Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευτέρης Ξανθόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευτέρης Ξανθόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

http://bosko-hippydippy.blogspot.gr/2009/05/blog-post_23.html

















Μιλούσε αλβανικά ή κροάτικα ή κάτι τέτοιο 

μιλούσε και έφτυνε το κάππα το γκου το σίγμα το παχύ το ρω.
Γυρνούσε το κεφάλι του και κοιτούσε μια από κει, μια από δω.
Όταν έφεραν το πιάτο με το ψάρι δοκίμασε μια στάλα και τ' άφησε.

Είπε πως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν μπορούσε γιατί θα τον έβλεπαν.

Τον ρώτησα ποιος και γιατί και μου είπε αόριστα αυτοί οι άλλοι.

Έπειτα σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται, πήρε ένα μικρό νόμισμα και το έριξε στο συντριβάνι.

Το κέρμα με ένα μικρό πλατάγισμα χτύπησε στο νερό και κάθισε στον πάτο.

Έπειτα έριξε κι άλλο νόμισμα κι άλλο και άλλο.

Όταν γέμισε η λεκάνη μικρά νομίσματα και το νερό που τιναζόταν από τα μπεκ άρχισε να κυλάει στο πάτωμα, γύρισε και με κοίταξε και με τη βαριά προφορά του μου είπε κάτι σκοτεινό και αόριστο, κάτι που δεν το άκουσα καλά ή δεν το κατάλαβα καλά.


Τότε άρχισε να βγάζει τα ρούχα του το ένα μετά το άλλο, να τα πετάει στον αέρα και να χορεύει.

Όταν έμεινε ολόγυμνος, όπως τον είχε φτιάξει η δόλια του η μάνα, δοκίμασε τον μεγάλο δρασκελισμό, την πιο δύσκολη φιγούρα του χορού, όμως του ξέφυγε ακριβώς στο σημείο που θα πατούσε το δεξί του πόδι στο χώμα και βρέθηκε μάλλον κατά λάθος στην απέναντι πλευρά. 



Εκεί προσπάθησε γρήγορα- γρήγορα να διορθώσει τη φιγούρα του χορού και να σηκωθεί, όμως του έλειπε το χτες και το προχτές και το μεθαύριο από τη ζωή του και δεν μπορούσε να στηριχθεί, πουθενά δεν μπορούσε να πιαστεί. 


Τότε ήταν που άρχισε να εξατμίζεται σαν το λεβέτι σε κατάσταση βρασμού, να προκαλεί συρίγματα, τριγμούς, τότε ήταν που άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω γυμνός. 


Όταν πια δεν απόμεινε ούτε τόσο δα από τον ξένο άντρα τον χορευτή, ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η αναγγελία:
μη σκιάζεστε στα σκότη, ο μέγας Μπουμ- Μπουμ, ο μάγος, ο καλόγερος, ο Λεβιάθαν που χτυπάει με το τάλαντο τον όρθρο, χτυπάει τον εσπερινό, θα γεμίσει πάλι τη στέρνα με νερό, θα σκεπάσει τις κορυφές με χιόνια, θα ρίξει πίσω στη θάλασσα όλα τα ψάρια, ο κόσμος θα γυρνάει ξανά κατά πως του ετάχθη.
Σε λίγο όλα ησύχασαν. Ήρθε το πράσινο χρώμα στα φύλλα, το γκρίζο στα βράχια, το μπλε στον ουρανό, γέμισαν τα δέντρα με πουλιά. Ένα γλυκό αεράκι άρχισε να μας δροσίζει. 


Σιωπή σιωπή ανυπολόγιστη σιωπή.

Λευτέρης Ξανθόπουλος

27 Μαρτίου 2009

(....Με χέρια παγωμένα.Τα δάχτυλα στις άκρες πονάνε. Λυγάνε, ωρέ, τα παλικάρια; Νιώθω σαν να μοιράζομαι λίγο από τον πόνο του κόσμου. Άστεγοι, αποκλεισμένοι, περιθωριακοί, παιδιά των βενζινάδικων, ζητιάνοι, αυτοί χωρίς ξύλα για τη σόμπα τους, αυτοί χωρίς σπίτι, αυτοί στις σκηνές, αυτοί που κρυώνουν μέσα τους.)