Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πήρα τα βουνά. Και, ναι, κατά κάποιον τρόπο τα πήρα. Αποσύρθηκα από τις "πολλές συνάφειες του κόσμου κι ομιλίες", τις πολλές και δυσβάσταχτες υποχρεώσεις, έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Η ειρωνεία είναι ότι, έτσι νόμιζα.
Αδυσώπητη πλάνη. Τα πάντα εξακολουθούν να με βρίσκουν εδώ που είμαι: οι έρωτες, οι αποτυχημένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι έρωτες, οι παλιοί έρωτες, οι στεναχώριες, οι μεγάλες στεναχώριες, τα οικογενειακά προβλήματα, οι οικογενειακές διενέξεις, οι ασθένειες αγαπημένων προσώπων κι ο φόβος του θανάτου τους, οι τράπεζες, τα ταμεία, οι απαιτήσεις, οι απαιτήσεις όλων, οι απαιτήσεις που προβάλλει η ζωή.
Ερώτημα: Πόσο πιο μακριά να πάω;
Επιθυμία: Θάθελα να κλειστώ σε ένα δωμάτιο. Να κλειδώσω την πόρτα. Χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ήχους. Να έχει μονάχα φως. Φως εξωτερικό και φως στο μυαλό μου για να μπορώ να γράφω. Όσο πιο μακριά γίνεται. Δεν θέλω ζώα. Δεν θέλω τίποτα που να μου ζητά κάτι. Δεν θέλω να περιποιηθώ, να στέρξω, να αγαπήσω, να μισήσω, να αμφιβάλλω, να ζητήσω, να ακούσω, να εξομολογηθώ, να κλάψω, να χαρώ, να μιλήσω, να ζηλέψω, να τρομάξω, να μετανοήσω, να επικοινωνήσω, να επιστρέψω, να δεχτώ επιστρέφοντες, δεν θέλω πια. Θέλω να χάνομαι στους κόσμους που εγώ φτιάχνω, θέλω να είμαι ο Θεός των ηρώων που δημιουργώ, θέλω να μην με ενοχλήσει τίποτα. Τίποτα δεν θέλω πια. Ούτε κι εσένα που για τόσο λίγο μ' αγάπησες. Ούτε κι εσένα που τόσο ξαφνικά απέσυρες την αγάπη σου από μένα. Τίποτα δεν θέλω πια.
Το φως του μυαλού μου θέλω.
Κι ένα φωτεινό δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου