Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Φωτεινό δωμάτιο




Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πήρα τα βουνά. Και, ναι, κατά κάποιον τρόπο τα πήρα. Αποσύρθηκα από τις "πολλές συνάφειες του κόσμου κι ομιλίες", τις πολλές και δυσβάσταχτες υποχρεώσεις, έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Η ειρωνεία είναι ότι, έτσι νόμιζα.
Αδυσώπητη πλάνη. Τα πάντα εξακολουθούν να με βρίσκουν εδώ που είμαι: οι έρωτες, οι αποτυχημένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι έρωτες, οι παλιοί έρωτες, οι στεναχώριες, οι μεγάλες στεναχώριες, τα οικογενειακά προβλήματα, οι οικογενειακές διενέξεις, οι ασθένειες αγαπημένων προσώπων κι ο φόβος του θανάτου τους, οι τράπεζες, τα ταμεία, οι απαιτήσεις, οι απαιτήσεις όλων, οι απαιτήσεις που προβάλλει η ζωή.
Ερώτημα: Πόσο πιο μακριά να πάω;
Επιθυμία: Θάθελα να κλειστώ σε ένα δωμάτιο. Να κλειδώσω την πόρτα. Χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ήχους. Να έχει μονάχα φως. Φως εξωτερικό και φως στο μυαλό μου για να μπορώ να γράφω. Όσο πιο μακριά γίνεται. Δεν θέλω ζώα. Δεν θέλω τίποτα που να μου ζητά κάτι. Δεν θέλω να περιποιηθώ, να στέρξω, να αγαπήσω, να μισήσω, να αμφιβάλλω, να ζητήσω, να ακούσω, να εξομολογηθώ, να κλάψω, να χαρώ, να μιλήσω, να ζηλέψω, να τρομάξω, να μετανοήσω, να επικοινωνήσω, να επιστρέψω, να δεχτώ επιστρέφοντες, δεν θέλω πια. Θέλω να χάνομαι στους κόσμους που εγώ φτιάχνω, θέλω να είμαι ο Θεός των ηρώων που δημιουργώ, θέλω να μην με ενοχλήσει τίποτα. Τίποτα δεν θέλω πια. Ούτε κι εσένα που για τόσο λίγο μ' αγάπησες. Ούτε κι εσένα που τόσο ξαφνικά απέσυρες την αγάπη σου από μένα. Τίποτα δεν θέλω πια.
Το φως του μυαλού μου θέλω.
Κι ένα φωτεινό δωμάτιο.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Αυτό το σώμα, φίλε.




Αυτό το σώμα.
Αυτό το σώμα, φίλε.
Δεν ξέρω τι βλέπεις εσύ κοιτάζοντας αυτό το σώμα.
Θα σου πω τι φανερώνεται σε μένα σαν το κοιτάζω.
Αυτό το σώμα, φίλε, έδωσε ζωή σε ανθρώπους. Ωραίους ανθρώπους. Χαρισματικούς ανθρώπους. Καλούς για τη φριχτή κοινωνία μας.
Αυτό το σώμα, επίσης, έδωσε χαρά. Και πήρε χαρά. Πολλή χαρά όμως. Και πολλή έδωσε, και πολλή πήρε.
Αυτό το σώμα, χρησίμεψε στη φριχτή κοινωνία μας. Αποδείχτηκε καλό γρανάζι. Αδιαμαρτύρητο. Απαραίτητο, θα μπορούσε να πει κάποιος. Δούλεψε αρμονικά με τα άλλα. Τι κέρδισε; Αξιοπρέπεια. Καλά τα κατάφερε. Δημιούργησε. Για τις επόμενες γενιές. Ανιδιοτελώς. Με λίγα λόγια, αυτό το σώμα που κάποτε θα χαθεί από τον παρόντα κόσμο, βασισμένο σε μια ενστικτώδη σοφία, φρόντισε να αφήσει ίχνη, με όλους τους τρόπους, πίσω του.
Αυτό το σώμα.
Για να τελειώνω: Αυτό το σώμα δεν αποτελείται μονάχα από το δέρμα, φίλε. Το δέρμα είναι το περίβλημα. Είναι σαν το χαρτί που περικλείνει το δώρο. Τι σημασία έχει ένα χαρτί, όσο γιορταστικό και νάναι, φίλε; Καμία. Το ξέρεις. Στο θυμίζω: Νοιαζόμαστε όχι για το χαρτί αλλά γι’ αυτό που κρύβεται μέσα. Θεωρία ζωής. Σου ξεφεύγει, φίλε.
Γι’ αυτό σου λέω.
Οι ρυτίδες στο σώμα, φίλε, είναι του άχρηστου χαρτιού, του περιβλήματος.  Κοίτα πιο μέσα, φίλε. Πολλές φορές ένα γιορταστικό περίβλημα, ξεγελάει: δεν κρύβει ενδιαφέρον, ούτε αξιόλογο δώρο, ούτε κι αυτό που περίμενες. Πολλάκις κρύβει απογοήτευση. Αλλά εσύ, φίλε, -ακόμα- είσαι αφελής.
Ψιλά γράμματα, θα πεις, φίλε.
Ψιλά γράμματα. Θα συμφωνήσω κι εγώ. Γι’ αυτό δε μαραζώνω για το τι βλέπεις ΕΣΎ στο δικό ΜΟΥ σώμα, φίλε.  
Αυτό σκέφτομαι.
Αυτό να σκέφτεσαι.

Φίλε. 

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017





Θα ζητιανεύω πάντα
τα μικρά και τα μεγάλα 'κάπα' του λόγου σου
όπως αυτό που ψιθυρίζεις όταν λες τη λέξη 'Καρδιά μου' ή όπως εκείνα που ακούγονται σαν τραγούδι
στις 'καλημέρες' και τις 'καληνύχτες' σου...

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Ο Ερωτευμένος




Ο Ερωτευμένος:
Βλέπει: Αυτά που θέλει να δει. Στα μάτια του ερωτικού του αντικειμένου ανακαλύπτει θησαυρούς. Δεν τον ενδιαφέρει αν οι θησαυροί είναι αληθινοί ή κάλπικοι. Του είναι αρκετό που μπροστά στα δικά του μάτια λάμπουν. Οι στίχοι των τραγουδιών αποκτούν νόημα, "όλα μιλούν για σένα", τα οπτικά ερεθίσματα γίνονται πιο χρωματιστά, "τα βλέπω όλα με καινούργια μάτια".



Δεν βλέπει: Τίποτα δεν φαίνεται άσχημο επάνω στο ερωτικό αντικείμενο. Η πιο αδέξια κίνηση κρίνεται ως χαριτωμένη, η πιο λάθος λέξη είναι άξια ενδιαφέρουσα έρευνας, η δε εξωτερική εικόνα είναι το τελευταίο που απασχολεί. Η όραση του ερωτευμένου αποκτά μια καινούργια ιδιότητα: αμβλύνει αυτό που βλέπουν οι άλλοι και οξύνει αυτό που θέλει να βλέπει αυτός.



Παραβλέπει: Ο ερωτευμένος τείνει να παραβλέπει τις "κακόβουλες" κριτικές ακόμα κι αν προέρχονται από καλόβουλους φίλους, ενώ παραβλέπει επίσης τις δικές του λογικές σκέψεις, ακόμα κι αν στο βάθος του μυαλού του είναι απολύτως τεκμηριωμένες.


Προβλέπει: Επειδή αρκεί η όψη ή η σκέψη του ερωτικού αντικειμένου να τον εισάγει σε φαντασιωσική κατάσταση, ο ερωτευμένος συμπεραίνει ότι το μοναδικό πράγμα που δίνει χαρά  σε τούτη την ψεύτρα ζωή είναι η αγκαλιά του ποθητού σώματος. Εκτιμώντας πρόχειρα τις καταστάσεις, προβλέπει για αυτόν και το ερωτικό του αντικείμενο αιώνια ευτυχία, άποψη που, -επί του παρόντος- δεν μπορεί τίποτα και κανένας να κλονίσει.



Αποβλέπει: Ο ερωτευμένος έχει σκοπό τη διατήρηση της ευτυχισμένης κατάστασης στον αιώνα τον άπαντα, μη υπολογίζοντας το χρόνο και άλλα αναπόφευκτα γεγονότα.



Αναβλέπει: Ο ερωτευμένος ανακτά την όρασή του μόνο όταν το αντικείμενο του πόθου του κινείται στο οπτικό του πεδίο. Επίσης, όταν αυτό συμβαίνει, το υπόλοιπο περιβάλλον εξαφανίζεται από προσώπου γης: απομένει αυτός και το αντικείμενο του πόθου, φωτεινός ήλιος που υπερισχύει των πάντων.






Παρασκευή 26 Μαΐου 2017


Εντάξει. Ψυχή που περισσεύει και γέλιο.
Τι παιχνίδι παίζεις, πάλι, ω! Σύμπαν;
Σαν το παιδί που περιμένει -πόση αφέλεια μπορεί να κρύβει, αλήθεια, το μυαλό ενός παιδιού- περιμένει, λέω, να μπει  κάποιο πουλί στο ξέσκεπο κλουβί του...

Ντίνος Χριστιανόπουλος


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/ntinos_xristianopoylos_poems.htm

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
(1955)

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.
Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.
Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)


ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
(1953)

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.

ΤΕΛΟΣ

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
(1956)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(1962)


Πέμπτη 25 Μαΐου 2017





Σου μιλάω, λοιπόν. Σου μιλάω για πράγματα που είναι προφανές ότι δεν σε ενδιαφέρουν. Η ανάγκη να μιλήσω είναι δική μου. Μπαίνει το δίλημμα: Ανάγκη να μιλήσω ή να σου μιλήσω; Δεύτερο δίλημμα: Ανοίγω τη σκέψη μου από ανάγκη να σου μιλήσω ή την ανοίγω με σκοπό να με μάθεις, να με εγκρίνεις και να μείνεις; Συμπέρασμα: ζητώ έγκριση και την αποδοχή σου. Ερώτημα: γιατί με ενδιαφέρει η αποδοχή σου; Επόμενο ερώτημα: με ενδιαφέρει η αποδοχή γενικώς ή η αποδοχή σου; Ερώτημα τρίτο: γιατί η αποδοχή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται προσπάθεια που, πολλές φορές, γίνεται -με κάποιον τρόπο- σχεδόν οδυνηρή; Εδώ, τίθεται θέμα εσωτερικής αμφισβήτησης. Αλλά για ποιο από τα δύο; Γι' αυτά που αυτή τη στιγμή -στη συγκεκριμένη κουβέντα μας- λέω σ' εσένα ή μήπως αναδύεται κάτι βαθύτερο που φτάνει έως τον πυρήνα μου; Η διαφορά είναι τεράστια: η κουβέντα μας είναι κάτι προσωρινό, δεν έχει σχέση με τον βαθύτερο εαυτό μου, άρα η αποδοχή σου ή όχι, δεν θα έπρεπε να είναι κάτι για το οποίο απαιτείται προσπάθεια.

Για να παρηγορήσω τις αμφιβολίες ζητώ κι από σένα το ίδιο: Να μιλήσεις και να ανοιχτείς. Αν δεν έρθει το δικό σου "άνοιγμα" νιώθω απόρριψη. Νιώθω ότι κρατάς μυστικά από μένα. Αμέσως με καταλαμβάνει φόβος. Φόβος γι' αυτά που κρύβεις. Μπορεί να μη μου αρέσουν. Καινούργια αμφιβολία: Πιθανόν να μη σκέφτεσαι θετικά για μένα. Ή να βρίσκεις την κουβέντα μας βαρετή. Ή να σε έχει φέρει εδώ διαφορετική αιτία από αυτήν που επιθυμώ εγώ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ξαφνικά βρίσκομαι σε έναν κυκεώνα απελπισίας που, πριν ακόμα απαντήσεις, με φέρνει σε κατάθλιψη.



Δευτέρα 22 Μαΐου 2017





Είμαι ένας άνθρωπος που περπατά στην κόψη του δράματος.
Φαινομενικά, κινούμαι σε πλαίσια φυσιολογικού ανθρώπου: προσπαθώ (μάταια) να κόψω το κάπνισμα, έχω καλούς φίλους, αγαπώ τη γεύση του φαγητού, αγαπώ τον έρωτα και τους ερωτευμένους, έχω δεδικασμένο διαζυγίου, τεκνοποίησης, εργασιακών χρόνων κι ό,τι άλλο συνιστά μια νορμάλ ζωή. Αλλά. Αλλά. Αλλά είμαι ένας άνθρωπος που περπατά στην κόψη του δράματος.
Δεν θα επανέλθω στις αιτίες ούτε στις μακριές ιστορίες που προκάλεσαν το σύνδρομο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Και το αποτέλεσμα είναι να είμαι άνθρωπος του "πολύ". Πολύ. Περισσότερο. Πιο. Παραπάνω από. Νομίζω ότι η ζωή πρέπει να εμπεριέχει μεγάλα. Εγώ φοβάμαι τα μικρά. Και το σενάριο της ζωής μου μαγειρεύει, προκαλεί τα μεγάλα, τα πιο περίπλοκα, τα διαφορετικά. Νομίζω ότι οι φίλοι μου αυτό αγαπάνε σε μένα. Το δράμα που εμφανίζεται εκεί που κανένας δεν το περιμένει, αυτό που διαλύει  την καθημερινότητά μου ως φυσιολογικού. Και σκορπά κραδασμούς στην βαρετή καθημερινότητα των άλλων.
(Συνεχίζεται)
...ή μπορεί και όχι.