Οι φακές της αδελφής μου
Μπορώ να γράψω ολόκληρο μυθιστόρημα για τη μαγειρική της αδελφής μου.
Θα μπορούσα να περιγράφω ώρες.
Η γυναίκα, έχει απογειώσει τη μαγειρική. Φτιάχνει παστίτσιο και σου έρχεται στο νου γαλακτομπούρεκο. Φτιάχνει μακαρόνια με κιμά και θυμάσαι το κανταΐφι. Φτιάχνει φασολάδα και χάνεις τη μνήμη σου. Η μαγειρική της αδελφής μου, σου ταράζει τα δεδομένα. Χρειάζεσαι ανακατατάξεις στον εγκέφαλο.
Καθαρή Δευτέρα κι έχω τραπέζι σπίτι μου σε μπόλικους φίλους. Ο καθένας μπαίνει φορτωμένος με κάτι φαγώσιμο.Η αδελφή μου κουβαλάει γαριδομακαρονάδα! Οι γαρίδες μέσα από το πυρέξ χοντρές, κόκκινες, προκλητικές! Όνειρο! Τρελαίνομαι για γαρίδες. Όλοι, νομίζω.
Λέω από μέσα μου: "Δεν θα φάω τίποτα άλλο, παρά μόνον αυτό!"
Είπα. Ίσαμε τη στιγμή που άνοιξε το καπάκι. Η κανέλα! Αχ! Η κανέλα!
"Κανέλα στις γαρίδες;" αναρωτιέμαι προς στιγμήν. "Θα την αντέξω την άτιμη την κανέλα! Γαρίδες, εδώ!" απαντώ στον εαυτό μου θαρραλέα. Να ήταν μόνο αυτό, ω, δυστυχία μου; Σερβίρω δειλά. Πρώτη μπουκιά. Τελευταία. Η ζάχαρη! Αχ! Στις γαριδούλες, ζάχαρη!
Πώς μπορεί η ζάχαρη να σκοτώσει τόσες ανθρώπινες προσδοκίες!
Οι φακές λοιπόν. Ας επανέλθω.
Έχω φακόρυζο, με λέει ψες. Λιώμα από δουλειά, κι έχω στο σπίτι τεσσάρων ημερών μακαρόνια. "Δέχομαι". I do. Φακούλες φρέσκες. Με ρυζάκι που, όσπριο με ρύζι, απελευθερώνει βιταμίνες κλπ. κλπ. Λίγα ξέρω, λίγα λέω.
Σερβίρει. Παρατηρώ ότι το ρύζι δεν είναι ρύζι αλλά μανέστρα βαφτισμένη ρύζι.
"Κάποιο λόγο θα έχει για τα βαφτίσια", σκέφτομαι μέσα μου.
Μου παραδίδει το πιάτο στο χέρι και μια υποψία γνωστής μυρωδιάς διαπερνά τα ρουθούνια: Κανέλα; Με την πρώτη μπουκιά η υποψία γίνεται πραγματικότητα. Δεν έχω επιλογή. Μακαρόνια μπαγιάτικα σπίτι, και κούραση άπειρη. Αδιαπραγμάτευτες καταστάσεις. Αρχίζω να τρώω. ΚΑΙ ζάχαρη; Και οι κουρασμένοι, και οι καταπιεσμένοι έχουν όρια, αδελφέ!
"Έχεις βάλει κανέλα;" τολμώ και την κοιτώ στα μάτια.
Μου γυρίζει βλέμμα υποτιμητικό, ενώ σηκώνει το ΈΝΑ φρύδι. Αυτό που πετυχαίνει με το ένα φρύδι, πόσες πρόβες έχω κάνει για να το καταφέρω, αδύνατον!
Καταπίνω αμίλητη υπό την απειλή.
"Πάντα βάζω κανέλα", λέει και το φρύδι είναι έτοιμο να με χτυπήσει. "Όπου βάζω ντομάτα, βάζω και κανέλα".
Καταπίνω εγώ με χαμηλωμένα μάτια.
"Κρίμα που δεν τη χωνεύεις!" συνεχίζει.
Όπα!
"Την αγαπώ την κανέλα", τολμώ να αντισταθώ, έχοντας άλλο φόβο αυτή τη φορά: μήπως προσβληθεί η κανέλα. Ναι. Η κούραση παίζει άσχημα παιχνίδια.
"Την αγαπώ πολύ. Πίνω τσάι με κανέλα, σοκολάτα με κανέλα, έχω πιει καφέ με κανέλα, καπουτσίνο με κανέλα, ρυζόγαλο, μοσχάρι κοκκινιστό, λαγό στιφάδο, μουσταλευριά, κουλουράκια κανέλας", αρχίζω να ψάχνω κι άλλα στο μυαλό μου, απελπισμένα.
"Αλλά στις φακές... Νομίζω δεν πάει σε όλα τα φαγητά..."
"Εγώ βάζω παντού", κλείνει την κουβέντα το σηκωμένο φρύδι κι ανατριχιάζω.
Εγώ τώρα, την έφαγα τη φακομανέστρα. Έφαγα και δυο παξιμάδια. Κι ελίτσες πράσινες. Με αλάτι αυτές. Είπα ευχαριστώ. Το φρύδι με κοίταξε με συμπάθεια. Ωραία. Χόρτασαν οι πεινασμένοι. Ωστόσο...
Σαν έρθει η ώρα να φτιάξετε φασολάδα ή φακές, μη βάλετε κανέλα. Γνώμη μου.
Κουτσοφλέβαρος... Τι περιμένεις;
Μπορώ να γράψω ολόκληρο μυθιστόρημα για τη μαγειρική της αδελφής μου.
Θα μπορούσα να περιγράφω ώρες.
Η γυναίκα, έχει απογειώσει τη μαγειρική. Φτιάχνει παστίτσιο και σου έρχεται στο νου γαλακτομπούρεκο. Φτιάχνει μακαρόνια με κιμά και θυμάσαι το κανταΐφι. Φτιάχνει φασολάδα και χάνεις τη μνήμη σου. Η μαγειρική της αδελφής μου, σου ταράζει τα δεδομένα. Χρειάζεσαι ανακατατάξεις στον εγκέφαλο.
Καθαρή Δευτέρα κι έχω τραπέζι σπίτι μου σε μπόλικους φίλους. Ο καθένας μπαίνει φορτωμένος με κάτι φαγώσιμο.Η αδελφή μου κουβαλάει γαριδομακαρονάδα! Οι γαρίδες μέσα από το πυρέξ χοντρές, κόκκινες, προκλητικές! Όνειρο! Τρελαίνομαι για γαρίδες. Όλοι, νομίζω.
Λέω από μέσα μου: "Δεν θα φάω τίποτα άλλο, παρά μόνον αυτό!"
Είπα. Ίσαμε τη στιγμή που άνοιξε το καπάκι. Η κανέλα! Αχ! Η κανέλα!
"Κανέλα στις γαρίδες;" αναρωτιέμαι προς στιγμήν. "Θα την αντέξω την άτιμη την κανέλα! Γαρίδες, εδώ!" απαντώ στον εαυτό μου θαρραλέα. Να ήταν μόνο αυτό, ω, δυστυχία μου; Σερβίρω δειλά. Πρώτη μπουκιά. Τελευταία. Η ζάχαρη! Αχ! Στις γαριδούλες, ζάχαρη!
Πώς μπορεί η ζάχαρη να σκοτώσει τόσες ανθρώπινες προσδοκίες!
Οι φακές λοιπόν. Ας επανέλθω.
Έχω φακόρυζο, με λέει ψες. Λιώμα από δουλειά, κι έχω στο σπίτι τεσσάρων ημερών μακαρόνια. "Δέχομαι". I do. Φακούλες φρέσκες. Με ρυζάκι που, όσπριο με ρύζι, απελευθερώνει βιταμίνες κλπ. κλπ. Λίγα ξέρω, λίγα λέω.
Σερβίρει. Παρατηρώ ότι το ρύζι δεν είναι ρύζι αλλά μανέστρα βαφτισμένη ρύζι.
"Κάποιο λόγο θα έχει για τα βαφτίσια", σκέφτομαι μέσα μου.
Μου παραδίδει το πιάτο στο χέρι και μια υποψία γνωστής μυρωδιάς διαπερνά τα ρουθούνια: Κανέλα; Με την πρώτη μπουκιά η υποψία γίνεται πραγματικότητα. Δεν έχω επιλογή. Μακαρόνια μπαγιάτικα σπίτι, και κούραση άπειρη. Αδιαπραγμάτευτες καταστάσεις. Αρχίζω να τρώω. ΚΑΙ ζάχαρη; Και οι κουρασμένοι, και οι καταπιεσμένοι έχουν όρια, αδελφέ!
"Έχεις βάλει κανέλα;" τολμώ και την κοιτώ στα μάτια.
Μου γυρίζει βλέμμα υποτιμητικό, ενώ σηκώνει το ΈΝΑ φρύδι. Αυτό που πετυχαίνει με το ένα φρύδι, πόσες πρόβες έχω κάνει για να το καταφέρω, αδύνατον!
Καταπίνω αμίλητη υπό την απειλή.
"Πάντα βάζω κανέλα", λέει και το φρύδι είναι έτοιμο να με χτυπήσει. "Όπου βάζω ντομάτα, βάζω και κανέλα".
Καταπίνω εγώ με χαμηλωμένα μάτια.
"Κρίμα που δεν τη χωνεύεις!" συνεχίζει.
Όπα!
"Την αγαπώ την κανέλα", τολμώ να αντισταθώ, έχοντας άλλο φόβο αυτή τη φορά: μήπως προσβληθεί η κανέλα. Ναι. Η κούραση παίζει άσχημα παιχνίδια.
"Την αγαπώ πολύ. Πίνω τσάι με κανέλα, σοκολάτα με κανέλα, έχω πιει καφέ με κανέλα, καπουτσίνο με κανέλα, ρυζόγαλο, μοσχάρι κοκκινιστό, λαγό στιφάδο, μουσταλευριά, κουλουράκια κανέλας", αρχίζω να ψάχνω κι άλλα στο μυαλό μου, απελπισμένα.
"Αλλά στις φακές... Νομίζω δεν πάει σε όλα τα φαγητά..."
"Εγώ βάζω παντού", κλείνει την κουβέντα το σηκωμένο φρύδι κι ανατριχιάζω.
Εγώ τώρα, την έφαγα τη φακομανέστρα. Έφαγα και δυο παξιμάδια. Κι ελίτσες πράσινες. Με αλάτι αυτές. Είπα ευχαριστώ. Το φρύδι με κοίταξε με συμπάθεια. Ωραία. Χόρτασαν οι πεινασμένοι. Ωστόσο...
Σαν έρθει η ώρα να φτιάξετε φασολάδα ή φακές, μη βάλετε κανέλα. Γνώμη μου.
Κουτσοφλέβαρος... Τι περιμένεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου