Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017


Τα τριαντάφυλλα των εορτών

Στέλνω πάντα τριαντάφυλλα στις γιορτές. Εικονικά τριαντάφυλλα. Μονά, μπουκέτα, κόκκινα, ροζ, πολυπέταλα, πολύχρωμα, ευχητικά... Μετά, με μια άπονη κίνηση τα πετώ στον κάδο ανακύκλωσης. Και τον αδειάζω. Δεν χρειάζονται πια, δεν μυρίζουν, δεν μπορείς να αγγίξεις τα βελούδινα πέταλα, να νιώσεις τη δροσιά των φύλλων, άχρηστο να τα κρατήσεις. Καμιά συμμετοχή σου δεν τα κρατά ζωντανά.  Κι όμως αυτά, αντέχουν. Χρόνια. Και μπορείς να τα ξαναστείλεις σε κάθε επέτειο και σε κάθε γιορτή, με καινούργιες ευχές ή και ίδιες, σε άλλους ή ακόμα και στους ίδιους ανθρώπους. Που κι αυτοί έχουν κιόλας ξεχάσει πως τα ξανάστειλες.







Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

http://bosko-hippydippy.blogspot.gr/2009/05/blog-post_23.html

















Μιλούσε αλβανικά ή κροάτικα ή κάτι τέτοιο 

μιλούσε και έφτυνε το κάππα το γκου το σίγμα το παχύ το ρω.
Γυρνούσε το κεφάλι του και κοιτούσε μια από κει, μια από δω.
Όταν έφεραν το πιάτο με το ψάρι δοκίμασε μια στάλα και τ' άφησε.

Είπε πως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν μπορούσε γιατί θα τον έβλεπαν.

Τον ρώτησα ποιος και γιατί και μου είπε αόριστα αυτοί οι άλλοι.

Έπειτα σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται, πήρε ένα μικρό νόμισμα και το έριξε στο συντριβάνι.

Το κέρμα με ένα μικρό πλατάγισμα χτύπησε στο νερό και κάθισε στον πάτο.

Έπειτα έριξε κι άλλο νόμισμα κι άλλο και άλλο.

Όταν γέμισε η λεκάνη μικρά νομίσματα και το νερό που τιναζόταν από τα μπεκ άρχισε να κυλάει στο πάτωμα, γύρισε και με κοίταξε και με τη βαριά προφορά του μου είπε κάτι σκοτεινό και αόριστο, κάτι που δεν το άκουσα καλά ή δεν το κατάλαβα καλά.


Τότε άρχισε να βγάζει τα ρούχα του το ένα μετά το άλλο, να τα πετάει στον αέρα και να χορεύει.

Όταν έμεινε ολόγυμνος, όπως τον είχε φτιάξει η δόλια του η μάνα, δοκίμασε τον μεγάλο δρασκελισμό, την πιο δύσκολη φιγούρα του χορού, όμως του ξέφυγε ακριβώς στο σημείο που θα πατούσε το δεξί του πόδι στο χώμα και βρέθηκε μάλλον κατά λάθος στην απέναντι πλευρά. 



Εκεί προσπάθησε γρήγορα- γρήγορα να διορθώσει τη φιγούρα του χορού και να σηκωθεί, όμως του έλειπε το χτες και το προχτές και το μεθαύριο από τη ζωή του και δεν μπορούσε να στηριχθεί, πουθενά δεν μπορούσε να πιαστεί. 


Τότε ήταν που άρχισε να εξατμίζεται σαν το λεβέτι σε κατάσταση βρασμού, να προκαλεί συρίγματα, τριγμούς, τότε ήταν που άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω γυμνός. 


Όταν πια δεν απόμεινε ούτε τόσο δα από τον ξένο άντρα τον χορευτή, ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η αναγγελία:
μη σκιάζεστε στα σκότη, ο μέγας Μπουμ- Μπουμ, ο μάγος, ο καλόγερος, ο Λεβιάθαν που χτυπάει με το τάλαντο τον όρθρο, χτυπάει τον εσπερινό, θα γεμίσει πάλι τη στέρνα με νερό, θα σκεπάσει τις κορυφές με χιόνια, θα ρίξει πίσω στη θάλασσα όλα τα ψάρια, ο κόσμος θα γυρνάει ξανά κατά πως του ετάχθη.
Σε λίγο όλα ησύχασαν. Ήρθε το πράσινο χρώμα στα φύλλα, το γκρίζο στα βράχια, το μπλε στον ουρανό, γέμισαν τα δέντρα με πουλιά. Ένα γλυκό αεράκι άρχισε να μας δροσίζει. 


Σιωπή σιωπή ανυπολόγιστη σιωπή.

Λευτέρης Ξανθόπουλος

27 Μαρτίου 2009

(....Με χέρια παγωμένα.Τα δάχτυλα στις άκρες πονάνε. Λυγάνε, ωρέ, τα παλικάρια; Νιώθω σαν να μοιράζομαι λίγο από τον πόνο του κόσμου. Άστεγοι, αποκλεισμένοι, περιθωριακοί, παιδιά των βενζινάδικων, ζητιάνοι, αυτοί χωρίς ξύλα για τη σόμπα τους, αυτοί χωρίς σπίτι, αυτοί στις σκηνές, αυτοί που κρυώνουν μέσα τους.)

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016



Αγαπώ τους θλιβερούς ποιητές,
τους απαρηγόρητους
κάποια ουσία στο σώμα τους
με ερεθίζει
ίσως το ένζυμο της ερημιάς
ή κάποιος υφομήκυτας
με όνομα παράξενο όπως ερωτοζύνη,
τροπονίνη
ή μοναχικόνη
τους αγαπώ ανάμεσα στα σύννεφα
μισοτελειωμένων τσιγάρων
καπνισμένων στα πεταχτά
βιαζούμενοι να προλάβουν τη λέξη
η οποία, παρεμπιπτόντως,
περνά κυνικά διαφεύγουσα
έξω από τα στασίδια των νεφελωδών δωματίων
ενόσω αυτοί
αναμένουν
εντός.
Ε.Κ.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016




Χρίστος Λάσκαρης
1931-2008 

 



http://www.flytoistros.com/laskaris/laskaris-poems.php

Η αγαπημένη του εποχή
Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή -
όχι τόσο για τα φρούτα του,
όσο γι' αυτούς
τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ,
εκεί στις φτωχογειτονιές.
με τις καταβρεγμένες τους αυλές,
τα τηγανίσματα.

Μνήμη της μητέρας μου
Έρχεσαι απ' τα προχτές στα όνειρά μου:
πάνω σ' ένα κρεβάτι ν' αγωνίζεσαι.
Απόψε όμως,
καθόσουν έξω στην αυλή και μπάλωνες.
Κοιτούσα τα πληγιασμένα μπράτσα σου.
Είναι απ' τους ορούς, μου λες,
με βασανίσανε.

Τα αναφιλητά
Ξύπνησα από 'να παρατεταμένο αλύχτημα.
Λύκου θα 'τανε,
γιατ' ήτανε τόσο μοναχικό
και λυπημένο.
Δεν είχα ακόμη συνέλθει,
όταν άκουσα στη διπλανή κάμαρη,
αναφιλητά.
Ο πατέρας μου,
έκλαιγε μες στον ύπνο του.




Ετοιμασίες
Πρωί,
και μ' ετοιμάζουνε για το σχολείο.
(Η αδερφή μου χαϊδεύοντας τη σάκα μου).
Έξαφνα το σκηνικό αλλάζει:
Στη μισοφωτισμένη κάμαρη,
οι γυναίκες ετοιμάζουν τον πατέρα μου.

Στην κλινική
Την ετοίμασαν και με φώναξαν να ασπαστώ.
ήταν ένα δωματιάκι στο υπόγειο της κλινικής
καμωμένο για την περίσταση.
Ξαπλωμένη σ' ένα μαρμάρινο πάγκο,
μου φάνηκε πως κοιμόταν.
Τόσο είχε γαληνέψει.
Καθώς την κοίταζα μες στο καλό της φόρεμα
τη θυμήθηκα στο χωριό Κυριακή
που πηγαίναμε για την εκκλησία.
Τι γυρεύαμε σ' αυτό το υπόγειο!
«Μάνα», τραύλισα,
κι αναλύθηκα σε λυγμούς.

Χωρίς τίτλο
Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή.


Ελπίζουμε του χρόνου
«Του χρόνου», έγραφε, «αν είμαστε καλά
θα έρθουμε για λίγες μέρες να σας δούμε».
Μα πάντα κάτι τύχαινε κι ανέβαλλαν:
κάποια από κείνες τις δουλειές,
που δεν περιμένουνε.
«Ελπίζουμε του χρόνου, πρώτα ο θεός»,
ξανάγραφε.
Όμως διέκρινες κάποια παραίτηση,
πως είχε κουραστεί,
πως είχε κι ο ίδιος αρχίσει ν' αμφιβάλλει.

Ποτέ ξανά
Αυτό το ποίημα
ποτέ δε θα το ξαναγράψω.
Ποτέ δε θα περάσω
απ' τα ίδια φιλιά.

Μου πέρασε από το νου να αναρτήσω μια φωτογραφία του ποιητή που τον δείχνει νεώτερο. Νεώτερο. Χαμογελαστό. Το χαμόγελο της νιότης που νομίζουμε ότι μπορούμε να το κρατήσουμε έτσι ανοιχτό και γάργαρο όλα μας τα χρόνια. Προτίμησα να βάλω μια από τις τελευταίες. Είναι γέρος. Στο βίντεο δυσκολεύεται να απαγγείλει. Το χαμόγελο έχει χαθεί. Μπροστά του βλέπει το δρόμο να τερματίζει.

Σβήσε το φως
Σβήσε το φως
είναι αργά.
αργά για ο,τιδήποτε.

Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή.


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Βιβλία στο προσκέφαλο


Ψάχνοντας στα σκουπίδια.
Έμαθα να διαβάζω την εποχή του περιοδικού Ρομάντσο. Τρεις δραχμές το έβλεπα κρεμασμένο στο περίπτερο της γειτονιάς μου. Δεν τις είχα.
Στα εξώφυλλα Βουγιουκλάκη, Λόρεν, Ντελόν, Μπαρντό.
Η Χαρίκλεια, έμενε στο διπλανό προσφυγικό. Αγόραζε κάθε Τρίτη –αν θυμάμαι καλά– το περιοδικό, το διάβαζε και την επόμενη Τρίτη που κυκλοφορούσε το καινούργιο, πετούσε το παλιό στα σκουπίδια.
Εγώ, το είχα πάρει είδηση και παραφυλούσα τη λεία μου. Μόλις το έβλεπα στη σακούλα με τα σκουπίδια,  περνούσα με τρόπο, την άρπαζα και την έφερνα στην αυλή του σπιτιού μου. Ξεχώριζα  το Ρομάντσο, το ξεσκόνιζα από τίποτα χνούδια και σκόνες, ίσως και κάποια κρεμυδόφυλλα που είχαν κολλήσει στο μάτι του Κούρκουλου ή στο αυτί της Καρέζη, κι άρχιζα τη μελέτη. 
Θυμάμαι ακόμα τη γραμματοσειρά. Τα γράμματα μικρά, τα κείμενα ασφυκτικά. Οι περισσότερες διαφημίσεις δουλεμένες στο χέρι. Γελοιογραφίες που προσπαθούσα να αντιγράψω στο τετράδιο και το φωτορομάντσο στις κεντρικές σελίδες.
Στην ύλη του, τα χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου. Τα «Εύθυμα διηγήματα» του Νίκου Τσιφόρου, τα τρυφερά έργα της Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, τα «Εξωτικά διηγήματα» του Νίκου Μαράκη και τα αστυνομικά που λάτρευα και διάβαζα πρώτα από όλα, του Γιάννη Μαρή και της Αγκάθα Κρίστι.

Μια μέρα, ο  εργοδότης της μάνας μου, καθαρίζοντας τη βιβλιοθήκη του γιου του, μας χάρισε όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που να έχει διαβάσει όλους τους τόμους της Ζωής του Παιδιού. Μαθαίνω από εκεί να φτιάχνω ομοιοκαταληξίες και τετράστιχα που τα πασάρω στις εκθέσεις του δημοτικού. Γίνομαι δημοφιλής.

Πηγαίνοντας γυμνάσιο, αρχίζω να παίρνω δίφραγκο για τα εισιτήρια του λεωφορείου. Όλα έβαιναν καλώς, –κι εγώ με λεωφορείο στο σχολείο–, έως την ημέρα που άνοιξε το παλαιοπωλείο βιβλίων, στην Πλατεία Χαλανδρίου, στον κεντρικό δρόμο. Από το τζάμι του λεωφορείου,  μαγεύομαι. Από εκεί και μετά, αρχίζω ποδαρόδρομο. Κρατώ τα δίφραγκα και χαζεύω στη βιτρίνα του με τις ώρες. Ήθελα να τα αποκτήσω όλα.
Μια μέρα, μπήκα μέσα δειλά. Ο παλαιοπώλης, αφού με  ρώτησε διάφορα για το ποιόν μου, μου προτείνει Κρόνιν, «Τα άγουρα χρόνια». Το ρούφηξα σε μια μέρα. Ένα φτωχό παιδί, καταφέρνει με την ισχυρή θέλησή του να γίνει μεγάλος και τρανός γιατρός. Ταυτίζομαι. Κι εγώ, κάποτε,  θα τα καταφέρω.

Την επομένη, το δίφραγκο πηγαίνει σε Στάιμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής». Την τρίτη μέρα,  Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» και «Ώρες αγάπης, ώρες πολέμου», όλα, κατά προτροπή του παλαιοπώλη.
Ξεθάρρεψα. Η πιο συχνή του –υποθέτω– πελάτισσα. Ζήτησα «Νανά» του Ζολά, που την είχε φάτσα-φόρα, προκλητικά στη βιτρίνα.
«Δεν είναι της ηλικίας σου», μου είπε. Εγώ επέμενα. Το πήρα. Μπήκα σε Ντοστογιέφσκι «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα» που εκείνη την εποχή μου φάνηκε τεράστιο και βαρετό.
«Κλέβω» από την ντουλάπα της μάνας μου τον  «Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ», του Ντ. Λώρενς και τον διαβάζω στα κρυφά. Αντιλαμβάνομαι ότι το γράψιμο μπορεί να ξυπνήσει το σώμα.
Ντ. Λώρενς

Το «Μπροστά στη λαιμητόμο», του Ουγκώ και η «Ανάστασις» του Τολστόι,   μπερδεύεται σ’ αυτή την ηλικία με τον «Δαβίδ Κόπερφιλντ» του Ντίκενς, τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Βέρν και τα παραμύθια του Αισώπου.
Καθόλου ποίηση προς το παρόν, μέχρι τη στιγμή που ο περιπτεράς της γειτονιάς –δεν θυμάμαι πώς έγινε και τι ειπώθηκε– κι ένα καλό πρωί, μου δανείζει  ποίηση, αφού με έβαλε πρώτα να ορκιστώ ότι θα προσέξω και θα επιστρέψω τα βιβλία. Μπαίνω σε άλλον κόσμο: Ξεκινάω με έναν χοντρό μαυροδεμένο τόμο: «Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη». Ο περιπτεράς,  με συνεχίζει με Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Μαβίλη, Κορνάρο, Κοτζιούλα. Ρουφάω σαν σφουγγάρι.
Η έρευνα πια, πηγαίνει μόνη της.  

Φτάνω εφηβεία και μπαίνω στον Χένρι Μίλλερ και τους τροπικούς: «Τροπικός του Αιγόκερω», «Τροπικός του Καρκίνου». Επηρεάζομαι αφάνταστα. Θαυμάζω. Αρχίζω να γράφω παραληρηματικά, –σχεδόν αυτοματικά και ολοσχερώς αποτυχημένα– μερικές συναισθηματικές ανοησίες, ορμώμενη από ζήλεια για τον τρόπο γραφής του.
Ανακαλύπτω τον Καμύ. «Πτώση», «Πανούκλα», «Ευτυχισμένος θάνατος», «Ξένος». Ανακαλύπτω Πρεβέρ και αρχίζω να διαβάζω ποίηση στα γαλλικά, με το λεξικό από δίπλα.  

Έρχεται στη ζωή μου ο Νερούντα με τα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα». Με εντυπωσιάζει τόσο, που τα μαθαίνω ολόκληρα, ενώ, αργότερα, όποτε θέλω να εντυπωσιάσω κάποιον αγαπημένο, τα απαγγέλω  μαυλιστικά, γερμένη στον –εκάστοτε– ώμο του.
«Σ' αγαπάω, χωρίς να ξέρω πώς, ούτε πότε, ούτε από πού
σ' αγαπάω έτσι ίσια, χωρίς προβλήματα ούτε αλαζονεία
έτσι σ' αγαπάω, γιατί δεν ξέρω ν' αγαπάω αλλιώς
Έτσι, μονάχα, μ' αυτό τον τρόπο, όπου ούτε είσαι, ούτε είμαι,
τόσο κοντά, που το χέρι σου πάνω το στήθος μου γίνονται ένα
τόσο κοντά, που κλείνονται τα μάτια σου με τον ύπνο μου».
Διαβάζω τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Μπρυκνέρ, το «Στο δρόμο», του Κέρουακ, πολλά του Μπουκόφσκι και Έσσε, όπου, από τον «Κλόουν» του, απομνημονεύω ολόκληρες παραγράφους
Ο Λουντέμης έρχεται να συνδράμει τις ευαίσθητες στιγμές μου. Εγώ, που είμαι διάσημη για την κακή μου μνήμη, απομνημονεύω επίσης, και δεν ξεχνώ αυτές τις παραγράφους, ποτέ. Κάποιος μου χαρίζει Καββαδία, «Μαραμπού» και «Πούσι», «Βάρδια».
Καζαντζάκης και «Καπετάν-Μιχάλης». Βρίσκω, ολόκληρο το έργο, ένα μαγικό πεζό ποίημα.




Διαβάζω Κρίστι και Πόε μετά μανίας.
Λατρεύω και ζηλεύω Τάσο Λειβαδίτη με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Μαρκές, Άτγουντ, Αλλιέντε, Κόου, εντυπωσιάζομαι με τους δρόμους της φαντασίας.
Διαβάζω τη «Νόσο του Πορτνόυ» του Ρόθ, συγκλονίζομαι από τον έξυπνο τρόπο γραφής. Το μυαλό του συγγραφέα ανοίγεται μπροστά μου. Το ίδια εντύπωση μου κάνει ο Μπάροουζ με το «Γυμνό γεύμα», καθώς και ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς, αν και, ομολογώ ανερυθρίαστα ότι στάθηκα ανίκανη να τον τελειώσω. «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου», του Ρολάν Μπαρτ. Διαβάζω, κι αλλάζω τρόπο σκέψης.


Στο προσκέφαλο, σήμερα: Γιασμίν Γκατά «Η καλλιγράφος του Βοσπόρου». «Συνώνυμα και συγγενικά της ελληνικής γλώσσας» του Πέτρου Βλαστού. (Δεν υπάρχει πιο πλούσια γλώσσα από τη δικιά μας).  «Ατέλειωτος Ιούλιος» της Ζντράφκα Εφτίμοβα. Ο «Καπετάν-Μιχάλης», Νίκου Καζαντζάκη. Αλλιέντε. 
Zdravka Evtimova


Ιζαμπέλ Αλιέντε 
Οι δύο πρώτοι τόμοι από τα «Άπαντα» του Τάσου Λειβαδίτη: «Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…»



Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016





Ο Θεός είναι Μεγάλος. Μην ακούσω αντίθετο. Μην κοιτάτε τότε με τον Αδάμ και την Εύα. Μόνο δύο άνθρωποι. Ήταν φυσικό να έχουν προσωπική επαφή μαζί Του. Όπως φυσικό είναι και τώρα -που έχουμε γίνει τόσοι πολλοί- να μην τα προλαβαίνει όλα.
Κάποτε, λοιπόν, ο Θεός άκουσε που Τον φώναζα. Πόσες φορές Τον είχα φωνάξει! Ήρθε, λοιπόν κι απλώθηκε πάνω από το σπίτι.
"Ή τα γραφτά σου, ή τα παιδιά σου!" άκουσε κάποιον να μου φωνάζει επιτακτικά και κάπως τρομακτικά.
Ο Θεός γέλασε πάνω από τη στέγη. Διότι άλλα σχέδια είχε. 

Έτσι, πολύ διακριτικά, απομάκρυνε αυτόν που έθετε το δίλημμα. 





Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Ο φίλος.

Εγκώμιον


  • Όποιος έχει φίλους δεν έχει ανάγκη από ψυχαναλυτές.
  •  Οι φίλοι είναι ο τρόπος του Θεού να ζητήσει συγγνώμη για τους συγγενείς που μας έδωσε.
  • «Ούκ έστιν ουδέν κτήμα κάλλιον φίλου.
  • Κανένας άνθρωπος δεν είναι αποτυχημένος όταν έχει φίλους.


Βικιπαίδεια: Φιλία ονομάζεται η σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων του ίδιου ή και διαφορετικού φύλου, με κύριο χαρακτηριστικό την αμοιβαία πλατωνική αγάπηαφοσίωση και κατανόηση, χωρίς κατ' ανάγκη να υπάρχει συμφέρον, κίνητρο ή ανώτερος στόχος.
Η πραγματική φιλία έχει αυτά τα 11 χαρακτηριστικά
{http://www.huffingtonpost.gr/2014/12/07/--alithini-filia-xaraktiristika_n_6274454.html}
Οι φίλοι: 
1. Πιέζουν να αποδεχτούμε τον εαυτό μας
2. Λένε πότε κάνουμε λάθος
3. Είναι παρόντες
4. Ακούνε πραγματικά
5. Μας στηρίζουν σε κάθε δυσκολία
6. Μειώνουν τα επίπεδα του στρες
7. Μας κρατούν προσγειωμένους
8. Μας προστατεύουν, ακόμα κι αν έρχονται σε δύσκολη θέση
9. Κάνουν τη φιλία προτεραιότητα
10. Συγχωρούν
11. Μας κάνουν να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι.
Οι φίλοι. Που μπαίνεις στο σπίτι τους και σου βάζουν πιάτο να φας κι ας το έχουν υπολογίσει για την άλλη μέρα, σαν τη Ρούλα. Που ξυπνάς στο σπίτι τους και σου φτιάχνουν καφέ και σου μαγειρεύουν πρωινό ενώ αυτοί το πρωί δεν συνηθίζουν να τρώνε, σαν τη Νίκη και το Βάσο. Που ξεκινάνε από Γλυφάδα σαν τη Λίτσα και το Δημήτρη, από τη Νέα Μάκρη, σαν τον Κώστα και τη Λίνα, από Χαλκίδα σαν τον Αντώνη, από Βόλο σαν την Αθηνά κι έρχονται στο Χαλάνδρι για παρουσίαση μιας ώρας ενώ η απόσταση που έχουν διανύσει έχει κρατήσει χρόνο διπλό και τριπλό. 
Μιλώ για την Αμαλία που ενώ πονάει, καταφτάνει με ένα τριαντάφυλλο στα μπαταρισμένα της χέρια κι ένα μπουκαλάκι με ευτυχία, τυλιγμένο δώρο. Μιλώ για τα υποστηρικτικά μηνύματά της σε κάθε περίοδο άγχους μου. Μιλώ για τη Νίκη που ήρθε με γάζες και στα δύο της πόδια, για τη Βαρβάρα που προσπαθούσε να πληρώσει με κάρτα τον καφέ, για τη Μαριέλα που μας φιλοξένησε όλο το καλοκαίρι με ανοιχτή καρδιά και ανοιχτό σπίτι, για τη Μαρία που κρυφά και σιωπηλά μου πρόσφερε εκείνο το ταξίδι στην Ισπανία και όχι μόνο, μιλάω για την Κατίνα που ήρθε στην πρώτη παρουσίαση της ζωής της κουβαλώντας την χρόνια υποστήριξή της, την κόρη της και την εγγονή, μιλάω για τον Κώστα που όταν τηλεφώνησα τον βρήκα ανεβασμένο στην ελιά και που επέστρεψε, πήρε τη φωτογραφική του και ήρθε. Μιλάω για την Ειρήνη τη γυναίκα του που δεν του γρίνιαξε ποτέ: "βαριέμαι που πάμε στην ίδια παρουσίαση πάλι" και καταφτάνει με το παλτό στα χέρια. Για τη Στέλλα και το Νίκο από το Πόρτο Ράφτη. Για τη Νικούλα της Αμαλίας που μου στέλνει γραπτά. Για τη Λίνα που προβλέπαμε μεταξύ τσικουδιάς και νύχτας τα μελλούμενα, τη Μαριανίκη που μελέτησε τα μυστικά του βιβλίου, τη Σοφία που μου δάνεισε χρήματα όταν δεν είχα, τη Γλυκερία που πάντα νοιάζεται να μάθει αν είμαι καλά, ξεχνώντας να διηγηθεί τα πονεμένα δικά της. Για τον Γιώργο που καταφτάνει από Ερέτρια για να μου φτιάξει το καλοριφέρ με τα καλά του ρούχα σε σακούλα, μήπως και βγούμε το βράδυ, που ποτέ δεν γίνεται.Για την Κωνσταντίνα που ζητά πληρωμή μόνο μια αγκαλιά και καθώς αγκαλιάζει ψιθυρίζει "είμαστε φίλες, δεν είμαστε;"  Για τον Στέφανο και την Αργυρώ, τους αγγέλους που κατοικούν στις Λεύκες, σ' εκείνο το σπίτι των ανέμων που αγκαλιάζει το πέλαγο. Για τον Φίλιππο που έρχεται από τις Σέρρες και κλαίει στην αγκαλιά μου, (άραγε για το μέλλον ή για το παρελθόν;) τον Φώτη  που μου ετοίμασε όλη την Θεσσαλονίκη και που τα πρωινά άπλωνε μπροστά μου ζεστές τηγανίτες με μέλι και κέικ και πορτοκαλάδες και ό, τι μπορείς να φανταστείς, γιατί ήτανε λέει, "οι δικές μου μέρες στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε να τις φχαριστηθώ", που μου κανόνιζε εμφάνιση στην τηλεόραση κι ύστερα με περίμενε να τελειώσω το κομμωτήριό μου, άσχετα με το πόσο βαριόταν ή πόσες δουλειές τον περίμεναν. Για τον Χάρη που μάζεψε ολόκληρο team από το Κιλκίς και ήρθε. Για τον Γιάννη και τον Χρήστο που μου στέλνουν φωτογραφίες με το βιβλίο. Γιατί κάθε μικρή επαφή ξυπνάει στη μνήμη μας χίλιες ωραίες ώρες. Για την Όλγα που ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Για τη Σοφία κι ας μην προλάβαμε να μιλήσουμε ως συνήθως για τα αισθηματικά μας, ούτε για τρέχοντα καλλιτεχνικά. Για το Νίκο που κόντευε να τελειώσει το βιβλίο πριν ακόμα αρχίσουμε.Για τον Αντώνη που ήρθε χαρούμενος γιατί εκδίδει την ποιητική του συλλογή στο Μελάνι.  Για το Νώντα που γράφει. Για την Κική μου που γράφει επίσης και που έτρεξε με μια γλάστρα κυκλάμινα στο χέρι. Που είναι τρυφεροί, δοτικοί, πονεμένοι, σημαδεμένοι αλλά είναι πάντα μπροστά στα μάτια μου. 
Για εσάς. Που κρατώ σαν πολύτιμα. 
Επιτρέψτε μου να συγκινηθώ όσο θέλω.
Γιατί μιλώ για τους ανθρώπους της καρδιάς μου.
Γιατί μιλώ για τους φίλους μου.