αντιγράψω στο τετράδιο και το φωτορομάντσο στις κεντρικές σελίδες.
Στην ύλη του, τα χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου. Τα «Εύθυμα διηγήματα» του Νίκου Τσιφόρου, τα τρυφερά έργα της Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, τα «Εξωτικά διηγήματα» του Νίκου Μαράκη και τα αστυνομικά που λάτρευα και διάβαζα πρώτα από όλα, του Γιάννη Μαρή και της Αγκάθα Κρίστι.

Μια μέρα, ο  εργοδότης της μάνας μου, καθαρίζοντας τη βιβλιοθήκη του γιου του, μας χάρισε όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που να έχει διαβάσει όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Μαθαίνω από εκεί να φτιάχνω ομοιοκαταληξίες και τετράστιχα που τα πασάρω στις εκθέσεις του δημοτικού. Γίνομαι δημοφιλής.

Πηγαίνοντας γυμνάσιο, αρχίζω να παίρνω δίφραγκο για τα εισιτήρια του λεωφορείου. Όλα έβαιναν καλώς, –κι εγώ με λεωφορείο στο σχολείο–, έως την ημέρα που άνοιξε το παλαιοπωλείο βιβλίων, στην Πλατεία Χαλανδρίου, στον κεντρικό δρόμο. Από το τζάμι του λεωφορείου,  μαγεύομαι. Από εκεί και μετά, αρχίζω ποδαρόδρομο. Κρατώ τα δίφραγκα και χαζεύω στη βιτρίνα του με τις ώρες. Ήθελα να τα αποκτήσω όλα.
Μια μέρα, μπήκα μέσα δειλά. Ο παλαιοπώλης, αφού με  ρώτησε διάφορα για το ποιόν μου, μου προτείνει Κρόνιν, «Τα άγουρα χρόνια». Το ρούφηξα σε μια μέρα. Ένα φτωχό παιδί, καταφέρνει με την ισχυρή θέλησή του να γίνει μεγάλος και τρανός γιατρός. Ταυτίζομαι. Κι εγώ, κάποτε,  θα τα καταφέρω.

Την επομένη, το δίφραγκο πηγαίνει σε Στάιμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής». Την τρίτη μέρα,  Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» και «Ώρες αγάπης, ώρες πολέμου», όλα, κατά προτροπή του παλαιοπώλη.
Ξεθάρρεψα. Η πιο συχνή του –υποθέτω– πελάτισσα. Ζήτησα «Νανά» του Ζολά, που την είχε φάτσα-φόρα, προκλητικά στη βιτρίνα.
«Δεν είναι της ηλικίας σου», μου είπε. Εγώ επέμενα. Το πήρα. Μπήκα σε Ντοστογιέφσκι «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα» που εκείνη την εποχή μου φάνηκε τεράστιο και βαρετό.
«Κλέβω» από την ντουλάπα της μάνας μου τον  «Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ», του Ντ. Λώρενς και τον διαβάζω στα κρυφά. Αντιλαμβάνομαι ότι το γράψιμο μπορεί να ξυπνήσει το σώμα.
Ντ. Λώρενς

Το «Μπροστά στη λαιμητόμο», του Ουγκώ και η «Ανάστασις» του Τολστόι,   μπερδεύεται σ’ αυτή την ηλικία με τον «Δαβίδ Κόπερφιλντ» του Ντίκενς, τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Βέρν και τα παραμύθια του Αισώπου.
Καθόλου ποίηση προς το παρόν, μέχρι τη στιγμή που ο περιπτεράς της γειτονιάς –δεν θυμάμαι πώς έγινε και τι ειπώθηκε– κι ένα καλό πρωί, μου δανείζει  ποίηση, αφού με έβαλε πρώτα να ορκιστώ ότι θα προσέξω και θα επιστρέψω τα βιβλία. Μπαίνω σε άλλον κόσμο: Ξεκινάω με έναν χοντρό μαυροδεμένο τόμο: «Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη». Ο περιπτεράς,  με συνεχίζει με Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Μαβίλη, Κορνάρο, Κοτζιούλα. Ρουφάω σαν σφουγγάρι.
Η έρευνα πια, πηγαίνει μόνη της.  

Φτάνω εφηβεία και μπαίνω στον Χένρι Μίλλερ και τους τροπικούς: «Τροπικός του Αιγόκερω», «Τροπικός του Καρκίνου». Επηρεάζομαι αφάνταστα. Θαυμάζω. Αρχίζω να γράφω παραληρηματικά, –σχεδόν αυτοματικά και ολοσχερώς αποτυχημένα– μερικές συναισθηματικές ανοησίες, ορμώμενη από ζήλεια για τον τρόπο γραφής του.
Ανακαλύπτω τον Καμύ. «Πτώση», «Πανούκλα», «Ευτυχισμένος θάνατος», «Ξένος». Ανακαλύπτω Πρεβέρ και αρχίζω να διαβάζω ποίηση στα γαλλικά, με το λεξικό από δίπλα.  

Έρχεται στη ζωή μου ο Νερούντα με τα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα». Με εντυπωσιάζει τόσο, που τα μαθαίνω ολόκληρα, ενώ, αργότερα, όποτε θέλω να εντυπωσιάσω κάποιον αγαπημένο, τα απαγγέλω  μαυλιστικά, γερμένη στον –εκάστοτε– ώμο του.
«Σ' αγαπάω, χωρίς να ξέρω πώς, ούτε πότε, ούτε από πού
σ' αγαπάω έτσι ίσια, χωρίς προβλήματα ούτε αλαζονεία
έτσι σ' αγαπάω, γιατί δεν ξέρω ν' αγαπάω αλλιώς
Έτσι, μονάχα, μ' αυτό τον τρόπο, όπου ούτε είσαι, ούτε είμαι,
τόσο κοντά, που το χέρι σου πάνω το στήθος μου γίνονται ένα
τόσο κοντά, που κλείνονται τα μάτια σου με τον ύπνο μου».
Διαβάζω τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Μπρυκνέρ, το «Στο δρόμο», του Κέρουακ, πολλά του Μπουκόφσκι και Έσσε, όπου, από τον «Κλόουν» του, απομνημονεύω ολόκληρες παραγράφους
Ο Λουντέμης έρχεται να συνδράμει τις ευαίσθητες στιγμές μου. Εγώ, που είμαι διάσημη για την κακή μου μνήμη, απομνημονεύω επίσης, και δεν ξεχνώ αυτές τις παραγράφους, ποτέ. Κάποιος μου χαρίζει Καββαδία, «Μαραμπού» και «Πούσι», «Βάρδια».
Καζαντζάκης και «Καπετάν-Μιχάλης». Βρίσκω, ολόκληρο το έργο, ένα μαγικό πεζό ποίημα.




Διαβάζω Κρίστι και Πόε μετά μανίας.
Λατρεύω και ζηλεύω Τάσο Λειβαδίτη με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Μαρκές, Άτγουντ, Αλλιέντε, Κόου, εντυπωσιάζομαι με τους δρόμους της φαντασίας.
Διαβάζω τη «Νόσο του Πορτνόυ» του Ρόθ, συγκλονίζομαι από τον έξυπνο τρόπο γραφής. Το μυαλό του συγγραφέα ανοίγεται μπροστά μου. Το ίδια εντύπωση μου κάνει ο Μπάροουζ με το «Γυμνό γεύμα», καθώς και ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς, αν και, ομολογώ ανερυθρίαστα ότι στάθηκα ανίκανη να τον τελειώσω. «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου», του Ρολάν Μπαρτ. Διαβάζω, κι αλλάζω τρόπο σκέψης.


Στο προσκέφαλο, σήμερα: Γιασμίν Γκατά «Η καλλιγράφος του Βοσπόρου». «Συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας» του Πέτρου Βλαστού. (Δεν υπάρχει πιο πλούσια γλώσσα από τη δικιά μας).  «Ατέλειωτος Ιούλιος» της Ζντράφκα Εφτίμοβα. Ο «Καπετάν-Μιχάλης», Νίκου Καζαντζάκη. Αλλιέντε. 
Zdravka Evtimova


Ιζαμπέλ Αλιέντε 
Οι δύο πρώτοι τόμοι από τα «Άπαντα» του Τάσου Λειβαδίτη: «Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου