Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Ο Άρης







Γιατί πρέπει να αφορίσεις ένα ένα εκείνα που σε πλήγωσαν





Ξυπνούσα το πρωί και τον έβρισκα μπροστά στην πόρτα μου. Καθισμένος στο πεζοδρόμιο με το μπλου τζιν, τα σγουρά μαλλιά, τα λίγο σκιστά μάτια. Με τα καθαρά χέρια των δεκαοχτώ. Περνούσα το κατώφλι μου ασυγκίνητη, σκληρή. Έκρυβε τότε τα μάτια -με εκείνα τα χέρια των δεκαοχτώ- κι έκλαιγε πίσω μου. 
"Περίμενε", έκλαιγε."Μια στιγμή, να σου πω..."
Τα δάκρυά του απόμειναν ποτισμένα στο πεζοδρόμιο. Ιδού η ρίζα της κατάρας.


Οι παπάδες μας τέλειωσαν...

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Ο Μιχάλης



Γιατί πρέπει να αφορίσεις ένα ένα εκείνα που σε πλήγωσαν





  • Σε μισώ. Η κόλαση μαζί σου είναι χειρότερη από αυτήν που διαδίδεται πως υπάρχει. Στην αιώνια Κόλαση θα καίγεται μονάχα το δικό μου κορμί, θα λιώνει μονάχα η δική μου ψυχή. Από τη δικιά σου κόλαση αναγκάζομαι να προστατέψω τις ψυχές των παιδιών μου. Από τη φωτιά στο δέρμα, τη στάχτη στα πνευμόνια, την καπνιά που δηλητηριάζει το μυαλό, από σένα το δαίμονα. 



  • Εκείνα τα πουλιά τα θυμάσαι; Εκείνα,ναι, που μέσα στα κλουβιά τους, τα καταδίκασα εις θάνατον. Εσένα καταδίκαζα. Τον έρωτα. Την αγάπη. Χωρίς νερό στο κλουβί. Εγώ. Πέθαινα. Σκότωσα. 







Οι παπάδες μας τέλειωσαν...









Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Οι φακές

Οι φακές της αδελφής μου



Μπορώ να γράψω ολόκληρο μυθιστόρημα για τη μαγειρική της αδελφής μου. 
Θα μπορούσα να περιγράφω ώρες. 
Η γυναίκα, έχει απογειώσει τη μαγειρική. Φτιάχνει παστίτσιο και σου έρχεται στο νου γαλακτομπούρεκο. Φτιάχνει μακαρόνια με κιμά και θυμάσαι το κανταΐφι. Φτιάχνει φασολάδα και χάνεις τη μνήμη σου. Η μαγειρική της αδελφής μου, σου ταράζει τα δεδομένα. Χρειάζεσαι ανακατατάξεις στον εγκέφαλο. 

Καθαρή Δευτέρα κι έχω τραπέζι σπίτι μου σε μπόλικους φίλους. Ο καθένας μπαίνει φορτωμένος με κάτι φαγώσιμο.Η αδελφή μου κουβαλάει γαριδομακαρονάδα! Οι γαρίδες μέσα από το πυρέξ χοντρές, κόκκινες, προκλητικές! Όνειρο! Τρελαίνομαι για γαρίδες. Όλοι, νομίζω. 
Λέω από μέσα μου: "Δεν θα φάω τίποτα άλλο, παρά μόνον αυτό!" 

Είπα. Ίσαμε τη στιγμή που άνοιξε το καπάκι. Η κανέλα! Αχ! Η κανέλα! 
"Κανέλα στις γαρίδες;" αναρωτιέμαι προς στιγμήν.  "Θα την αντέξω την άτιμη την κανέλα! Γαρίδες, εδώ!" απαντώ στον εαυτό μου θαρραλέα. Να ήταν μόνο αυτό, ω, δυστυχία μου; Σερβίρω δειλά. Πρώτη μπουκιά. Τελευταία. Η ζάχαρη! Αχ! Στις γαριδούλες, ζάχαρη! 
Πώς μπορεί η ζάχαρη να σκοτώσει τόσες ανθρώπινες προσδοκίες! 





Οι φακές λοιπόν. Ας επανέλθω. 
Έχω φακόρυζο, με λέει ψες. Λιώμα από δουλειά, κι έχω στο σπίτι τεσσάρων ημερών μακαρόνια. "Δέχομαι". I do. Φακούλες φρέσκες. Με ρυζάκι που, όσπριο με ρύζι, απελευθερώνει βιταμίνες κλπ. κλπ. Λίγα ξέρω, λίγα λέω. 
Σερβίρει. Παρατηρώ ότι το ρύζι δεν είναι ρύζι αλλά μανέστρα βαφτισμένη ρύζι. 
"Κάποιο λόγο θα έχει για τα βαφτίσια", σκέφτομαι μέσα μου. 
Μου παραδίδει το πιάτο στο χέρι και μια υποψία γνωστής μυρωδιάς διαπερνά τα ρουθούνια: Κανέλα; Με την πρώτη μπουκιά η υποψία γίνεται πραγματικότητα. Δεν έχω επιλογή. Μακαρόνια μπαγιάτικα σπίτι, και κούραση άπειρη.  Αδιαπραγμάτευτες καταστάσεις. Αρχίζω να τρώω. ΚΑΙ ζάχαρη; Και οι κουρασμένοι, και οι καταπιεσμένοι έχουν όρια, αδελφέ! 
"Έχεις βάλει κανέλα;" τολμώ και την κοιτώ στα μάτια. 
Μου γυρίζει βλέμμα υποτιμητικό, ενώ σηκώνει το ΈΝΑ φρύδι. Αυτό που πετυχαίνει με το ένα φρύδι, πόσες πρόβες έχω κάνει για να το καταφέρω, αδύνατον!  
Καταπίνω αμίλητη υπό την απειλή. 
"Πάντα βάζω κανέλα", λέει και το φρύδι είναι έτοιμο να με χτυπήσει. "Όπου βάζω ντομάτα, βάζω και κανέλα". 
Καταπίνω εγώ με χαμηλωμένα μάτια. 
"Κρίμα που δεν τη χωνεύεις!" συνεχίζει. 
 Όπα!

"Την αγαπώ την κανέλα", τολμώ να αντισταθώ, έχοντας άλλο φόβο αυτή τη φορά: μήπως προσβληθεί η κανέλα. Ναι. Η κούραση παίζει άσχημα παιχνίδια. 
"Την αγαπώ πολύ. Πίνω τσάι με κανέλα, σοκολάτα με κανέλα, έχω πιει καφέ με κανέλα, καπουτσίνο με κανέλα, ρυζόγαλο, μοσχάρι κοκκινιστό, λαγό στιφάδο, μουσταλευριά, κουλουράκια κανέλας", αρχίζω να ψάχνω κι άλλα στο μυαλό μου, απελπισμένα. 
"Αλλά στις φακές...  Νομίζω δεν πάει σε όλα τα φαγητά..."  
"Εγώ βάζω παντού", κλείνει την κουβέντα το σηκωμένο φρύδι κι ανατριχιάζω. 

Εγώ τώρα, την έφαγα τη φακομανέστρα. Έφαγα και δυο παξιμάδια.  Κι ελίτσες πράσινες. Με αλάτι αυτές. Είπα ευχαριστώ. Το φρύδι με κοίταξε με συμπάθεια. Ωραία. Χόρτασαν οι πεινασμένοι. Ωστόσο...
Σαν έρθει η ώρα να φτιάξετε φασολάδα ή φακές, μη βάλετε κανέλα. Γνώμη μου. 




Κουτσοφλέβαρος... Τι περιμένεις;








Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Τι είναι αυτό που σε έχει διαλέξει


Τι είναι αυτό που σε έχει διαλέξει




Έλα... 
Ξυπνάς το πρωί με διάθεση εξομολογητική... 
Χίλιες ιδέες ρομαντικές. 
Ποιητικές φράσεις. 
Έτοιμα λόγια μαγειρεμένα στον ύπνο σου...
Τι είναι αυτό που έρχεται χωρίς να το έχεις ζητήσει και χωρίς να το περιμένεις; Τι είναι αυτό που σε επιλέγει με τεντωμένο δάχτυλο και δεν ξεφεύγεις όπου κι αν κρυφτείς;
Κοίτα.



Παρακολούθησα προχτές μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση όπου έπαιζε μια φίλη. Το σενάριο καλό, τα κοστούμια υπέροχα, οι ηθοποιοί -εκτός κάποιων εξαιρέσεων- καλοί. 
Ξαφνικά μπαίνει στη σκηνή μία ηθοποιός εβδομήντα και βάλε. Κρατάει μπαστούνι και κουτσαίνει από το ένα πόδι. Στέκεται στη μέση της σκηνής και:  ω του θαύματος!  
Ανοίγει το στόμα της και σκεπάζει τα πάντα! Άρχισε να μιλάει και βρόντηξε ο τόπος κι άστραψε!  Το θεατρικό κοινό -το θέατρο γεμάτο- κρεμάστηκε άλαλο από αυτά τα χείλη κι αυτή τη φωνή! Ήξερε να μιλάει, ήξερε να αρθρώνει, ήξερε να αναπνέει, ήξερε να παίζει! 
Συνεπήρε τους πάντες. Ύστερα, άφησε τη σκηνή και πάλι κουτσαίνοντας. Άφησε κι εμάς μαγεμένους κι άδειους. 
Ρώτησα τη φίλη ηθοποιό γι'  αυτό το θαύμα που συνέβηκε την ώρα της παράστασης. Η γυναίκα ήταν μια αποκάλυψη κι ωστόσο άγνωστη στον θεατρικό χώρο.




Η ιστορία έχει ως εξής: 
Η ηθοποιός, για να συμμετάσχει στις πρόβες και την παράσταση ερχόταν από απομακρυσμένο προάστιο της Αθήνας, αναγκασμένη να αλλάζει τρία λεωφορεία.  Επιπλέον ερχόταν κρυφά από τον άνδρα της ο οποίος την ζηλεύει και δεν της επιτρέπει να παίζει. Κι ακόμα κάτι: την επομένη της παράστασης είχε ραντεβού για εγχείρηση στο πόδι...



Και μου θύμισε τα δικά μου καμώματα και τη δική μου ιστορία, όπου ο πρώην άντρας μου επέμενε να κάψω τα γραφτά μου στη μέση του σαλονιού, να δει ιδίοις όμμασι τις στάχτες. 
Κι εγώ έγραφα κρυφά κι έδινα τα γραφτά μου σε φίλους, να τα φυλάνε. 
Τέτοια καμώματα... 


Άκου λοιπόν, καλέ μου, να μαθαίνεις... 
Η φωτιά που έχει ο καθένας μέσα του, τον καίει ολόκληρο. Αυτή τη φωτιά, κανένας από τους έξω δεν έχει δύναμη να τη σβήσει. 
Μη δοκιμάσεις καν. Ο χαμένος εσύ θα είσαι. 
Αν αγαπάς τον άλλο, το μόνο που πρέπει να κάνεις, σαν δεις πως υπάρχει φλόγα, είναι να ρίχνεις καύσιμο υλικό... Μονάχα έτσι η φωτιά του άλλου θα ζεσταίνει κι εσένα... 
Μη δοκιμάσεις καν... 
                                           Αυτό σου λέω.







Στα αγόρια...

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Το δώρο


Το δώρο 





Θυμάσαι που σου ζήταγα να μου αγοράσεις κάτι που να μπορώ να το φορώ επάνω μου όλη μου τη ζωή; Θυμάσαι; 
Θυμάσαι που έλεγα πως ήθελα να έχω κάτι δικό σου που θα με κάνει να σε θυμάμαι ακόμα κι όταν δεν θα είμαστε μαζί;

Μου το είχες κάνει το δώρο. Μονάχα εγώ, άργησα να το καταλάβω. Είδα ξαφνικά! Λες και ήρθες στον ύπνο και μου το θύμισες. Ολοφάνερα μπροστά μου το είχα! 
Ήδη το φορούσα κατάσαρκα. 

Τώρα, δεν μπορώ πια να πάψω να το φορώ: ολόκληρη η υπόλοιπη ζωή μου, μαζί του. (Μαζί σου). 

Είναι το παιδί που μου χάρισες. Οι δυο μας έχουμε ένα παιδί. Είναι δικό σου και το ξέρεις. Το ξέρεις, ε; 

Δεν με νοιάζει που το  μεγαλώνω μόνη μου. Ούτε που ζούμε σε απόσταση. Ξέρω πως κάθε φωνή του την ακούς. Πότε χαίρεσαι, πότε λυπάσαι. Κι αυτό το βλέπω. 
Εγώ όμως... Εγώ η τυχερή, όποτε το κρατώ στα χέρια μου είναι σαν να  κρατώ εσένα. Εσένα βλέπω πίσω από το φακό του, εσύ οπλίζεις το χέρι. Κάθε κλικ που κάνω, κάθε εικόνα που βλέπω μέσα από τα μάτια του, κάθε χρώμα που διαπερνά το φακό του, είναι δικό σου χρώμα. Κάθε εικόνα είναι εικόνα που θα ήθελα να δεις. Ο ήχος του κλείστρου είναι λίγο από τη φωνή σου. 


Θυμάσαι τη χαρά μου όταν μου το ακούμπησες για πρώτη φορά στα χέρια; Θυμάσαι;
Το πρώτο χάδι του από σένα το πήρε. Θα σου ράψω μου είπες κι ένα παλιό μου εσώρουχο στον ώμο της θήκης για να μη σε κόβει όταν το κουβαλάς... Το μωρό μας που για πάντα θα μας δένει. Το ξέρεις. Κι ό, τι έχει κάνει μέχρι τώρα, κι ό, τι θα κάνει από εδώ κι εμπρός -μεγαλώνει ξέρεις- δικό σου κομμάτι θα είναι... 
Το ξέρεις. 





Φαντασιοπληξίες πλήττουν πλήθη, ως και μεμονωμένα άτομα...

















Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Μαθήματα φλερτ (για αρχάριους και προχωρημένους)







Μαθήματα φλερτ 
(για αρχάριους και προχωρημένους)

Πάει καιρός που θέλω να γράψω για ένα θέμα που εμένα μου φάνηκε αστείο. Σήμερα που η Γεναριάτικη βροχή τα δίνει όλα, είπα να καθαρογράψω και να πετάξω μερικά από τις εκατοντάδες χαρτιά που σημειώνω και σκορπίζω παντού μέσα στο σπίτι, από μπάνιο ίσαμε κουζίνα. Παντού αποτυπώματα. 
Σε κάποια από όλα, πέτυχα σημειώσεις με θέμα ευγενές: άνδρες.
Απεριόριστο θέμα και ενδιαφέρον.  Εδώ, δείγματα μόνο δίνω που χρήζουν όμως περαιτέρω  κοινωνικοψυχολογικής μελέτης
Στο μυαλό μου έρχεται κι επανέρχεται το φιλοσοφικόν ερώτημα "πού οδεύουμε ως είδος;" 
Απαντώ μόνη: "Έλα μου, ντε!"
Παραθέτω λοιπόν μερικούς τύπους ανδρών τους οποίους έχω προσωπικά συναντήσει και προσωπικά κατατάξει. Αν και είπαμε ότι είναι  θέμα απεριορίστου ανάλυσης, ο καθένας ας ψάξει μόνος του αν θέλει να το πάει παρακάτω.

Περίπτωση 1η 
Ευκατάστατος κύριος, εργένης, μάχεται απεγνωσμένα και για μεγάλο διάστημα να σε κυκλοφορήσει. Επιτέλους, δίνεις την ευκαιρία να το πετύχει. Σε κυκλοφορεί, λοιπόν, τον βλέπεις που νιώθει υπερήφανος, γελάει ευτυχισμένος, αστειεύεται, σε πηγαίνει σε εστιατόριο. Παραγγέλνει ένα ωραιότατο ακριβό πιάτο, ε, λες κι εσύ, ας πάρω κάτι σε ωραίο κι εγώ. Τρώτε, πίνετε μεθυστικό κρασί, η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται συναισθηματικά, το ύφος αρχίζει να αλλάζει. Ίσαμε. 
Ίσαμε τη στιγμή που έρχεται ο λογαριασμός. Ο κύριος βγάζει από την τσέπη ανερυθρίαστα τα χρήματα για τον μισό λογαριασμό και σου ζητάει (πάλι ανερυθρίαστα) τα υπόλοιπα. 
Το συναίσθημα έχει πάρει τα βουνά, εσύ είσαι έτοιμη επίσης να ακολουθήσεις τον ίδιο δρόμο (βουνό κι εσύ), ψάχνεις απεγνωσμένα τα τσεπάκια της τσάντας, εδώ, εκεί, δίευρο, δεκάρικο, πολλά ψιλούλια άνευ σημασίας, έχεις αρχίσει να ιδρώνεις και να θυμώνεις, εικοσάρικο (ευτυχώς, επιτέλους), τα συμπληρώνω και επιτρέπω στην αξιοπρέπειά μου θα διατηρηθεί σε νορμάλ κατάσταση. 
Θα τονίσω και πάλι το ευκατάστατος, για να μη χάνουμε το focus.



Περίπτωση 2η 
Μεσαίας τάξης κύριος, διαζευγμένος, χωρίς (σχεδόν καθόλου) προσωπικά έξοδα, ούτε καν διατροφή στην πρώην, (σπίτι δικό του, μητέρα στον επάνω όροφο που τον ταΐζει αφιλοκερδώς, δεν πίνει, δεν καπνίζει), δηλώνει διακαώς ότι σε θέλει, του αρέσεις, θέλει να του δώσεις μια ευκαιρία να βρεθείτε από κοντά. Σου στέλνει μηνύματα μόνο στο Viber και τηλεφωνεί μόνο από Viber. Δεν υποψιάζεσαι τι κρύβεται πίσω από το ροζ συννεφάκι που σου πλέκει, και λες "ας δώσω μια ευκαιρία, μόνος αυτός, μόνη εγώ, οι άνθρωποι είναι συντροφικά ζώα, γιατί να βλέπει τηλεόραση ο καθείς μόνος". Και τη δίνεις. Σε πηγαίνει σε σουβλατζίδικο, ζητάς ένα σουβλάκι, (ε, σε πόσα σουβλάκια να δαγκώνεις την πίτα και να σκουπίζεις τζατζίκια με τη χαρτοπετσέτα μπροστά σε έναν άνδρα!) Πίνεις και μια μπύρα κουτί. Αυτός, δεν έχω παράπονο,  πλήρωσε όλο το λογαριασμό, ωστόσο, νιώθω τυχερή που δεν μου ζήτησε να πιούμε μισή μισή την μπύρα! 


Περίπτωση 3η: 
Εργατικής τάξης κύριος, διαζευγμένος επίσης, προσπαθεί καιρό να..μπλα μπλα, (να μην τα ξαναλέω), κι αφού εντέλει λες το "ναι", σε πηγαίνει, λέει, για ποτάκι. Κάθεστε, είναι ευγενικός, αστείος, περνάτε μια χαρά, ίσαμε. 
Ίσαμε τη στιγμή που τελειώνει το ποτάκι του. Τότε κοιτάζει γύρω γύρω με περίεργο μάτι και, με μεγάλη προφύλαξη, βγάζει από τη μέσα τσέπη ένα μπουκαλάκι με ποτό, με το οποίο  ξαναγεμίζει το ποτήρι του. Αυτό το κάνει ίσαμε να πιει όλο το μπουκαλάκι της τσέπης. Εσύ, κάθε φορά που το κάνει, παρακαλάς να ανοίξει η γη να σε καταπιεί και να μη σας δουν τα γκαρσόνια. Πάλι καλά που δεν άρχισε να βγάζει από τις τσέπες φιστίκια!




Περίπτωση 4η
Πνευματικής τάξης κύριος, εργένης, αφού επί σειρά μηνών σε έχει τρελάνει με ποιητικά λόγια και τρομερά τσιτάτα (κι εσύ, άνθρωπος είσαι, κι έχεις αρχίσει να χτυπάς κόκκινο), σου σκάει το παραμύθι ότι, ναι μεν εργένης, ωστόσο διατηρεί μία σχέση  εδώ και δέκα χρόνια, την οποία βέβαια δεν σκοπεύει να διακόψει, ωστόσο είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Στις πονεμένες αντιρρήσεις σου πετάει την ατάκα "δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο όπως εσύ νομίζεις", πάει να βγει κι από πάνω δηλαδή, εσύ θέλεις να φύγεις τρέχοντας, ωστόσο αυτή η θεωρία που λέει ότι τις γυναίκες τις καταφέρνεις και με το μυαλό, έχει κάποια υπόσταση. 




Περίπτωση 5η
Εργατικής τάξης κύριος, μπλα, μπλα, καραδοκεί για μεγάλο διάστημα. (Όπως βλέπετε το μεγάλο διάστημα συζήτησης πριν, είναι κανόνας. Να γνωρίζεις πρώτα τον άλλο, έλεγε η συχωρεμενη η μάνα μου). Ωστόσο διαπιστώνετε ιδίοις όμασι ότι κανένας  κανόνας δεν ισχύει αυτοτελώς. Άλλο οι κουβέντες κι άλλο οι πράξεις. 
Ο κύριος λοιπόν, εκλιπαρεί για ένα γεύμα, έναν καφέ, μια έξοδο, ρε παιδί μου, ό,τι νάναι. Άντε, του κάνεις το χατίρι, εκτιμάς και τον κόπο του, και βασίζεσαι πάλι στη θεωρία, μόνος, μόνη, ας...
Κι εκεί που τρώτε κι έχει αρχίσει να σου λέει τρυφερά του τύπου "βγάλε για λίγο τα γυαλιά... θέλω να κοιτάξω τα μάτια σου..." κι εσύ δεδομένης της κατάστασης πείθεσαι και για λίγο τα βγάζεις (πράγμα που σημαίνει πολλά γιατί είναι η πρώτη παραχώρηση από τις επόμενες τις οποίες υπάρχει πιθανότητα να υπομείνεις ως θήλυ), ο κύριος δείχνει να πετά στους επτά ουρανούς. Ωστόσο κάτι δεν κολλάει και ρίχνεις άδεια να πιάσεις γεμάτα (δεν συστήνω καθόλου αυτήν την τεχνική: δυστυχώς έχει πάντα επιτυχία. Διότι αυτά που ακούς τις περισσότερες φορές δεν θα ήθελες να τα ακούσεις. Σε προσγειώνουν ανώμαλα και μπορεί να σπάσεις και τίποτα από την πτώση). Το κρασάκι που έχει αρχίσει να λειτουργεί (από την αμηχανία του ο κύριος έχει πιει κάμποσο). Μιας λοιπόν και έχει χαλαρώσει, ομολογεί ότι διατηρεί σχέση με μία παντρεμένη επί 17 συναπτά έτη. Εννοείται πως μένεις άφωνη. Αλλά εσένα σε θέλει τρελά. Κι εσύ αρχίζεις να γελάς τρελά με σένα. 




Περίπτωση 6η
Μεσαίας τάξης κύριος, εργένης, (βλέπε πόσο διακριτικά επικρίνω: ούτε ονόματα, ούτε επαγγέλματα) με τον οποίο ήσασταν παλιοί γνώριμοι, πλησιάζει ξανά και πέφτει μονός διπλός να σε πείσει. Σου αφιερώνει Νερούντα (που έχει μεταφράσει μόνος του), σου κάνει δώρα, σου μιλάει για τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, πηγαίνετε για γεύμα, καφέ, ποτό και τα συναφή κι εντέλει σε καλεί σπίτι του να δεις μια πραγματική συλλογή δίσκων βινυλίου. Σου βάζει μουσικές, σου παίζει μουσική ο ίδιος, κι ενώ οι αντιστάσεις σου έχουν αρχίσει να υποχωρούν, χτυπάει το κουδούνι και τον επισκέπτεται μια φίλη του που κάποτε τα είχε αλλά όχι πια, αυτό το ξεκαθαρίζει αρκούντως. Ωραία; 
Κάθεστε ως αργά και η φίλη δεν λέει να ξεκολλήσει. Πίνετε τσίπουρα, η φίλη τον σερβίρει, ξέρει τα κατατόπια στην κουζίνα λες και βρίσκεται σπίτι της, ωστόσο εκείνος είναι τρυφερός μαζί σου, σε αγκαλιάζει μπροστά της και της μιλάει για το πόσο τον έχουν τρελάνει τα μάτια σου και διάφορα όμορφα τέτοια ενώ σε κρατάει όλη την ώρα από το χέρι, έτσι που δεν νιώθεις -από τη φίλη- κανέναν κίνδυνο. 
Η φίλη εκεί, ακούνητη, να μη λέει να φύγει. Μιας που έχετε πιει, εκείνος δεν σε αφήνει να φύγεις, μια χαρά προστατευτικός, (σου αρέσει αυτό), και αποφασίζεις να μείνεις εκεί το βράδυ. Επειδή η σχέση σας δεν έχει προχωρήσει ακόμα  πέρα από το χειροχάιδεμα, και η φίλη επιβάλλει με τον τρόπο της να κοιμηθεί κι εκείνη εκεί, αποφασίζεται να κοιμηθείτε και οι τρεις στο σαλόνι, εσύ κι εκείνη να πιάσετε από έναν καναπέ. Ο ιππότης στρώνει στο πάτωμα πλάι σου, κάτω από τον δικό σου καναπέ, για να σου κρατάει το χέρι τη νύχτα. 
Η φίλη (σαν στο σπίτι της) κουβαλάει σεντόνια από τις ντουλάπες, κουβέρτες και παρελκόμενα κι ενώ εσύ η καημένη ξαπλώνεις με ολόκληρο τον εξοπλισμό σου (παντελόνια και μπλούζες, ακόμα και κάλτσες), η φίλη προς μεγάλη σου έκπληξη μένει με το στρινγκ και κυκλοφορεί με ολόκληρο τον κώλο έξω! Εσύ, άλαλη! 
Δυστυχώς η ώρα είναι τρεις μετά τα μεσάνυχτα και η κούρασή σου είναι τόσο μεγάλη που (δυστυχώς) το σώμα σου δεν μπορεί να υπακούσει στην εντολή "πάρε τα βουνά" που δίνει ο άτιμος ο εγκέφαλός σου. Έχασες και τον Νερούντα.




Περίπτωση 7η 
Νεαρότερος άνδρας, παλιός γνωστός, εργένης, επανέρχεται στη ζωή σου δυναμικά. Αρχίζει ένα ψηστήρι ρομαντικό, ακουμπάει ξεχασμένες χορδές, παρουσιάζει την πιο γλυκιά συμπεριφορά του κόσμου, κατατροπώνει κάθε σου επιχείρημα περί διαφοράς ηλικίας, πλέκει ένα ροζ δίχτυ τριγύρω σου από όμορφα λόγια, εκτός που είναι όμορφος,  σου ασκεί τρομερή γοητεία και το μυαλό του, βάλε και το μητρικό ένστικτο εκτός από το γυναικείο, βάλε και τα γλυκόλογα, βάλε και οι ανελλιπείς καλημέρες και οι ανελλιπείς καληνύχτες, σε αποπλανεί κι επιμένει για συνάντηση. 
Και ναι, βγαίνεις για γεύμα, ωστόσο, αυτή τη φορά, ένεκα το συναίσθημα, είσαι λιγότερο ψύχραιμη από τις άλλες. 
Εκείνος είναι τρυφερός και καλός και περιποιητικός και σε κοιτάζει στα μάτια, κι εσύ λες "άι στο διάολο οι προκαταλήψεις και οι ηλικίες, άι στο διάολο τι πρέπει τι δεν πρέπει, εγώ μέχρι θανάτου τον ερωτεύτηκα". Και έρχονται στο νου σου όλοι οι ρομαντικοί έρωτες ανά τους αιώνες, κι έρχεται ο Μακρόν με τη μεγαλύτερη γυναίκα του, κάνει μια εμφάνιση και το τσιτάτο "η ζωή είναι μικρή", περνάει από το μυαλό σου κι ο Θεός τον οποίο οφείλεις  να ευχαριστήσεις για το αναπάντεχο και πολύτιμο δώρο, και παραδίνεσαι. Κι εκεί που έχεις βγάλει φτερά και πετάς και τα πάντα στη γη σου φαίνονται μικρά κι αστεία, λαβαίνεις την επομένη της χαράς ένα μήνυμα που λέει: "Λυπάμαι, περίμενα να μου βγει αλλιώς και δεν μου βγήκε". Τσακ μπαμ! 
Εντάξει, εδώ μπορείς να κλάψεις όσο θέλεις. 




Περίπτωση 8η
Πολύ νεαρότερος κύριος, σε γνωρίζει από τα κοινωνικά δίκτυα και μπλα μπλα τα γνωστά, (το μεγάλο διάστημα συνομιλιών είναι βίτσιο για να δοκιμάζεται η υπομονή τους). Ωραία. Επιμένει, επιμένει για έναν καφέ, (η ψυχή τού βγήκε του ανθρώπου μέχρι να πεις το ναι ενός καφέ), "βρε παιδί μου, του λες, πού να με πας και πού να σε πάω; Θα λένε πως είσαι γιος μου", (εντάξει έγινες λίγο υπερβολική, τα σαράντα πλησίαζε ο άνθρωπος, δεν ήταν και του νηπιαγωγείου κι ούτε γιος σου θα μπορούσε να ήταν). Ωστόσο εκείνος ανένδοτος κι επίμονος. Άντε, ένας καφές δεν είναι τίποτα, αποφασίζεις. Αποφσίζεται ο καφές μια Κυριακή κάπου στο Θησείο. Μεταξύ τυρός και αχλαδίου που λες, σου πιάνει το χέρι. Εσύ κοκκινίζεις, πρασινίζεις, κοιτάς γύρω με μεγάλη ντροπή, μπλαβίζεις και ψελλίζεις "δεν σου έδωσα τόσο θάρρος!" και τραβάς το χεράκι σου απότομα. 
"Γιατί;"ρωτάει εκείνος κοιτάζοντάς σε στα μάτια και μοιάζει στ' αλήθεια να μην καταλαβαίνει γιατί το τράβηξες. 
"Γιατί, πουλάκι μου", του λες, "μονάχα ο Μακρόν ο πρόεδρος της Γαλλίας έχει καταφέρει να το κάνει αυτό, να ερωτευτεί και να παντρευτεί την είκοσι - τόσα χρόνια μεγαλύτερη καθηγήτριά του! Είσαι εσύ ήρωας τύπου Μακρόν;"  
Και τι σου απαντάει; 
"Για σένα είμαι ο Μακρόν και τίποτα δεν με νοιάζει, για σένα σπάω το κατεστημένο, για σένα γκρεμίζω τα όρια. Και στο κάτω κάτω, άμα εγώ κι εσύ είμαστε καλά, τι μας νοιάζει για τους άλλους και για το τι θα πει ο κόσμος;"
Βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο άντρας για να πετύχει το σκοπό του ξεπερνάει τον εαυτό του πλειστάκις. Αυτό βγαίνει. 
Ωστόσο, στην πρώτη  έξοδο ήρθε με δώρο για τα γενέθλιά μου. Στη δεύτερη έξοδο μου κουβάλησε φαγητό από τη δουλειά του για να μη μαγειρεύω λέει, και κουράζομαι. Α, τα καλά να τα λέμε! Κι εγώ τώρα μπερδεύομαι με όλες τις συμπεριφορές! Ε, Μήτσο μ; 
Εσύ τι λες, ωρέ φιλενάδα;





Γηράσκουμε αεί (διδασκόμενοι;)