Σήμερα θυμήθηκα τους τρεις θείους.
Ο ένας που ζούσε πιο κοντά μου ήταν τόσο περήφανος για μένα επειδή ήμουν έξυπνη και όμορφη, που ήθελε να είμαι κόρη του. Είχαμε τα ίδια μάτια, τα ίδια χρώματα. Μια μέρα ήμουνα δεν ήμουνα δώδεκα- δεκατρίω χρονώ βγήκα στο πεζοδρόμιο με σορτσάκι και μου έκανε παρατήρηση. Να μη βγαίνω με τα πόδια έξω. Μία ώρα με συμβούλευε και καλά, εγώ να τρώγωμαι και να θέλω να σταματήσει να μη μιλάει πια, σιχαίνομαι να με μαλώνουν και επιπλέον καθόλου κακό δεν έβρισκα το να φοράω σορτσάκι το καλοκαίρι- κι εκείνος με έπρηξε τόσο που ακόμα όταν φέρνω στο νου μου εκείνη τη στιγμή, με πιάνει η ίδια δυσφορία.
Με αγαπούσε πολύ ωστόσο... Στο γάμο μου εκτός από τις πετσέτες που μου έστειλε δώρο οι γυναίκα του και θεία μου, εκείνος μου έχωσε στο χέρι ένα πεντοχίλιαρο στα κρυφά. Από εκεί και πέρα ερχόταν σπίτι μας και πήγαινα κι εγώ πολλές φορές στο δικό του.
Τον είδα τελευταία φορά στο νοσοκομείο. Μια λευχαιμία τον έστειλε στα γρήγορα. Μπήκα με μάσκα. Μιλήσαμε. Ένιωθε αδύναμος. Ο βράχος μου. Ο πατέρας αντί για τον πατέρα μου.
"Άντε, φύγε, τώρα," μου είπε. "Πήγαινε... Θέλω να κοιμηθώ... Μονάχα όταν κοιμάται ξεκουράζεται ο άνθρωπος".
Λέξη λέξη αυτά είπε.
Τρόμαξα πολύ τα λόγια του. Τα θεώρησα σημαδιακά.
Την άλλη μέρα, η ξαδέρφη μας πήρε τηλέφωνο.
"Ο πατέρας μου έφυγε", είπε.
"Κοιμήθηκε", έπρεπε να της πω εγώ.
Ποτέ δεν το είπα.
Υ.Γ. Τα τσιγγανάκια μου χτυπάνε το κουδούνι .Θέλουν να πουν τα κάλαντα των Φώτων. Τα καημένα τα κάλαντα τα κατακρεουργούνε. Τα άφησα να χτυπάνε γιατί στην τσάντα μου είχα μόνο είκοσι λεπτά. Ντράπηκα να τους δώσω μόνο τόσα. Έτσι κι αλλιώς την πρωτοχρονιά τους έδωσα μπόλικα. Παρόλα αυτά, νιώθω κάπως ένοχη. Φαντάζομαι την απογοήτευσή τους που δεν άνοιγα. Δεν θέλω να στενοχωρώ κανέναν. Ούτε τα τσιγγανάκια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου